Πέμπτη, Φεβρουαρίου 28, 2008

Το διαδίκτυο, τα blogs και η ανωνυμία

Η υπόθεση του ενημερωτικού blog press-gr ήταν απλά η αφορμή. Διότι η συζήτηση για την ελευθερία της (ανώνυμης) διαδικτυακής έκφρασης κάποια στιγμή θα έφτανε και στην Ελλάδα. Και αυτό επειδή ενώ δεν μπορεί να απαγορευτεί η ανωνυμία στο διαδίκτυο, ωστόσο εγείρονται ζητήματα όταν κάποιος (θεωρεί ότι) συκοφαντείται από κάποιο ανώνυμο κείμενο.

Ωστόσο η συζήτηση γίνεται σε εντελώς λάθος βάση. Ευθύνη γι’ αυτό έχουν και οι δύο πλευρές: Η κυβέρνηση που θεωρεί ότι μπορεί να τιθασεύσει ένα δίκτυο που φτιάχτηκε από το υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ ακριβώς για να μην τιθασεύεται. Και πολλοί χρήστες του διαδικτύου που συγχέουν τη δυνατότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη με την επιβολή διαδικτυακής λογοκρισίας. Και οι μεν και οι δε έχουν άδικο. Διότι αφενός το ίντερνετ δε μπορεί να μπει σε νομοθετικά καλούπια, αφετέρου είναι εντελώς παράλογο το να μην μπορεί να προσφύγει στη δικαιοσύνη κάποιος, αν θεωρεί ότι θίγεται από διαδικτυακό δημοσίευμα.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε βέβαια ότι το διαδίκτυο έχει μια μεγάλη, δομική, διαφορά σε σχέση με τα παραδοσιακά ΜΜΕ. Όταν κάποιος θεωρεί ότι θίγεται από κάποιο δημοσίευμα εφημερίδας, ξέρει με ποιον έχει να κάνει (αν το άρθρο είναι ανώνυμο, την ευθύνη φέρει ο διευθυντής ή ο εκδότης). Αντίθετα, όταν πρόκειται για ανώνυμο κείμενο στο διαδίκτυο δεν ξέρεις ποιον να «κυνηγήσεις», γεγονός που περιπλέκει τα πράγματα.

Το ότι η φύση του διαδικτύου ευνοεί την ανωνυμία, δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος έτσι ώστε όταν θέλει κάποιος να καταθέσει μήνυση κατά ανώνυμου σχολιαστή να μπορεί να το κάνει. Αυτό θα μπορούσε να γίνεται με άρση της ανωνυμίας, σε περίπτωση που έχει κατατεθεί μήνυση εναντίον κάποιου αρθρογράφου. Αυτό εξάλλου έγινε και στην περίπτωση του press-gr.

Αν λοιπόν κάποιος εκμεταλλεύεται την ανωνυμία που προσφέρει το διαδίκτυο για να διαδίδει σαχλαμάρες, τότε –εφόσον στοιχειοθετείται αξιόποινη πράξη– πρέπει να δώσει απαντήσεις στη Δικαιοσύνη. Άλλο το δικαίωμα στην ανωνυμία και άλλο το δικαίωμα στην ελεύθερη λασπολογία...

Δ. Τζ.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 25, 2008

Χρήσιμα διδάγματα…

Πριν από λίγες ημέρες ο Ιταλός πρωθυπουργός Ρομάνο Πρόντι, αναγκάστηκε να υποβάλλει την παραίτηση του στον πρόεδρο της χώρας, καθότι η Γερουσία ήρε την εμπιστοσύνη της στην κυβέρνηση του. Μια κυβέρνηση, θνησιγενής από τη στιγμή της δημιουργίας της, καθότι την αποτελούσαν εννέα κόμματα. Ενδεικτικό της πολιτικής αστάθειας που επικρατεί τις τελευταίες δεκαετίες στην Ιταλία είναι το γεγονός ότι η κυβέρνηση του τέως προέδρου της Ευρ. Επιτροπής, ήταν η 61η μεταπολεμική. Θα μπορούσε λοιπόν να υποθέσει κάποιος ότι η γειτονική μας χώρα περνά βαθιά πολιτική κρίση.

