Δευτέρα, Δεκεμβρίου 24, 2007

Χριστουγεννιάτικες αναζητήσεις…

Είμαστε στην εβδομάδα των Χριστουγέννων. Τα εμπορικά γεμίζουν από κόσμο, σε σημείο που –απηυδισμένοι– λέμε μέσα μας ότι δεν θα ξαναπάμε για ψώνια την τελευταία στιγμή. Εις μάτην, όμως. Λίγο η έλλειψη χρόνου λόγω υποχρεώσεων, λίγο η αναβλητικότητα που μας χαρακτηρίζει ως λαό, το «λάθος» θα επαναληφθεί…

Η ίδια εικόνα και στο κέντρο της πόλης. Στον πεζόδρομο της Ερμού χιλιάδες κόσμου ανεβοκατεβαίνει. Είναι περίοδος γιορτών, κι όμως όλοι τρέχουν «να προλάβουν» (τι;). Μάλλον βιαζόμαστε από συνήθεια. Για θέση για παρκάρισμα ούτε λόγος. Αν κάνεις το λάθος και κατέβεις με το αυτοκίνητο στο κέντρο θα το μετανιώσεις. Η ίδια εικόνα και στου «Ζόναρς», την ιστορική αθηναϊκή καφετέρια που ξανάνοιξε στον πεζόδρομο της Βουκουρεστίου. Κόσμος πολύς περιμένει υπομονετικά να αδειάσει κάποιο τραπέζι για να πιεί τον καφέ του, τον οποίο πάντως θα πληρώσει ακριβά…

Με όλη αυτή την καταναλωτική υστερία, αναρωτιέμαι αν βρίσκουμε λίγο χρόνο –εν μέσω των γιορτών– για να σκεφτούμε, να προσπαθήσουμε να «αποκρυπτογραφήσουμε» κάθε τι που μας προβληματίζει, αλλά και να απαντήσουμε στο τι σημαίνουν για μας τα Χριστούγεννα.

Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, προφανώς, αφορά τον καθένα μας ξεχωριστά. Ωστόσο, νομίζω ότι γενικά η μεγάλη πλειονότητα του κόσμου βλέπει τα Χριστούγεννα ως μια (ακόμα) ευκαιρία για ξεκούραση. Έπειτα είναι και οι αναπόφευκτες (και ανιαρές πολλές φορές) κοινωνικές υποχρεώσεις. Χρόνος για πνευματικές αναζητήσεις μάλλον δεν υπάρχει. Χειρότερα: δεν έχουμε ιδιαίτερη διάθεση να προβληματιστούμε, ίσως φοβούμενοι ότι οι σκέψεις μας θα χαλάσουν το γιορτινό σκηνικό.

Απ’ την άλλη, τα Χριστούγεννα είναι τόσο κοντά στην αλλαγή του χρόνου που αναπόφευκτα, σχεδόν συνειρμικά και αυτόματα, καλούμαστε να «ζυγίσουμε» τα θετικά και τα αρνητικά της χρονιάς που πέρασε. Θα σκεφτούμε για λίγο το που ήμασταν ένα χρόνο πριν, που πήγαμε και τι θέλουμε να αλλάξει «από Δευτέρα». Σχέδια επί χάρτου, δηλαδή…

Παρά, πάντως, την εμπορευματοποίηση τους και τη μειωμένη διάθεση μας για πνευματικές αναζητήσεις, τα Χριστούγεννα μας δημιουργούν μια ιδιαίτερη διάθεση προσφοράς στους γύρω μας. Έτσι, είτε αγοράζοντας κάρτες της Unicef, είτε μαζεύοντας κάποια παλαιά ρούχα που δε μας χρειάζονται για να τα δώσουμε σε κάποιον που τα έχει ανάγκη, με κάποιον τρόπο θα προσπαθήσουμε να δώσουμε λίγη χαρά κι αγάπη στους γύρω μας. Αυτή η διάθεση προσφοράς είμαι μάλλον ολίγον επίπλαστη και πρόσκαιρη. Απόδειξη αυτού το ότι τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου δεν είμαστε τόσο «φιλάνθρωποι». Στο υποσυνείδητο μας λειτουργεί η σκέψη ότι αν είμαστε τώρα γενναιόδωροι, θα μπορέσουμε να πάρουμε «άφεση αμαρτιών» για όσα (δεν) κάναμε τον υπόλοιπο χρόνο. Όπως και να ‘χει, έστω αυτό το «λίγο» είναι κάτι σε σχέση με το «τίποτα». Τα Χριστούγεννα επαναφέρουν στην επιφάνεια τα αντανακλαστικά της ανθρωπιάς μας και μας δημιουργούν –σκεφτόμενοι ότι κάποιοι τέτοιες μέρες είναι μόνοι– αυτή τη διάθεση προσφοράς.

