Δευτέρα, Μαρτίου 30, 2009

Η βία στα γήπεδα και οι ανεύθυνοι / υπεύθυνοι

Δίχως υπερβολή τα τελευταία τουλάχιστον δέκα χρόνια, με την ανάληψη των καθηκόντων του ο εκάστοτε υφυπουργός Αθλητισμού φτιάχνει και έναν νόμο για την «πάταξη της βίας στα γήπεδα». Νόμος που είτε θα είναι λειψός, είτε θα εφαρμοστεί πλημμελώς, άρα δε θα αποδώσει τα αναμενόμενα. Και αν με τόση ευκολία ψηφίζουμε νόμους, θα περίμενε κανείς ότι οι αρμόδιοι φορείς θα έκαναν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να αποφευχθούν τα επεισόδια, δίνοντας βάση στην πρόληψη, στην οποία ο κάθε νόμος μόνο εν μέρει μπορεί να συνεισφέρει.

Ευσεβείς πόθοι! Για μια ακόμα φορά την περασμένη Κυριακή αποδείχθηκε ότι το πρόβλημα της βίας στα γήπεδα δεν έχει να κάνει (μόνο) με τους νόμους και (ή) την επιλεκτική εφαρμογή τους, αλλά κυρίως εστιάζεται στην έλλειψη βούλησης από την πλευρά των υπευθύνων, έτσι ώστε να αποφευχθούν τα επεισόδια όταν αυτό είναι εφικτό. Διότι στην προκειμένη περίπτωση τα πράγματα ήταν απλά: Στο κλειστό γυμναστήριο του ΟΑΚΑ αγωνιζόταν στις 16.30 η ομάδα βόλεϊ του Παναθηναϊκού, ενώ στις 20.00 στο Ολυμπιακό Στάδιο έπαιζε η ποδοσφαιρική ΑΕΚ. Μάλιστα η διοίκηση της ΠΑΕ ΑΕΚ με ανακοίνωση της προς όλους τους αρμόδιους φορείς στις 19/3 (δηλαδή τρεις μέρες πριν τη διεξαγωγή των αγώνων) έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου: «Η εκδήλωση επεισοδίων, παρά τις όποιες προσπάθειές μας, διαφαίνεται αναπόφευκτη, λόγω της παράλληλης και σχεδόν ταυτόχρονης με τον ποδοσφαιρικό αγώνα διεξαγωγής των αγώνων του FINAL– 4 του Κυπέλλου Συνομοσπονδίας Βόλεϊ.

»Η αποχώρηση των θεατών του βόλεϊ και η παράλληλη προσέλευση των φιλάθλων μας για τον αγώνα ποδοσφαίρου με τον Λεβαδειακό, συμπίπτει χρονικά και θα οξύνει την ένταση, κυρίως στον ευρύτερο περιβάλλοντα χώρο του Ολυμπιακού Σταδίου, στους χώρους στάθμευσης, στα μέσα μαζικής μεταφοράς που εξυπηρετούν το Ολυμπιακό Στάδιο, κλπ. Παρακαλούμε όπως ληφθούν υπ’ όψιν σας οι ανωτέρω επισημάνσεις μας και όπως ενεργήσετε ανάλογα».

Οι επισημάνσεις της ΠΑΕ ΑΕΚ, καθώς και το αίτημα του υφυπουργού Αθλητισμού κ. Γιάννη Ιωαννίδη για αλλαγή ημέρας διεξαγωγής του ποδοσφαιρικού αγώνα δεν συγκίνησαν τους επικεφαλείς της διοργανώτριας αρχής Superleague, οι οποίοι κρύφτηκαν πίσω από «λόγους αρχής και δεσμευτικές αποφάσεις του Δ.Σ. της Σούπερ Λίγκα» που δεν επέτρεπαν «κάποια μεμονωμένη αλλαγή στο αγωνιστικό πρόγραμμα».

Το χειρότερο είναι ότι για μια ακόμη φορά τα τελευταία χρόνια δυσάρεστα γεγονότα που ήταν εφικτό να μην συμβούν συνέβησαν μόνο και μόνο λόγω ανεπαρκούς συντονισμού και έλλειψης βούλησης των αρμοδίων παραγόντων.

Το ζήτημα τίθεται στις σωστές του διαστάσεις στην παρακάτω ανακοίνωση: «Παρότι κατά τη φετινή αγωνιστική περίοδο έχουμε συχνά γίνει μάρτυρες επεισοδίων, τα οποία θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί με σωστότερο σχεδιασμό, καθώς σε αρκετές περιπτώσεις τα επεισόδια έχουν ουσιαστικά προαναγγελθεί, θεωρούμε απαραίτητο, για μία ακόμη φορά, να τονίσουμε την αναγκαιότητα για καλύτερη συνεργασία όλων των εμπλεκομένων φορέων, ιδίως όσων έχουν την ευθύνη διαχείρισης αθλητικών εκδηλώσεων. Η πρόληψη και η σωστή και έγκαιρη συνεργασία αποτελούν μονόδρομο στην ανεύρεση λύσεων που θα διασφαλίσουν την ομαλή διεξαγωγή όλων των αθλητικών αναμετρήσεων».