Τα πράγματα, όμως, δεν είναι ακριβώς έτσι. Στην Ιταλία, παρά το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις πέφτουν σχεδόν πάντα πριν το τέλος της θητείας τους, έχει βρεθεί μια φόρμουλα έτσι ώστε το κράτος να έχει συνέχεια. Ο δημόσιος τομέας δε διαλύεται, ούτε αλώνεται από τα «δικά μας» παιδιά. Πολλοί αξιωματούχοι σε κρίσιμα κυβερνητικά πόστα διατηρούν τη θέση τους, ακόμα κι όταν αλλάζει η κυβέρνηση. Έτσι, δεν υπάρχουν ιδιαίτεροι κλυδωνισμοί στον κρατικό μηχανισμό με κάθε αλλαγή στο πρωθυπουργικό μέγαρο.

Η εικόνα μιας κάθε άλλο παρά ασταθούς οικονομικά χώρας, παρά τις συχνές πολιτικές αναταράξεις, επιβεβαιώνεται και από τους αριθμούς. Σύμφωνα με στοιχεία της Ιταλικής Στατιστικής Υπηρεσίας (Istat), η ανεργία έπεσε πέρυσι στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων δεκαπέντε ετών, από το 11,9 % το 1998 στο 6% το 2007. Ταυτόχρονα, σε μια δύσκολη συγκυρία για την παγκόσμια οικονομία, το ΑΕΠ της γειτονικής μας χώρας αυξάνεται ετησίως κατά 2%. Κοντά στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων οκτώ ετών υποχώρησε και ο πληθωρισμός, ο οποίος άγγιξε την περασμένο έτος το 1,7%. Τέλος, το δημόσιο έλλειμμα από το 4% του 2006, έπεσε στο 1,3% το πρώτο εννεάμηνο του 2007.

Τα στοιχεία που αναφέραμε έχουν τη σημασία τους. Αποδεικνύουν ότι το μείζον ζήτημα σε μια σοβαρή χώρα δεν είναι ο εκλογικός νόμος, που στην Ελλάδα αλλάζουμε κάθε λίγο και λιγάκι, έτσι ώστε να εξυπηρετεί τη μικροκομματική μας στόχευση. Το σημαντικό για μια χώρα που θέλει να έχει δυναμική παρουσία στο διεθνές στερέωμα είναι αφενός να έχει στέρεες δομές και μηχανισμούς οι οποίοι να δίνουν συνέχεια στο κράτος και αφετέρου η ύπαρξη απτών αποτελεσμάτων στο πεδίο της οικονομίας και της πολιτικής, Αποτελέσματα τα οποία επιτυγχάνονται μόνο μέσω των στέρεων δομών.

Υπό αυτή την έννοια θεωρώ πως ο τρόπος αντιμετώπισης των πολιτικών πραγμάτων από τους Ιταλούς μπορεί να αποτελέσει ένα χρήσιμο και διδακτικό παράδειγμα και για εμάς. Η λύση στο ζήτημα της βελτίωσης του κράτους δεν είναι η αλλαγή κανενός εκλογικού νόμου. Το σημαντικό είναι να φτιάξουμε δομές που να του δίνουν συνέχεια. Όσο γρηγορότερα το καταλάβουμε, τόσο το καλύτερο…

Δ. Τζ.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 20.02.2008

Τρίτη, Φεβρουαρίου 19, 2008

Ο νόμος – πλαίσιο, το πανεπιστημιακό άσυλο και η επιλεκτική μνήμη

Πέρυσι τέτοιο καιρό το κέντρο της Αθήνας παρέλυε (σχεδόν) κάθε Πέμπτη εξαιτίας των φοιτητικών διαδηλώσεων ενάντια στο νόμο – πλαίσιο. Κάποιοι, φορώντας το προσωπείο του προοδευτικού, ζητούσαν να μη γίνει καμία απολύτως αλλαγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και φαίνεται ότι –παρά το ότι ο νόμος ψηφίστηκε– το πέτυχαν. Διότι οι συνελεύσεις των συγκλήτων που θέλησαν να κάνουν το αυτονόητο (να εναρμονιστούν, δηλαδή, με το νόμο του κράτους) πήραν το μάθημα τους από μερίδα αριστεριστών φοιτητών. Έτσι ο νόμος – πλαίσιο έχει καταστεί επί της ουσίας κλινικά νεκρός.