Το ζήτημα είναι αν αυτή τη διάθεση θα την έχουμε και μετά της γιορτές. Για να το θέσω πιο σωστά, αν μπορούμε να εξελίξουμε αυτή τη σχέση αλληλεγγύης που δημιουργείται κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα. Αν μπορούμε να σφυρηλατήσουμε κάποιους δεσμούς αλληλεγγύης, προσφέροντας πιο συχνά στο διπλανό μας, όχι απ’ το υστέρημά μας, αλλά απ’ αυτό που θα μας περισσέψει.

Όπως κι αν το δούμε, τα Χριστούγεννα δεν είναι ίδια για όλους. Ο καθένας θέτει τις προτεραιότητές του και πράττει αναλόγως. Ανεξάρτητα, λοιπόν, αν θεωρούμε τα Χριστούγεννα μια ευκαιρία για βόλτα στο “Mall”, ή για μια παράσταση στο «Μέγαρο», ανεξάρτητα αν θα καθίσουμε να διαβάσουμε ένα λογοτεχνικό βιβλίο δίπλα στο τζάκι ή αν θα βρούμε την ευκαιρία που ψάχναμε για να συναντήσουμε φίλους που έχουμε καιρό να δούμε, η περίοδος αυτή έχει και την πνευματική της διάσταση. Για κάποιον είναι οι αναμνήσεις από κάποια παλαιότερα Χριστούγεννα, για κάποιον άλλον η ευκαιρία για να αποτυπώσει ο,τι τον βασανίζει σε μια κόλλα χαρτί κοκ. Είναι, πάντως, σίγουρο ότι τα Χριστούγεννα έχουν κάτι να πουν στον καθένα μας. Αρκεί να αφιερώσουμε λίγο χρόνο και διάθεση για να ξετυλίξουμε το κουβάρι των σκέψεών μας…

Καλά Χριστούγεννα

Δ. Τζ.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 22, 2007

Ο κ. Ζαχόπουλος και τα αδηφάγα ΜΜΕ

Η είδηση της απόπειρας αυτοκτονίας του τέως γεν. γραμματέα του υπουργείου Πολιτισμού Χρήστου Ζαχόπουλου σίγουρα δε θα άφηνε ασυγκίνητα τα ΜΜΕ. Πρόκειται για ένα θέμα το οποίο έχει οτιδήποτε χρειάζεται για να «πουλήσει»: τέως γενικός γραμματέας υπουργείου, μέχρι πρότινος στενός συνεργάτης του πρωθυπουργού, «βουτάει» απ’ το μπαλκόνι της οικίας του στο Κολωνάκι μια μέρα μετά την παραίτηση – αποπομπή του. Παράλληλα, μια γυναίκα προσπαθεί να πουλήσει στα κανάλια κασέτα, η οποία (λέγεται ότι) θα έφερνε σε πολύ δυσχερή θέση τον κ. Ζαχόπουλο.

Φυσικά, οι τηλεοπτικοί σταθμοί δεν έμειναν στα όσα προαναφέραμε και είναι τα διασταυρωμένα στοιχεία του ρεπορτάζ. Αντιθέτως, οι φήμες και οι «δημοσιογραφικές πληροφορίες» ανάγονται για μια ακόμα φορά σε είδηση. Μυστηριώδεις γυναίκες, οσμή ροζ σκανδάλου, ίσως και οικονομικού, λένε ορισμένοι. Άλλοι «ειδικοί» τηλε-σχολιαστές υποστηρίζουν ότι «ο Ζαχόπουλος δεν άντεξε την απομάκρυνση του από το υπουργείο», «ο Καραμανλής ήταν ο Θεός του…».