Λεπτομέρεια: Μαντέψτε ποιοι είναι εκείνοι που μιλάνε για «σωστότερο σχεδιασμό», «καλύτερη συνεργασία» των εμπλεκόμενων φορέων, «πρόληψη» κοκ; Όσο περίεργο και αν ακούγεται πρόκειται για ανακοίνωση της διοργανώτριας αρχής του πρωταθλήματος! Εκείνοι που ένιπταν τα χείρας τους την ώρα των αποφάσεων, τώρα επιμερίζουν ευθύνες δίχως ίχνος αυτοκριτικής, ηθικολογούν και αρκούνται σε ευχολόγια. Με τέτοια νοοτροπία είναι σίγουρο ότι θα ξαναζήσουμε γεγονότα σαν αυτά της περασμένης Κυριακής. Και αυτό γιατί ο στρουθοκαμηλισμός και η αποποίηση των ευθυνών ήταν πάντοτε η εύκολη λύση, με βραχυπρόθεσμα όμως αποτελέσματα…

Δ. Τζ.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Θάρρος» στις 28.03.2009

Κυριακή, Μαρτίου 08, 2009

Ο παραλογισμός των «εξτρεμιστών»

Μέσα στην αναμπουμπούλα του περασμένου Δεκεμβρίου ενδεχομένως υπήρξαν και κάποια θετικά στοιχεία: στη συντριπτική τους πλειονότητα, οι μαθητές που κατέβηκαν στους δρόμους, αν και δεν είχαν συγκεκριμένα αιτήματα, πάντως ούτε έσπαγαν, ούτε έκαιγαν. Διαμαρτύρονταν πολιτισμένα. Δυστυχώς, όμως, στους δρόμους της Αθήνας εκείνο το διάστημα οι «μπαχαλάκηδες» βρήκαν την αφορμή που επιζητούσαν, την «νομιμοποιητική» βάση για να εξωτερικεύσουν την «οργή» τους προκαλώντας χάος και αναρχία.

Στα γεγονότα του περασμένου Δεκεμβρίου πρέπει να αναζητηθούν και οι ρίζες των «Συμμοριών Συνείδησης» καθώς και των «Εξτρεμιστών Περάματος», των δύο οργανώσεων που ανέλαβαν την ευθύνη (και) για την πυρπόληση συρμών του ηλεκτρικού, την περασμένη Τρίτη στον σταθμό της Κηφισιάς. Με μια ανακοίνωση περίπου 800(!) λέξεων οι δύο οργανώσεις μας νουθετούν ηθικολογώντας ακατάπαυστα και κοκορευόμενες ότι αποτελούν απειλή για ολόκληρη την κοινωνία! «Όλα αυτά τα ωραία μας κάνουν να ζούμε» λένε αναφερόμενοι στις «δράσεις» τους πριν (μας) απειλήσουν ευθέως ότι «η ασφάλεια στις μεταφορές πλέον θα είναι αμφίβολη». Φυσικά δεν αρμενίζουν στραβά, αλλά ο γιαλός είναι στραβός: «Δεν είχαμε κανέναν ενδοιασμό να σαμποτάρουμε την διαδρομή όσων συμφιλιώνονται με την αποστειρωμένη μετακίνηση από και προς τις δουλειές τους, από και προς τα σπίτια τους, από και προς την διασκέδασή τους» σημειώνουν.

Δε θα υπήρχε λόγος να ανησυχούμε, αν επρόκειτο για πέντε – δέκα τρελούς. Όμως, τον τελευταίο καιρό οι τρομοκρατικές επιθέσεις σε δημόσια κτίρια, αστυνομικά τμήματα (εσχάτως και σε μέσα μεταφοράς, ακόμα και σε βιβλιοπωλείο την περασμένη Πέμπτη!) αυξάνονται και πληθύνονται. Επιθέσεις δίχως λογική, από ανθρώπους που έχουν μπολιαστεί με μίσος για την «άδικη κοινωνία», την «βία της εξουσίας» και άλλα συναφή. Με άλλα λόγια αυτό που παρατηρείται το τελευταίο διάστημα είναι μια γενικευμένη ανομία, η οποία θέτει σε κίνδυνο τη δημόσια ασφάλεια, χωρίς κανείς να αναλαμβάνει τις ευθύνες των πράξεων του. Διότι η ανώνυμη επιστολή στην χ εφημερίδα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί στα σοβαρά ανάληψη ευθύνης.

«Η ασέβεια προωθεί την ελευθερία» έγραψε κάποτε ο Μαρκ Τουέϊν, αλλά αν ζούσε σήμερα είναι βέβαιο ότι θα καταδίκαζε τα συγκεκριμένα περιστατικά. Η «ασέβεια» του Τουέϊν βρίσκεται μετά βεβαιότητος εγγύτερα στην πολιτική ανυπακοή του Τζον Ρολς παρά στη φθορά δημόσιας περιουσίας μετά αποκριάτικων μασκών. Πράγματι, ο μεγάλος φιλόσοφος του Δικαίου σημείωνε ότι όταν κάποιοι πολίτες νιώθουν ότι ο νόμος προσβάλλει τα δικαιώματά τους, οφείλουν να τον παραβούν. Μόνο που αυτό πρέπει να γίνει υπό τρεις προϋποθέσεις: «1ον η παραβίαση του νόμου να μην εμπεριέχει βία, 2ον να γίνεται δημόσια (δηλαδή και χωρίς κουκούλες), 3ον οι παραβάτες να πληρώνουν το τίμημα της παράβασης. Το τελευταίο είναι κρίσιμο. Πρώτον, πιστοποιεί ότι οι παραβάτες δεν εξυπηρετούν ίδιον όφελος παραβαίνοντας το νόμο και δεύτερον μεγιστοποιείται το αποτέλεσμα της πολιτικής ανυπακοής. Είτε επικοινωνιακά είτε διά της νομολογίας που εκδίδει κάποιο δικαστήριο» (Πάσχος Μανδραβέλης, «Η Καθημερινή» 21.12.2008). Εν προκειμένω η παράβαση του νόμου 1ον είναι βίαιη, αφού ασκήθηκε ψυχολογική και σωματική βία σε υπαλλήλους των ΗΣΑΠ, 2ον έγινε με κουκούλες (έστω αποκριάτικες μάσκες, για να είμαστε και στο κλίμα των ημερών) και 3ον οι παραβάτες δεν είχαν καμιά διάθεση να «πληρώσουν το τίμημα της παράβασης». Άρα δεν πρόκειται για πολιτική ανυπακοή, αλλά για εγκληματική βία.