Το αστείο είναι ότι οι ίδιοι άνθρωποι που έκαναν «ντου» στις συνελεύσεις και κατέστησαν σαφές στους πανεπιστημιακούς ότι «δεν εφαρμόζετε το νόμο, ειδάλλως δε βγαίνετε από εδώ μέσα», στην πρώτη ευκαιρία θα κατηγορήσουν το «κακό κράτος της δεξιάς» για καταπάτηση των δικαιωμάτων τους. Είναι επιλεκτική και ελαστική η δημοκρατική τους μνήμη και συνείδηση. Κυρίως έχει να κάνει με το «τι μας συμφέρει». Όταν προτάσσονται οι «αγώνες» μπαίνουν στην άκρη οι δημοκρατικές ευαισθησίες καθότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Όμως, στην πρώτη ευκαιρία που θα βρεθούν με την πλάτη στον τοίχο, είμαστε βέβαιοι (και το δείχνει και η πείρα) ότι θα τις επικαλεσθούν.

Το παρήγορο γι’ αυτούς είναι ότι έχουν τη συμπαράσταση μερίδας της πανεπιστημιακής κοινότητας. Έχει ενδιαφέρον η άποψη του κ. Μάκη Σπάθη, αντιπρύτανη του ΕΜΠ, πάνω στο θέμα: «Όσοι παραδοσιακά στήριζαν με τη στάση τους την ανάγκη διατήρησης του θεσμού και το περιεχόμενο του ασύλου παραμένουν ακόμη αταλάντευτοι υποστηρικτές, αλλά κυρίως όταν πρόκειται να εγγράψουν την πολιτική τους αντιπαράθεση στις εκάστοτε κυβερνητικές παρεμβάσεις περιστολής του θεσμού. Ενώ υποβαθμίζουν τον ρόλο τους και σιωπούν απέναντι στον ολοκληρωτισμό των μικρών ομάδων, στη διαστρέβλωση του θεσμού και στα εκφυλιστικά φαινόμενα που κατά καιρούς εμφανίζονται στους πανεπιστημιακούς χώρους». Και στην πανεπιστημιακή κοινότητα όπως φαίνεται οι ευαισθησίες είναι επιλεκτικές. Διαφοροποιούνται ανάλογα την περίσταση και το ποιος είναι στην απέναντι πλευρά.

Μιας και μιλήσαμε για το άσυλο, μια από τις σημαντικές αλλαγές του νόμου – πλαίσιο, έχει ενδιαφέρον να δούμε τι ισχύει σήμερα γι’ αυτό. Σύμφωνα με το νέο νόμο «το ακαδημαϊκό άσυλο καλύπτει όλους τους χώρους του ΑΕΙ στους οποίους γίνεται εκπαίδευση και έρευνα. Οι χώροι αυτοί καθορίζονται με απόφαση και ευθύνη της Συγκλήτου». Σε άλλο σημείο του νόμου αναφέρεται ότι μπορεί να επέμβει δημόσια δύναμη μόνο αν υπάρχει άδεια από το αρμόδιο όργανο του Ιδρύματος και –χωρίς άδεια– εφόσον διαπράττονται αυτόφωρα κακουργήματα ή αυτόφωρα εγκλήματα κατά της ζωής».