Είναι πολύ πιθανόν στις παραπάνω εικασίες να υπάρχουν ψήγματα αληθείας. Πολλές φορές όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει πράγματι και φωτιά. Κι όταν βλέπουν τόσα σενάρια το φως της δημοσιότητας, στατιστικά κάποιο θα είναι λίγο έως πολύ αληθές. Ωστόσο, είναι εντελώς πέραν της λογικής, αλλά και πέραν κάθε δημοσιογραφικής δεοντολογίας η δημοσιοποίηση πληροφοριών οι οποίες όχι μόνο δεν είναι ελεγμένες, αλλά και –σε περίπτωση που τελικά δεν ισχύουν– σπιλώνουν ανθρώπους και υπολήψεις.

Όπως και να ‘χει το θέμα Ζαχόπουλου φαίνεται ότι έχει πολλές προεκτάσεις, πιθανόν και πολιτικές. Ωστόσο, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε αυτή τη στιγμή είναι να περιμένουμε την εξέλιξη των ερευνών της αστυνομίας. Όσο για τη δημοσιογραφική έρευνα είναι και αυτή χρήσιμη και απαραίτητη, αρκεί να μη στηρίζεται σε κουβέντες επιπέδου «καφενείου»…

Δ. Τζ.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 19, 2007

Η χαμένη ευκαιρία της Αριστεράς

Όταν πριν μερικές μέρες ο πρόεδρος του Συνασπισμού κ. Αλέκος Αλαβάνος ανακοίνωνε την απόφαση του να μη θέσει ξανά υποψηφιότητα για την αρχηγία του κόμματος της ανανεωτικής Αριστεράς, τα πάντα έμοιαζαν ιδανικά για το κόμμα του. Πολλοί θεώρησαν ότι η απόφαση του αυτή σηματοδοτούσε τη ρήξη με τις κατεστημένες νοοτροπίες. Την ώρα που οι δημοσκοπήσεις τον εμφάνιζαν ως τον πλέον δημοφιλή πολιτικό αρχηγό, ο κ. Αλαβάνος, τριάμισι χρόνια μετά την εκλογή του στον προεδρικό θώκο, έδειχνε στην πράξη ότι δεν είναι «κολλημένος» με την καρέκλα. Παρουσιαζόταν μια μεγάλη ευκαιρία στην Αριστερά να επιχειρήσει κάτι διαφορετικό από τα συνηθισμένα στην διαδικασία ανάδειξης προέδρου, κερδίζοντας παράλληλα τις εντυπώσεις…

Μερικές μέρες μετά, κύκλοι του κ. Αλαβάνου έκαναν γνωστό ότι ο πρόεδρος του ΣΥΝ θα στηρίξει για την προεδρία τον κ. Αλέξη Τσίπρα, του οποίου η υποψηφιότητα ανακοινώθηκε επίσημα χθες.

Εδώ υπάρχει ένα ζήτημα ηθικής τάξεως. Ήταν ο κ. Αλαβάνος αυτός που (σωστά) κατηγορούσε το ΠΑΣΟΚ για τον τρόπο με τον οποίο έγινε η αλλαγή ηγεσίας το 2004, μιλώντας για «δακτυλίδι» διαδοχής από τον τέως πρωθυπουργό κ. Κ. Σημίτη στον κ. Γ. Παπανδρέου. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο κ. Αλαβάνος «αντιγράφει» αυτό που τότε λοιδορούσε. Στηρίζει ξεκάθαρα (και εντός των ημερών και επίσημα, όπως λέγεται) έναν εκ τον υποψηφίων αρχηγών.

Θέμα ηθικής τάξεως φαίνεται πως υπάρχει και για τον κ. Τσίπρα. Ο δημοτικός σύμβουλος της Αθήνας, είχε κάνει σαφές μετά τις δημοτικές εκλογές του 2006 ότι τα επόμενα τέσσερα χρόνια θα τιμήσει την ψήφο των Αθηναίων, ασχολούμενος αποκλειστικά με το δήμο. Με την πρώτη ευκαιρία, όμως, ο επικεφαλής της «Ανοιχτής Πόλης», ένα μόλις χρόνο μετά τις δημοτικές εκλογές, αφήνει την Αθήνα για να διεκδικήσει την προεδρία του Συνασπισμού.