Το πιθανότερο είναι ότι αυτού του είδους η βία θα έχει βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα και μικρό έως μηδαμινό αντίκτυπο στη ζωή μας: δε θα σταματήσουμε να μετακινούμαστε με τα μέσα μαζικής μεταφοράς, θα συνεχίζουμε να ψωνίζουμε από βιβλιοπωλεία και θα πηγαίνουμε στα αστυνομικά τμήματα για να διεκπεραιώσουμε υποθέσεις μας. Ωστόσο, η λογική που κρύβεται πίσω από πράξεις σαν και αυτές είναι δυνάμει επικίνδυνη, όσο βρίσκει ανθρώπους που επιδιώκουν (κατά δήλωση τους) με «θράσος, τρέλα και μίσος» την πραγμάτωση «λυσσασμένου αντάρτικου πόλης». Είναι δε βέβαιο ότι η Κωνσταντίνα Κούνεβα, στην οποία γίνεται αναφορά στην ανακοίνωση των δύο οργανώσεων, δε θα την ενέκρινε: είναι η βία που ασκήθηκε στην ίδια, από την ανάποδη, με την ίδια αφετηρία: τον παραλογισμό.

Δ. Τζ.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 22, 2009

Μην πυροβολείτε το μεσολαβητή…

Την προηγούμενη Τετάρτη (μετά από αναβολή ενός χρόνου) θα ξεκινούσε η εκδίκαση της υπόθεσης Τσιπρόπουλου – Λιακόπουλου (σ.σ. πήρε νέα αναβολή για τον Μάιο του 2010), μια από τις πρώτες υποθέσεις που σχετίζονται με τα blogs στην Ελλάδα.

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή: ο κ. Αντώνης Τσιπρόπουλος διατηρούσε έναν aggregator (blogme.gr), ουσιαστικά έναν ηλεκτρονικό κατάλογο αυτόματης αναδημοσίευσης κειμένων από blogs. Ένα από τα κείμενα που (ανα)δημοσιεύτηκε στο συγκεκριμένο site έθιξε τον γνωστό τηλεβιβλιοπώλη κ. Δημοσθένη Λιακόπουλο, ο οποίος και προχώρησε σε μήνυση κατά αγνώστου. Δεδομένου ότι ο ιδιοκτήτης του ιστολογίου ήταν ανώνυμος και λαμβάνοντας υπόψη ότι η άρση του τηλεπικοινωνιακού απορρήτου στο διαδίκτυο επιτρέπεται μόνο για λόγους εθνικής ασφάλειας και για «διακρίβωση εγκλημάτων» (ποινικών αδικημάτων) και όχι για δυσφήμιση (Ν.2225/1994), ήταν νομικά (και πρακτικά) αδύνατο να βρεθεί ο συγγραφέας του κειμένου και έτσι την πλήρωσε ο διαχειριστής του blogme.gr

Γράφαμε παλαιότερα για το θέμα των μηνύσεων εναντίον μπλόγκερς ότι «ενώ δεν μπορεί να απαγορευτεί η ανωνυμία στο διαδίκτυο, ωστόσο εγείρονται ζητήματα όταν κάποιος (θεωρεί ότι) συκοφαντείται από κάποιο ανώνυμο κείμενο.

Το ότι η φύση του διαδικτύου ευνοεί την ανωνυμία, δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος έτσι ώστε όταν θέλει κάποιος να καταθέσει μήνυση κατά ανώνυμου σχολιαστή να μπορεί να το κάνει. Αυτό θα μπορούσε να γίνεται με άρση της ανωνυμίας, σε περίπτωση που έχει κατατεθεί μήνυση εναντίον κάποιου αρθρογράφου.

Αν λοιπόν κάποιος εκμεταλλεύεται την ανωνυμία που προσφέρει το διαδίκτυο για να διαδίδει σαχλαμάρες, τότε –εφόσον στοιχειοθετείται αξιόποινη πράξη– πρέπει να δώσει απαντήσεις στη Δικαιοσύνη».