Το άσυλο, το οποίο ως θεσμός δημιουργήθηκε μετά την πτώση της χούντας για την ελεύθερη διακίνηση ιδεών, παραβιάζεται ασύστολα σήμερα. Είναι άσυλο ναρκωτικών, πλασιέ, αναρχικών, αλλά πάντως όχι ιδεών. Υπενθυμίζουμε εδώ ότι πριν λίγους μήνες άτομα που έκαναν κατάληψη της Πρυτανείας του Πανεπιστημίου Αθηνών, έφυγαν σαν κύριοι, αδειάζοντας την αίθουσα των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Τον περασμένο Νοέμβριο, άλλη ομάδα νεαρών μετά από επεισόδια με την Αστυνομία εισέβαλλε στην Πρυτανεία και όταν έφυγε άφησε πίσω της συντρίμμια. Και το πιο πρόσφατο περιστατικό, μερίδα αριστεριστών, καίτοι απρόσκλητη, κάνει την εμφάνιση της σε συνελεύσεις συγκλήτων και υπαγορεύει στους καθ’ ύλην αρμόδιους τις αποφάσεις. Δε χρειάζεται να ειπωθεί ότι, παρά τα συμβάντα αυτά, καμία «δημόσια δύναμη» δεν επενέβη και φυσικά κανένας υπολογιστής δε επιστράφηκε.

«Η βία στο πανεπιστήμιο δεν είναι θέμα ασύλου και δεν επιδέχεται εξωτερική λύση. Μόνο η ίδια η πανεπιστημιακή κοινότητα μπορεί να διαχειριστεί το πρόβλημα», λέει ο κ. Λευτέρης Παπαγιαννάκης, καθηγητής στο ΕΜΠ. Μόνο που η πανεπιστημιακή κοινότητα είχε πολλά χρόνια την ευκαιρία να κάνει κάτι για το θέμα και απέτυχε παταγωδώς. Αλλά όπως είπαμε η μνήμη ορισμένων είναι επιλεκτική. Και φυσικά η ζωή στα πανεπιστήμιά μας συνεχίζεται χωρίς να αλλάζει απολύτως τίποτα, επί της ουσίας. Κυριαρχεί η στασιμότητα. Με τη σύμπραξη (ή τουλάχιστον την εγκληματική ανοχή) αυτών που θέλουν να διαχειριστούν το πρόβλημα...

Δ. Τζ.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 16, 2008

Οι διαδηλώσεις και η πόλη…

Όποιος προσπάθησε να προσεγγίσει το κέντρο της Αθήνας το πρωί της Παρασκευής, αντίκριζε ένα οικείο θέαμα: οι δρόμοι που οδηγούσαν σε αυτό ήταν κλειστοί. Οι οδηγοί αναγκάζονταν να σταματήσουν λίγο πριν τις Στήλες του Ολυμπίου Διός και να αλλάξουν πορεία. Απορημένοι οι τουρίστες που επέβαιναν στα πούλμαν προσπαθούσαν να αντιληφθούν τι συνέβη και Παρασκευή πρωί το κέντρο της πόλης είναι κλειστό. Αιτία; Η συγκέντρωση μερικών δεκάδων οπαδών του ΚΚΕ έξω από τη Βουλή. Αν μάλιστα οι τουρίστες που προαναφέραμε βρίσκονται στην Αθήνα λίγες μέρες θα μπορούσαν να συμπεράνουν –έστω και με λίγη δόση υπερβολής– ότι το κέντρο της πόλης είναι περίπου «κτήμα» του οποιουδήποτε αποφασίζει να οργανώσει μια διαδήλωση. Όσοι θέλουν να κάνουν τις δουλειές τους, τα ψώνια τους ή να πιουν τον καφέ τους, βολεύονται τις υπόλοιπες ώρες!