Η μεγάλη ευκαιρία της ανανεωτικής Αριστεράς όπως όλα δείχνουν θα χαθεί. Τόσο ο κ. Αλαβάνος, όσο και ο κ. Τσίπρας είχαν τη δυνατότητα να δοκιμάσουν κάτι καινούργιο, κάτι διαφορετικό για τα πολιτικά ήθη της χώρας μας, αλλά δε το τόλμησαν. «Η πολιτική είναι ένας αγώνας συμφερόντων μεταμφιεσμένος σε διαγωνισμό αρχών» είχε πει ο Αμερικανός συγγραφέας Αμβρόσιος Μπίρς. Αυτό, δυστυχώς, φαίνεται ότι ισχύει και για την Αριστερά…

Δ. Τζ.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 15, 2007

Οι διαδηλώσεις

Με αφορμή τη διαδήλωση της περασμένης Τετάρτης ενάντια στις αλλαγές που προωθεί η κυβέρνηση στο ασφαλιστικό, σκέφτομαι για μια ακόμα φορά το ζήτημα των συγκεντρώσεων διαμαρτυρίας. Πιο συγκεκριμένα, αναρωτιέμαι συχνά αν ο τρόπος με τον οποίο διοργανώνονται οι διαδηλώσεις είναι ο σωστός και κατά πόσον βοηθάει τη διεκδίκηση των (όποιων) αιτημάτων έχουν οι συμμετέχοντες σε αυτές.

Στη χώρα μας, όπως και σε πολλές χώρες του δυτικού κόσμου, οι συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας οργανώνονται κατά βάση από τα συνδικάτα, τα οποία είναι σχεδόν πάντα υπό τον έλεγχο της (μείζονος ή ελάσσονος) αντιπολίτευσης. Άρα εξ αρχής οι πορείες έχουν έναν κομματικό μανδύα και μια μικροκομματική στόχευση. Τη φθορά της κυβέρνησης. Τα όποια αιτήματα διεκδικούνται κυρίως «επειδή το λέει το κόμμα» και σε δεύτερο επίπεδο επειδή θεωρούνται «δίκαια». Απόδειξη αυτού, οι 65χρονοι(!) που έπιασαν οι κάμερες να διαδηλώνουν πέρυσι το χειμώνα ενάντια στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της Μαριέττας Γιαννάκου.

Πολλοί θα πουν ότι την (όποια) αντίδραση εναντίων των ρυθμίσεων που προωθούν οι κυβερνήσεις πρέπει κάποιος να την οργανώσει και να τη συντονίσει κεντρικά. Αυτό είναι εν μέρει σωστό. Ωστόσο, όταν η διαχείριση των συγκεντρώσεων γίνεται με προφανή μικροκομματική στόχευση πραγματικά αναρωτιέμαι τι υπηρεσίες προσφέρουν τα συνδικάτα στους απλούς, ανένταχτους κομματικά εργαζόμενους.

Επίσης, ακούγεται συχνά ότι οι πορείες χωρίς κεντρική κομματική ή συνδικαλιστική καθοδήγηση είναι καταδικασμένες να αποτύχουν. Αυτό το επιχείρημα καταρρίπτεται αν αναλογιστούμε τη μεγάλη τόσο σε όγκο όσο και σε παλμό και χωρίς κομματικές «πλάτες» συγκέντρωση για τα δάση μερικούς μήνες πριν. Αποδείχθηκε σ’ αυτή τη συγκέντρωση ότι αν θέλουμε κάτι, μπορούμε να το διεκδικήσουμε χωρίς να μας επιβάλλουν άλλοι τη συνθηματολογία και χωρίς να είμαστε αναγκασμένοι να κουνάμε «μπλε», «πράσινα» ή «κόκκινα» σημαιάκια…

Δ. Τζ.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 12, 2007

Το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ

Τον τελευταίο καιρό το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας, εξαιτίας των έντονων διπλωματικών διεργασιών μεταξύ Αθήνας, Σκοπίων και του ειδικού διαμεσολαβητή του ΟΗΕ κ. Mathew Nimic. Το ερώτημα που προκύπτει είναι τι μπορεί να περιμένει πλέον η Ελλάδα από τις διαπραγματεύσεις; Μετά από σχεδόν μια δεκαπενταετία στασιμότητας με κύρια υπαιτιότητα της χώρας μας υπάρχουν περιθώρια ενός «αναίμακτου» συμβιβασμού;