Μόνο που στην προκειμένη περίπτωση δεν μιλάμε για μπλόγκερ, δεν πρόκειται δηλαδή για φορέα της πληροφορίας αλλά για μεσολαβητή. Για να αναλογιστείτε τον παραλογισμό φανταστείτε λ.χ. να θίγεται κάποιος από ένα δημοσίευμα και να διώκεται όχι η εφημερίδα, αλλά ο εφημεριδοπώλης ή ο περιπτεράς! Χειρότερα: δεν ανέβασε ο κ. Τσιπρόπουλος το link για το συγκεκριμένο κείμενο, αλλά η διαδικασία είναι αυτοματοποιημένη.

Ενδεχομένως το πιο δυσάρεστο στοιχείο στην όλη υπόθεση είναι ότι μια ενδεχόμενη καταδίκη του κ. Τσιπρόπουλου θα δημιουργούσε όχι μόνο σύγχυση αλλά και δικαστικό προηγούμενο. «Αν καταδικαστεί ο Αντώνης Τσιπρόπουλος», γράφει ο Παναγιώτης Βρυώνης στο http://vrypan.net/weblog, «αυτό θα σημαίνει ότι οποιοσδήποτε διατηρεί μία υπηρεσία που μεταφέρει ή αναδημοσιεύει υλικό θα έχει όχι μόνο το δικαίωμα, αλλά και την υποχρέωση να λογοκρίνει το υλικό αυτό.

(…) Μία καταδίκη του blogme.gr θα σημαίνει ότι οποιοσδήποτε έχει μία υπηρεσία ή προσφέρει το μέσο μέσα από το οποίο αναδημοσιεύεται υλικό έχει ευθύνη για αυτό. Να θυμίσω εδώ ότι τεχνικά, οποιαδήποτε μεταφορά δεδομένων μέσω υπολογιστή και internet σημαίνει αντιγραφή και σε ένα βαθμό αναδημοσίευση, κάτι που περιπλέκει ακόμη περισσότερο το θέμα».

Κανείς δεν γνωρίζει αν ο κ. Τσιπρόπουλος θα καταδικαστεί. Αυτονόητο, όμως, είναι ότι μια καταδικαστική απόφαση θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου. Αν την πληρώσει ένας δύσμοιρος μεσολαβητής της πληροφορίας, τότε θα μπούμε σε έναν φαύλο κύκλο παράλογης ποινικοποίησης του διαδικτύου, ενώ θα υπάρχει δικαστικό προηγούμενο και μάλιστα όχι για συγγραφή κειμένων αλλά για απλή αναδημοσίευση! Ο οποιοσδήποτε θα σκέφτεται πολλάκις για το αν θα γράψει κάτι ή όχι, ακόμα και αν μπορεί να το υποστηρίξει. Σε κάθε περίπτωση θα μιλάμε για έμμεσο πλήγμα στην ελευθερία της έκφρασης…

Δ. Τζ.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Θάρρος» στις 22.02.2009

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 16, 2009

Εφημερίδες σε κρίση

«Όταν διαβάζεις μια καλή εφημερίδα είναι σαν να ακούς ένα έθνος να μιλάει στον εαυτό του» είχε πει κάποτε ο διάσημος Αμερικανός συγγραφέας Άρθουρ Μίλερ. Σήμερα, οι πωλήσεις των εφημερίδων είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις διαφόρων ειδών «προσφορές» –οι οποίες συνήθως δεν έχουν καμία σχέση με το πρωτογενές προϊόν– και όχι με την ερευνητική δημοσιογραφία παλαιότερων δεκαετιών, ενώ οι πολίτες δεν τις θεωρούν και τόσο αξιόπιστες. Η γενικότερη εντύπωση είναι ότι οι περίοδοι ακμής του Τύπου έχουν περάσει (ανεπιστρεπτί;).

Θα εξετάζαμε το θέμα επιφανειακά αν στεκόμασταν μόνο στο ύφος και το στυλ ενός δύο κουτσομπολίστικων φύλλων ή π.χ. στις ερωτικές φωτογραφίες του κ. Ζαχόπουλου στις οποίες βασίστηκε το πρωτοσέλιδο κυριακάτικης εφημερίδας. «Κίτρινος» τύπος με «ροζ» αποχρώσεις πάντα υπήρχε και πάντα θα υπάρχει αφού υπάρχει και το αντίστοιχο κοινό. Το θέμα είναι πως η γενικότερη αίσθηση είναι ότι οι εφημερίδες δεν βρίσκονται και στα καλύτερά τους. Αυτό πιστοποιεί και έρευνα του βρετανικού ιδρύματος «Media Standards». Σύμφωνα με αυτήν μόνο το 7% των πολιτών στη Βρετανία εκτιμάει ότι οι εφημερίδες διαθέτουν υπευθυνότητα, ενώ το 75% θεωρεί ότι συχνά δημοσιεύουν ειδήσεις που γνωρίζουν ότι είναι ανακριβείς. Η κρίση εμπιστοσύνης στον Τύπο αγγίζει ακόμα και τα «έγκυρα» φύλλα. Έρευνα που διενεργήθηκε το 2003 διαπίστωσε ότι το 65% των πολιτών εμπιστεύεται τους δημοσιογράφους των «σοβαρών» εφημερίδων, όπως οι «Times» και ο «Guardian», ενώ σε δημοσκόπηση του 2008 το ποσοστό αυτό μειώθηκε στο 43%.