Αυτό που συμβαίνει κάθε φορά που υπάρχει πορεία είναι φυσικό επακόλουθο μιας παρωχημένης νοοτροπίας και λογικής που έχουν ορισμένοι, σύμφωνα με την οποία μοναδικός νόμος είναι «το δίκιο του εργάτη» (Πάσχος Μανδραβέλης, «Καθημερινή», 12.02.2008). Οι… υπόλοιποι νόμοι –ακόμα και το ίδιο το Σύνταγμα– περνούν σε δεύτερη μοίρα. Έτσι ο πολίτης το παίρνει απόφαση ότι αρκετές ώρες μέσα στη βδομάδα είναι αναγκασμένος να μείνει μακριά από το κέντρο της πόλης ή εγκλωβισμένος σε αυτό, επειδή κάποιοι κάνουν κατάληψη των δρόμων.

Κανείς βέβαια δεν ισχυρίζεται ότι δεν πρέπει να γίνονται εκδηλώσεις διαμαρτυρίας. Εξάλλου μια τέτοια άποψη θα ήταν αντίθετη στις επιταγές του Συντάγματος. Ωστόσο, εξίσου αντισυνταγματική και παράλογη είναι σημερινή κατάσταση: μερικές δεκάδες κόσμου, διεκδικώντας τα όποια –«δίκαια» ή «άδικα», δεν το εξετάζουμε εδώ– αιτήματά τους κρατούν μια ολόκληρη πόλη υπό ομηρία. Η οικονομική ζωή, οι μετακινήσεις, οι υποχρεώσεις και η γενικότερη λειτουργία της πόλης αναστέλλονται κάθε τόσο μέχρι νεωτέρας...

Σύμφωνοι θα πουν κάποιοι, αλλά υπάρχει και το μετρό για τις μετακινήσεις και θα έχουν εν μέρει δίκιο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως ότι πολλοί κάτοικοι της πρωτεύουσας δεν έχουν κοντά τους σταθμό μετρό. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Το λάθος εδώ είναι η νοοτροπία. Δηλαδή το ότι μια μειοψηφία θεωρεί ότι έχει περισσότερα δικαιώματα από όλους τους άλλους, επειδή διαδηλώνει!

Το πιο εξωφρενικό είναι ότι κανένας δεν αναζητά μια λύση στο πρόβλημα. Επί παραδείγματι, θα ήταν πιο λογικό να βρεθεί μια φόρμουλα έτσι ώστε και πορείες να διεξάγονται και η πόλη να λειτουργεί. Φυσικά αν γίνει μια τέτοια πρόταση θα ακουστούν οι γνωστοί μύδροι εναντίον των «αντιδραστικών νοικοκυραίων». Όμως, δεν πρόκειται για «νοικοκυραίους». Πρόκειται απλώς για ανθρώπους που δε θέλουν κάθε λίγο και λιγάκι να καταστρατηγούνται τα συνταγματικά τους δικαιώματα για να εξυπηρετηθεί μια μερίδα πολιτών που θέλει –και καλά κάνει– να εκφράσει δημόσια τις απόψεις της…

Δ. Τζ.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 12, 2008

Ο κ. Κούγιας και ο κατήφορος της τηλεοπτικής ενημέρωσης

Πάνω που η υπόθεση Ζαχόπουλου άρχισε να «ξεθυμαίνει» και ελπίζαμε ότι θα ξέφευγε η τηλεοπτική ειδησιογραφία από τη «ροζ» ιστορία και την ατέρμονη σπερμολογία, έγινε κύριο θέμα στα δελτία ειδήσεων η υπόθεση Κούγια – Βατίδου. Αν έκανες ζάπινγκ την προηγούμενη Παρασκευή στα δελτία των «οκτώ», θα έβλεπες ότι όχι μόνο το «νεανικό» δελτίο του Star, αλλά στο σύνολο τους οι τηλεοπτικοί σταθμοί ανήγαγαν σε θέμα μείζονος σημασίας τις δηλώσεις που έκανε ο αιμόφυρτος ποινικολόγος έξω από το φυλασσόμενο από αστυνομικούς σπίτι του, μετά από ένα ακόμα ενδοοικογενειακό επεισόδιο.

Η πρώτη αντίδραση ενός μέσου τηλεθεατή που είδε τα παραπάνω ρεπορτάζ είναι ένα πλατύ χαμόγελο. Το όλο σκηνικό θυμίζει χολιγουντιανή παραγωγή και μάλιστα χαμηλού επίπεδου. Όμως η υπόθεση δεν είναι καθόλου για γέλια. Το ότι έχει την ανάγκη ο κ. Κούγιας να απευθυνθεί αιμόφυρτος(!) στα media για να καταγγείλει την επίθεση που, όπως ισχυρίζεται, δέχτηκε από «μπράβους» της εν διαστάσει συζύγου του είναι κάτι που χρήζει περαιτέρω ανάλυσης. Το χειρότερο όμως είναι άλλο: τα ίδια τα μέσα δίνουν το δικαίωμα στο κάθε κ. Κούγια να κάνει πρώτο θέμα της επικαιρότητας τα της προσωπικής του ζωής. Ο κ. Κούγιας απλά εκμεταλλεύεται τον τρόπο με τον οποίο ιεραρχούν και προβάλλουν τις «ειδήσεις» οι ιδιωτικοί τηλεοπτικοί σταθμοί και παίζει ένα παιχνίδι που ξέρει καλά: αυτό των εντυπώσεων που δημιουργεί η εικόνα.

Είναι, λοιπόν, ένα ζήτημα το για ποιο λόγο επιμένουν τα ΜΜΕ να αναγάγουν σε είδηση –που (πρέπει να) μας αφορά– τις σχέσεις ενός εν διαστάσει ζευγαριού, έστω αναγνωρίσιμου. Γιατί πρέπει να μας απασχολούν οι κλαυθμοί του γνωστού ποινικολόγου και να μην ασχολούμαστε λ.χ. με θέματα μείζονος σημασίας, όπως το τι θα αλλάξει στο Ασφαλιστικό ή ποιος θα είναι ο επόμενος πρόεδρος της μοναδικής υπερδύναμης του πλανήτη;

Κάποιοι θα πουν ότι αυτά είναι που θέλει να δει ο κόσμος. Αυτή η εκτίμηση δε φαίνεται να επιβεβαιώνεται. Γράφαμε και παλαιότερα ότι «ο τηλεθεατής καταφεύγει σε αυτά τα προγράμματα αφενός για να γεμίσει την ώρα του με κάτι ανάλαφρο –χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι το εγκρίνει– και αφετέρου επειδή είναι ίσως εθισμένος σε τέτοιου είδους προγράμματα» («Διασταυρώσεις» 10/01/2008). Άρα δεν είναι ότι αυτό ζητάει ο τηλεθεατής: απλά αυτό του προσφέρουν τα κανάλια και ο τελευταίος, όντας εθισμένος σε τέτοιου είδους προγράμματα, τα παρακολουθεί. Ίσως πάλι δεν έχει τη διάθεση ο τηλεθεατής να «προβληματιστεί». Βλέπει την τηλεόραση μόνο ως μέσο διασκέδασης, ακόμα και στις –θεωρητικά– πιο σοβαρές εκφάνσεις της (δελτία ειδήσεων).

Και αν ο κόσμος «αγοράζει» αυτό το προϊόν –έστω από συνήθεια ή λόγω «διάθεσης»– αυτό δεν αναιρεί τις ευθύνες κάποιων άλλων. Δεν μειώνει επ’ ουδενί τις ευθύνες της Πολιτείας, η οποία έχει αφήσει στη μοίρα του –και στην ουσία χωρίς ελεγκτικές αρμοδιότητες– το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης. Δεν αναιρεί ακόμα τις ευθύνες των τηλε-δημοσιογράφων, οι οποίοι συχνά πυκνά νιώθουν την ανάγκη να μας θυμίσουν ότι η δημοσιογραφία είναι λειτούργημα, άσχετα αν οι επιλογές τους άλλα υποδηλώνουν.