Για ποιους λόγους, όμως, οι πολίτες γυρνούν την πλάτη (και) στις εφημερίδες; Οι βασικοί λόγοι είναι τρεις: Εν αρχή –σύμφωνα και με την έρευνα– είναι η αίσθηση ότι οι δημοσιογράφοι (και των εφημερίδων) διαπλέκονται, άρα παρουσιάζουν μια εικόνα που δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα. Έχουν χάσει, δηλαδή, σε σημαντικό βαθμό την αξιοπιστία τους, στοιχείο που τους διαχώριζε από τους συναδέλφους τους της τηλεόρασης. Αυτή η εικόνα ενισχύεται αφού πολύς κόσμος αντιμετωπίζει πλέον τις εφημερίδες ως σακούλες με dvd και άλλα «δωράκια» και όχι ως Μέσα Ενημέρωσης. Έπειτα, οι νεότερες γενιές στρέφονται όλο και περισσότερο στο διαδίκτυο για την ενημέρωση τους. Τα blogs σιγά αλλά σταθερά αντικαθιστούν τις σελίδες γνώμης των εφημερίδων (πολλοί αρθρογράφοι μάλιστα αναδημοσιεύουν τα κείμενα τους στα προσωπικά τους ιστολόγια), ενώ άπειρα ειδησεογραφικά sites καλύπτουν τα γεγονότα σχεδόν τη στιγμή που συμβαίνουν.

Παρά την απαισιόδοξη για το μέλλον των εφημερίδων εικόνα, θα ήταν σφάλμα να θεωρήσουμε ότι έρχεται το τέλος τους. Σκεφτείτε μόνο πόσες φορές έχει προαναγγελθεί το… μοιραίο και πόσες φορές η εξέλιξη αυτή έχει εκ των πραγμάτων διαψευσθεί. Το μέλλον (και) της ενημέρωσης πιθανότατα ανήκει σε μεγάλο βαθμό στο διαδίκτυο, ωστόσο οι εφημερίδες εφόσον διαχειριστούν σωστά την κατάσταση έχουν τη δυνατότητα να διατηρήσουν ή και να αυξήσουν το κοινό τους. Αρκεί να δουν το διαδίκτυο ως πεδίο δράσης και όχι αποκλειστικά ως ανταγωνιστικό περιβάλλον, κάτι που σε ένα βαθμό συμβαίνει ήδη αφού οι εφημερίδες επενδύουν στις ηλεκτρονικές τους εκδόσεις και μάλιστα με ιδιαίτερη επιτυχία. Και βεβαίως με την προϋπόθεση ότι θα κερδίσουν τη χαμένη αξιοπιστία τους.

Εξάλλου, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι –ακόμα και αν κάποιοι τις θεωρούν παλαιομοδίτικες και ξεπερασμένες– οι εφημερίδες έχουν δύο συγκριτικά πλεονεκτήματα σε σύγκριση με τους «ανταγωνιστές» τους: αφενός μας δίνουν πιο ψύχραιμη απεικόνιση της πραγματικότητας σε σχέση με την τηλεόραση και αφετέρου είναι κατά κανόνα πιο έγκυρες από το διαδίκτυο. Ενδεχομένως εξαιτίας αυτών των στοιχείων να επιβιώσουν για μια ακόμη φορά…

Δ. Τζ.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Θάρρος» στις 15.02.2009

Κυριακή, Φεβρουαρίου 08, 2009

Το Facebook, οι «φιλίες» και η πραγματικότητα

Το πιθανότερο είναι ότι όταν –τον Φεβρουάριο του 2004– ο τότε φοιτητής του «Harvard» Μάρκ Ζούκερμπεργκ έβαζε το θεμέλιο λίθο του Facebook δεν φανταζόταν τι θα επακολουθούσε. Αρχικά, η γνωστή σελίδα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούσε μια μορφή (διαδικτυακής) επικοινωνίας μεταξύ των μελών του φημισμένου πανεπιστημίου. Σήμερα αριθμεί περίπου 150.000.000 μέλη απ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη.

Ο τρόπος λειτουργίας του Facebook είναι λίγο πολύ γνωστός: Ο χρήστης της υπηρεσίας έχει τη δυνατότητα να φτιάξει το προφίλ του, «ανεβάζοντας» προσωπικές πληροφορίες καθώς και φωτογραφίες και από εκεί και πέρα αρχίζει η αναζήτηση φίλων και γνωστών, οι διαδικτυακές συζητήσεις και η εγγραφή σε θεματικά γκρουπ.

Οι Έλληνες χρήστες του διαδικτύου (και όχι μόνο αυτοί) είναι κατά μιαν έννοια εθισμένοι με το Facebook. Τα στοιχεία έρευνας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών για το προφίλ των Ελλήνων χρηστών του κοινωνικού δικτύου είναι αποκαλυπτικά: Το 85% όσων διατηρούν προφίλ στη συγκεκριμένη ιστοσελίδα (υπολογίζονται σε 1.000.000), την επισκέπτονται σε καθημερινή βάση. Μάλιστα ένας στους δύο (50%) αφιερώνει πάνω από 15 – 30 λεπτά σε κάθε επίσκεψή του. Ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι το ότι το 42% των χρηστών θεωρεί το Facebook απαραίτητο ή πολύ απαραίτητο.

Για ποιους λόγους, όμως, χρησιμοποιούμε την συγκεκριμένη πλατφόρμα; Κυρίως για να βρούμε παλιούς φίλους, αλλά και για να μαθαίνουμε νέα φίλων και γνωστών (η λεγόμενη κοινωνική κριτική ή επί το λαϊκότερο κουτσομπολιό).

Ενδεχομένως όλο αυτό να μοιάζει παιδαριώδες και αφελές στους μεγαλύτερους, αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι. Η διείσδυση του Facebook σε τόσο πλατιά στρώματα της κοινωνίας δείχνει την ανάγκη μιας γενιάς για επικοινωνία (έστω εξ αποστάσεως) και επαναπροσέγγιση. Αποτελεί μια αφορμή για συζητήσεις, χαβαλέ και μια ευκαιρία για φευγαλέες ματιές σε προσωπικές στιγμές. Μόνο που εδώ δεν κρυφοκοιτάζουμε από την κλειδαρότρυπα, αφού ο «φίλος» μας ανοίγει από μόνος του την κουρτίνα της προσωπικής του ζωής.

Όμως κατά πόσον οι «φιλίες» που αναπτύσσονται στο Facebook είναι αληθινές; Η αμερικάνικη εταιρία Burger King σε συνεργασία με μια διαφημιστική εταιρία έκανε ένα πρωτότυπο πείραμα: όποιος χρήστης του Facebook διέγραφε δέκα «φίλους» του κέρδιζε ένα χάμπουργκερ. Δεν εξέπληξε κανέναν ότι για ένα χάμπουργκερ χάλασαν παραπάνω από 230.000 ιντερνετικές «φιλίες». Κι αν η εταιρία είχε ως απώτερο σκοπό να διαφημιστεί, κάπως έτσι αποδείχθηκε (σύμφωνα με τον Μπράιαν Γκις, αντιπρόεδρο του τμήματος Μάρκετινγκ της διαφημιστικής εταιρίας) ότι στο Facebook «σημασία δεν έχει η ποιότητα αλλά η ποσότητα των φίλων».

Στο ερώτημα αν πρέπει να ανησυχούμε για την ολοένα και αυξανόμενη διείσδυση του Facebook η απάντηση είναι όχι. Το Facebook δεν ήρθε για να υποκαταστήσει την πραγματική επαφή. Το αντίθετο: πρόκειται για ένα παράλληλο διαδικτυακό (συχνά παραπλανητικό) σύμπαν, όπου κάνουμε «φιλίες» ακόμα και με αγνώστους μόνο και μόνο για να δείχνουμε δημοφιλείς. Μας διασκεδάζει και γεμίζει ευχάριστα τον ελεύθερο χρόνο μας, αλλά ως εκεί. Η (αληθινή) ζωή είναι αλλού…

Δ. Τζ.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Θάρρος» στις 08.02.2009

Κυριακή, Ιανουαρίου 18, 2009

«Συντονίζοντας» τους μαθητές

Μέσα στις καταλήψεις, τις διαδηλώσεις, τα επεισόδια και το γενικότερο χαμό του περασμένου Δεκεμβρίου γεννήθηκε το «Συντονιστικό Σχολείων Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος». Ένα όργανο που κύρια μέριμνα του είναι να συντονίζει τους (προσκείμενους σε αυτό) μαθητές για τις επόμενες ενέργειές τους (συλλαλητήρια, καταλήψεις κοκ.).

Το ΚΚΕ αντέδρασε έντονα στη δημιουργία του «Συντονιστικού»: «Είναι εντοπισμένη τα τελευταία χρόνια η προσπάθεια των δυνάμεων του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ και διαφόρων άλλων “γκρουπ” να παρέμβουν στο μαθητικό κίνημα. Κι επειδή δεν τα καταφέρνουν να πείσουν και να κερδίσουν τους μαθητές με την πολιτική τους, προσπαθούν έξω από τα σχολεία, έξω από το κίνημα (σ.σ. εννοεί το προϋπάρχον «Συντονιστικό Αγώνα Σχολείων Αθήνας» – ΣΑΣΑ), να φτιάξουν υποτιθέμενες μαθητικές δομές, με μοναδικό τους μέλημα να συκοφαντήσουν και να χτυπήσουν την υπάρχουσα οργάνωση και το συντονισμό του μαθητικού κινήματος» («Ριζοσπάστης» 16.01.2009).

Λεπτομέρεια; Το ΣΑΣΑ, δηλαδή το «Συντονιστικό» που προϋπήρχε των γεγονότων του Δεκεμβρίου, πρόσκειται στο ΚΚΕ. Έτσι εξηγείται και η αντίδραση του κόμματος. Το ΚΚΕ θεωρούσε πως είχε (και πράγματι είχε μέχρι τώρα) την δυνατότητα να «επηρεάζει» κατ’ αποκλειστικότητα τους μαθητές. Όμως, η είσοδος του ΣΥΡΙΖΑ στα σχολεία σπάει αυτό το «μονοπώλιο».

Το πρόβλημα δεν είναι ούτε το «Συντονιστικό του ΣΥΡΙΖΑ», ούτε το «Συντονιστικό του ΚΚΕ». Το πρόβλημα είναι η επιχειρούμενη κομματικοποίηση (και) των σχολείων, η ολοφάνερη (σε σημείο κυνισμού) προσπάθεια ποδηγέτησης των μαθητών. Δε μας έφταναν οι φοιτητοπατέρες και οι συνδικαλιστικές (βλ. κομματικές) οργανώσεις στα πανεπιστήμια και τα όσα προβλήματα έχουν αυτές δημιουργήσει (σίγουρα περισσότερα απ’ όσα έχουν λύσει). Τώρα θέλουμε να εισάγουμε αυτόν τον αποτυχημένο «θεσμό» και στα σχολεία!