Με την υπόθεση Ζαχόπουλου και την διαχείριση της από πλευράς των media πολλοί θεώρησαν ότι «πιάσαμε πάτο». Μια εφημερίδα δημοσίευσε φωτογραφίες πολύ προσωπικών στιγμών ενός ζευγαριού, βαφτίζοντας την πράξη της δείγμα «αποκαλυπτικής δημοσιογραφίας», ενώ οι τηλεοπτικοί σταθμοί ασχολήθηκαν ενάμισι μήνα αποκλειστικά με μια υπόθεση, η οποία τελικά αποδεικνύεται «φούσκα». Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο κατήφορος των ελληνικών ΜΜΕ –κυρίως της τηλεόρασης– θα συνεχιστεί. Με πρωταρχική ευθύνη όχι εκείνων που «παίζουν» με την κάμερα (αφού βρίσκουν και τα κάνουν), αλλά αυτών που επιτρέπουν να διαιωνίζεται η τηλεοπτική νοσηρότητα…

Δ. Τζ.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 09, 2008

Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος και οι υβριστές…

Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος πέρασε τα ξημερώματα της προπερασμένης Δευτέρας στην Ιστορία. Και αυτή είναι που θα τον κρίνει: Διότι τα περισσότερα από όσα λέγονται τώρα –είτε αυτά είναι θετικά είτε είναι αρνητικά– εμπεριέχουν το στοιχείο του συναισθηματισμού. Κι όπως γνωρίζουμε, ο συναισθηματισμός δεν είναι ο καλύτερος σύμβουλος, πόσο μάλλον όταν προσπαθείς να αποτιμήσεις των παρουσία ενός δημοσίου προσώπου.

Τα τελευταία δέκα χρόνια που βρέθηκε στο τιμόνι της Ελλαδικής Εκκλησίας, ο Χριστόδουλος, δημιούργησε συμπάθειες, αντιπάθειες, έριδες, βρέθηκε στη δίνη οικονομικο-δικαστικών σκανδάλων, αλλά κυρίως δεν έμεινε αδρανής. Είχε γνώμη και την έλεγε. Πολλές φορές οι απόψεις του ενοχλούσαν, ενώ σε μερικές περιπτώσεις μάλλον ξεπέρναγε τα όρια του ρόλου του, ως θρησκευτικός ηγέτης. Σίγουρα όμως δεν πέρναγε απαρατήρητος. Ό, τι έκανε ή έλεγε σήκωνε συζητήσεις…

Αυτό που μου προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση, είναι η συζήτηση που έχει αναπτυχθεί μετά το θάνατο του Αρχιεπισκόπου και ομολογώ ότι δε μπορώ να την παρακολουθήσω. Με εντυπωσιάζει ο έκδηλος ενθουσιασμός κάποιων –οι οποίοι μάλλον δεν έχουν και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα της εκκλησίας– για το τέλος του Χριστόδουλου –πως μπορείς να χαίρεσαι όταν φεύγει κάποιος; Αυτός ο ενθουσιασμός, όμως, δεν κρύβεται και εξωτερικεύεται με φοβερής έμπνευσης συνθήματα (μέχρι και ευχαριστίες στον «καρκίνο»…), τα οποία μόνο αηδία προκαλούν…

Δεν ισχυρίζομαι ότι ο Χριστόδουλος ήταν ο τέλειος Αρχιεπίσκοπος. Εξάλλου δεν είμαστε όλοι θρήσκοι και –ως εκ τούτου– δεν προσεγγίζουμε όλοι το θέμα με τα ίδια κριτήρια. Ωστόσο, θεωρώ πως είναι τελείως διαφορετικό το να διαφωνείς με τα πεπραγμένα κάποιου, με το να χυδαιολογείς πάνω από έναν νεκρό. Οι αρχαίοι Έλληνες, που τόσο μας αρέσει να λέμε ότι είμαστε άξιοι συνεχιστές τους, θα το χαρακτήριζαν ύβρη...