Πρωτοβουλίες σαν κι αυτές θα ήταν πράγματι πολύ χρήσιμες και ενδιαφέρουσες αν οδηγούσαν σε έναν διάλογο στους κόλπους της μαθητικής κοινότητας για το τι είδους Παιδεία θέλουμε. Αν τα αιτήματα τους είχαν έστω κάποια φαντασία. Θα ήταν επίσης προς τη σωστή κατεύθυνση αν είχαν ως αποτέλεσμα την πολιτικοποίηση των μαθητών. Μόνο που δε συνέβη τίποτα απ’ όλα αυτά. Ο διάλογος δεν έγινε ποτέ. Μερικά από τα αιτήματα; Άμεσος αφοπλισμός της αστυνομίας, εκδημοκρατισμός(;) του στρατού και της αστυνομίας, κατάργηση των ΚΕΣ και των Κολεγίων, όχι στην κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, άμεση απελευθέρωση των συλληφθέντων του Δεκέμβρη, να πέσει η κυβέρνηση των δολοφόνων. Περιττεύει να αναφέρουμε ότι δεν είδαμε καμία προσπάθεια πολιτικοποίησης των μαθητών, παρά μόνο προσπάθεια ένταξής τους στο «κόμμα».

Για να είμαστε δίκαιοι, οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι κύριοι υπεύθυνοι για τις συγκεκριμένες πρακτικές δεν είναι οι μαθητές αλλά όσοι επιχείρησαν να κερδίσουν μερικές χιλιάδες μελλοντικές ψήφους από τα γεγονότα του Δεκεμβρίου και το θάνατο του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Αυτοί που προσπάθησαν να εντάξουν τους μαθητές στους μικροκομματικούς τους υπολογισμούς. Ξαναρίξτε μια ματιά στα αιτήματα των μαθητών. Είναι δυνατόν να μιλούν 15χρονοι και 16χρονοι μια τόσο ξύλινη, παλαιοκομματική γλώσσα; Ούτως ή άλλως, αυτά τα αιτήματα –πέρα από την έλλειψη πρωτοτυπίας– κάτι μας θυμίζουν…

Δ. Τζ.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Θάρρος» στις 18.01.2009

Δευτέρα, Ιανουαρίου 12, 2009

Μετά τον ανασχηματισμό

Έγινε, λοιπόν, ο πολυθρύλητος ανασχηματισμός. Η αλήθεια είναι ότι με όσα είχαν ακουστεί γύρω από αυτόν κινδύνευε να «καεί», να χάσει την όποια επικοινωνιακή του αξία. Αυτό όμως δε ήταν απαραίτητα κακό. Το γεγονός ότι δεν υπήρχε το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού, σημειώναμε πριν από λίγες μέρες, «μπορεί να λειτουργήσει τελικά υπέρ της κυβερνώσας παράταξης, η οποία σ’ αυτά τα πέντε χρόνια έχει αυτοεγκλωβιστεί πολιτικά, λειτουργώντας σε μεγάλο βαθμό με όρους επικοινωνίας».

Το σημαντικό σε αυτήν την συγκυρία ήταν να αντικατασταθούν τα πρόσωπα που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο δυσχέραιναν την παραγωγή του κυβερνητικού έργου: είτε με την ανικανότητά τους, είτε λόγω εμπλοκής τους σε σκανδαλώδεις υποθέσεις. Μόνο έτσι θα μπορούσε να επαναπροσεγγίσει η κυβέρνηση την –σε πολύ μεγάλο βαθμό– δυσαρεστημένη και απογοητευμένη κοινωνία. Γράφαμε: «Εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα, οι αλλαγές πρέπει να είναι σαρωτικές και να μην εξαντληθούν σε μια απλή ανακατανομή χαρτοφυλακίων. Ο κ. Καραμανλής οφείλει να δείξει την πόρτα της εξόδου στους εμπλεκόμενους στην υπόθεση Βατοπεδίου υπουργούς, αποδεικνύοντας εμπράκτως ότι έλαβε το μήνυμα της κοινωνίας. Πρέπει επίσης να αποπέμψει όσους υπουργούς αποδείχτηκαν ανεπαρκείς στο ρόλο που τους ανατέθηκε».

«Ο πρωθυπουργός (…) προσπάθησε με την επίσπευση της ανακοίνωσης του ανασχηματισμού να αποφορτίσει την ιδιαίτερα ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα και να αλλάξει το κλίμα» έγραψε εύστοχα ο Δημήτρης Γιατράκος («Θάρρος» 08.01.2009). Πράγματι ο ανασχηματισμός είχε τόσο επικοινωνιακή όσο και πρακτική χροιά: Επικοινωνιακή επειδή οι πολίτες ζητούσαν επιτακτικά –σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις– αλλαγές συγκεκριμένων προσώπων (όπερ και εγένετο). Πρακτική διότι αφενός μεν ορισμένοι υπουργοί αποδείχθηκαν εντελώς ανεπαρκείς και η περεταίρω παραμονή τους σε κυβερνητικό θώκο μόνο επιζήμια θα ήταν για την ΝΔ, αφετέρου δε η αναμονή του ανασχηματισμού είχε παραλύσει κάθε κυβερνητική δραστηριότητα.

Οι πολίτες σύμφωνα με τις πρώτες δημοσκοπήσεις δε βλέπουν αρνητικά τις αλλαγές στο κυβερνητικό σχήμα. Όμως η αύρα από έναν ανασχηματισμό, όπως πολλάκις έχει ειπωθεί, κρατάει 5 – 10 ημέρες. Σε περιόδους οικονομικής δυσπραγίας ίσως και λιγότερο. Το ζητούμενο, λοιπόν, πλέον είναι οι πολιτικές. Μόνο αυτές μπορούν να δώσουν στην κυβέρνηση βάσιμες ελπίδες ανάκαμψης. Μόνο αυτές μπορούν να αλλάξουν το κλίμα στην κοινωνία και να την βγάλουν από την εσωστρέφεια.

«Η πολιτική δεν είναι η τέχνη του εφικτού, είναι η επιλογή ανάμεσα στο καταστροφικό και το δυσάρεστο» είχε πει κάποτε ο Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ. Κόντρα στον αφορισμό του διάσημου Αμερικανού οικονομολόγου, ζητούνται πωτοβουλίες που δε θα είναι ούτε καταστροφικές, ούτε ιδιαιτέρως δυσάρεστες. αλλά ρεαλιστικές και εφαρμόσιμες, πολιτικές που θα μπορέσουν να ανακουφίσουν τους πολίτες.

Δ. Τζ.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Θάρρος» στις 11.01.2009

Κυριακή, Ιανουαρίου 04, 2009

Ο παραλογισμός του ΠΑΜΕ

Το είδαμε λοιπόν και αυτό! Μέλη του ΠΑΜΕ (συνδικαλιστική οργάνωση του ΚΚΕ) έφτασαν στο σημείο να κλείσουν τις εισόδους καταστημάτων στο κέντρο της πόλης, ακόμα και να προπηλακίσουν πολίτες που θέλησαν να κάνουν τα ψώνια τους! Αυτά συνέβησαν –μεταξύ άλλων– την περασμένη Κυριακή. Μια μέρα που υπό κανονικές συνθήκες τα εμπορικά καταστήματα θα ήταν κλειστά. Όμως, μετά από αίτημα αρκετών καταστηματαρχών και έχοντας υπόψη τη ζημιά που προκάλεσαν στην αγορά οι πορείες και (κυρίως) τα επεισόδια των προηγούμενων εβδομάδων, η Νομαρχία αποφάσισε να δώσει το «πράσινο φως» για να παραμείνουν ανοικτά κατ’ εξαίρεση.

Όπως φάνηκε αυτή η απόφαση δεν άρεσε σε κάποιους. Θεμιτό. Ωστόσο από το να διαφωνείς με μια απόφαση της Πολιτείας μέχρι να φτάνεις στο σημείο που είδαμε από τηλεοράσεως υπάρχει τεράστια διαφορά. Η εικόνα ήταν αστεία μέσα στην τραγικότητά της: Οι συνδικαλιστές χτυπούσαν όσους ήθελαν να ψωνίσουν, έδιναν διορία στους καταστηματάρχες για να κατεβάσουν ρολά, και αν οι υπεύθυνοι των καταστημάτων δεν υπάκουαν, τότε εκείνοι απλώς έφραζαν την είσοδο.

Η παρεμπόδιση λειτουργίας των καταστημάτων είναι κίνηση εντελώς αντιδημοκρατική. Αυτό είναι το ένα θέμα. Διότι αν άκουσε κανείς τα επιχειρήματα των μελών του ΠΑΜΕ θα κατάλαβε και τον παραλογισμό, ο οποίος οδήγησε στις συγκεκριμένες ενέργειες. Ακούσαμε, λοιπόν, ότι «καταστρατηγείται η αργία της Κυριακής». Από πού, όμως, πηγάζει αυτό; Έθεσε κανείς θέμα να ανοίγουν τα καταστήματα Κυριακές; Παρά τα κροκοδείλια δάκρυα που χύθηκαν για τους υπάλληλους που δούλεψαν την περασμένη Κυριακή, όπως έγινε γνωστό το ημερομίσθιο τους για τη συγκεκριμένη ημέρα προσαυξήθηκε κατά 75%. Και συν τοις άλλοις θα έχουν μια επιπλέον μέρα άδεια τον Ιανουάριο –το αυτονόητο δηλαδή εφόσον δούλεψαν σε ημέρα αργίας.

Το παράλογο της υπόθεσης είναι ότι οι ίδιοι άνθρωποι που επιχείρησαν να κλείσουν τα μαγαζιά την Κυριακή είναι εκείνοι που καταγγέλλουν συχνά – πυκνά το «θάνατο του εμποράκου». Η ευαισθησία τους λοιπόν είναι εντελώς επιλεκτική, αντίθετη στο νόμο και τελικά ανεξήγητη με βάση την κοινή λογική. Παλαιότερα τα έβαζαν με τις «πολυεθνικές που κλέβουν τη δουλειά των μικρών επαγγελματιών». Την περασμένη εβδομάδα ήταν η σειρά (και) του «εμποράκου» του κέντρου της Αθήνας…

Δ. Τζ.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Θάρρος» στις 04.01.2009