Δ. Τζ.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 04, 2008

Ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο;

Μετά από πολύ συζήτηση και έπειτα από πρόταση του Δημοτικού Συμβουλίου της Αθήνας, αποφασίστηκε η πιλοτική επέκταση του ωραρίου λειτουργίας του μετρό, για δύο περίπου ώρες, κάθε Παρασκευή και Σάββατο. Μέσα από αυτή τη διαδικασία και με βάση τις μετρήσεις που θα κάνει η «Αττικό Μετρό Α.Ε.», θα αποφασιστεί αν το μέτρο είναι βιώσιμο και –ως εκ τούτου– αν θα πάρει μόνιμη μορφή. Η επέκταση του ωραρίου θα ίσχυε από την περασμένη Παρασκευή. Μόνο που όλοι μας –επιβατικό κοινό, Πολιτεία– λογαριάζαμε χωρίς τους συλλόγους εργαζομένων (δηλαδή συνδικαλιστές) του μετρό.

Οι τελευταίοι, επικαλούμενοι λόγους συντήρησης του δικτύου, θέματα ασφαλείας, αλλά κυρίως λόγους βιωσιμότητας του μέτρου, αποφάσισαν να μην το εφαρμόσουν! Στις πρώτες δύο ενστάσεις τους πιθανώς να έχουν τις γνώσεις και άρα τη δικαιοδοσία να εκφράσουν μια κάπως τεκμηριωμένη γνώμη. Ωστόσο, κάθε σώφρων πολίτης αναρωτιέται πως οι υπάλληλοι του μετρό στη συντήρηση, στην καθαριότητα κοκ. μπορούν να κάνουν προβλέψεις για την «οικονομική βιωσιμότητα» της επέκτασης ωραρίου! Από πού πηγάζει η πρόβλεψη τους ότι η εταιρεία θα αντιμετωπίσει οικονομικές δυσκολίες, στην περίπτωση που εφαρμοστεί η επέκταση του ωραρίου λειτουργίας;

Όμως δεν είναι αυτό το θέμα. Το πρόβλημα εντοπίζεται αλλού: Στην Ελλάδα τα τελευταία είκοσι χρόνια φαίνεται πως δεν κυβερνούν οι εκλεγμένες από το λαό κυβερνήσεις, αλλά οι συνδικαλιστές! Αυτοί είναι που –ανάλογα με τις συντεχνιακές διεκδικήσεις τους– ορίζουν την πολιτική ατζέντα. Καταστρατηγώντας κάθε έννοια του κράτους δικαίου, απειλούν ότι θα κλείσουν τα αεροδρόμια αν μπει «λουκέτο» στην Ολυμπιακή, μια εταιρεία που κάθε μέρα που περνάει επιβαρύνει την τσέπη μας κατά 400.000 ευρώ. Κλείνουν τα πανεπιστήμια, αδιαφορώντας για το ότι η κίνηση αυτή είναι αντισυνταγματική. Αρνούνται να εφαρμόσουν την απόφαση του υπ. Μεταφορών για δοκιμαστική(!) επέκταση του ωραρίου λειτουργίας του μετρό, επειδή απλώς δε τους αρέσει.

Φυσικά, αυτή δεν είναι εικόνα σοβαρής Πολιτείας. Δεν μπορούμε να μιλάμε για λειτουργικό και αξιόπιστο κράτος, όταν το τελευταίο σέρνεται και πολλές φορές υποκύπτει στους συντεχνιακούς εκβιασμούς. Σε τελική ανάλυση, η δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση είναι αυτή που καλείται να πάρει τις αποφάσεις. Αν αυτές είναι σωστές ή όχι, θα το κρίνουν οι πολίτες με τη ψήφο τους στις εκλογές. Όλα τα υπόλοιπα περί «δίκαιων αιτημάτων» είναι για εσωτερική κατανάλωση. Ιδίως όταν κανείς δε μπαίνει στον κόπο να εξηγήσει γιατί τα αιτήματα αυτά είναι «δίκαια».

«Ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο;» αναρωτιόταν κάποτε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Αν και το ρητορικό αυτό ερώτημα έχει τεθεί πολλά χρόνια πριν, φαίνεται σήμερα πιο επίκαιρο από ποτέ…

Δ. Τζ.