Η αλήθεια είναι ότι η Αθήνα εμφανίστηκε αρκετά αυτιστική στο παρελθόν στο ζήτημα της ονομασίας της γειτονικής μας χώρας. «Σπρώχνοντας» το θέμα κάτω από το χαλί, είχαμε την απατηλή ελπίδα ότι ως εκ θαύματος μια μέρα θα λυθεί. Καθ’ αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα έχει πάρει την «ταμπέλα» του αδιάλλακτου, της πλευράς που δε δέχεται να συζητήσει το θέμα. Κι έτσι έχουμε φτάσει στο εξής παράδοξο σημείο: το πλαίσιο διαπραγμάτευσης που δεχόμαστε τώρα (σύνθετη ονομασία που να περιλαμβάνει τον όρο «Μακεδονία»), είναι περίπου το ίδιο που απορρίπταμε κατηγορηματικά το 1993! Μόνο που τα Σκόπια, λόγω της αναγνώρισης τους από πλειάδα χωρών με το συνταγματικό τους όνομα («Δημοκρατία της Μακεδονίας»), έχουν σκληρύνει κατακόρυφα τη στάση τους και (φαίνεται ότι) δε συζητούν στη βάση αυτή.

Ευθύνες για την ολιγωρία στο ζήτημα φέρουν σαφώς και οι έξι ελληνικές κυβερνήσεις από το 1993 έως σήμερα. Ωστόσο, για τη μη επίλυση του ζητήματος, οι ευθύνες δεν είναι μόνο πολιτικές ή διπλωματικές, αλλά υπάρχουν και στο επίπεδο της κοινής γνώμης. Όπως όλα τα προηγούμενα χρόνια, έτσι και σήμερα, η πλειοψηφία του ελληνικού λαού φέρεται σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις να είναι κατά οποιασδήποτε συμφωνίας για το όνομα, η οποία θα περιέχει τον όρο «Μακεδονία». Αυτό, όμως, το κομμάτι της κοινής γνώμης ξεχνάει ότι η διπλωματία βασίζεται αφενός στην διάθεση των αντιμαχόμενων πλευρών να διαπραγματευτούν και να συμβιβαστούν και αφετέρου στις διεθνείς συμφωνίες. Έτσι, λοιπόν, ξεχνάμε ότι μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο τα εδάφη της Μακεδονίας (ως γεωγραφικής οντότητας), με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913 και του Νεϊγί το 1919, δόθηκαν: 51,56% στην Ελλάδα, 38,32% στη Σερβία και 10,12% στην Βουλγαρία. Και ως γνωστόν, σ’ αυτό το 38, 32% της (τότε) Σερβίας, περιλαμβάνονται εδάφη που σήμερα ανήκουν στην ΠΓΔΜ. Άρα και οι Σλαβομακεδόνες γείτονές μας έχουν ορισμένα δικαιώματα στη χρήση του όρου.

Έτσι, λοιπόν, φτάνουμε σε ένα σημείο στο οποίο πρέπει να δώσουμε μιαν απάντηση για το ποια πρέπει να είναι η στάση της χώρας μας από τούδε και στο εξής. Έχω τη γνώμη ότι παρά τις λάθος τακτικές κινήσεις σε βάθος χρόνου, η Ελλάδα κρατάει στα χέρια της το παιχνίδι. Πρώτον, γιατί δείχνει τον τελευταίο καιρό ειλικρινή διάθεση για να συζητήσει και να συμβιβαστεί, να συναντήσει δηλαδή τα Σκόπια «στη μέση της διαδρομής». Και δεύτερον, διότι αν η ΠΓΔΜ εντείνει την αδιαλλαξία της (πράγμα διόλου απίθανο), υπάρχει πάντα –ως έσχατη λύση– το «όπλο» της αρνησικυρίας (veto) για τη μη είσοδο της χώρας στους ευρωατλαντικούς θεσμούς.

Όπως φαίνεται τα πάντα στο θέμα της ονομασίας της ΠΓΔΜ είναι ανοιχτά. Η υπόθεση είναι πολύ λεπτή, γι’ αυτό η ελληνική διπλωματία οφείλει να είναι πολύ προσεκτική στις τακτικές της κινήσεις. Τέλος, υπάρχει και μια ακόμα παράμετρος την οποία πρέπει να έχουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας. Σε ζητήματα όπως το Κυπριακό ή αυτό της ονομασίας της ΠΓΔΜ υπάρχει ένας άγραφος νόμος: η πείρα διδάσκει ότι η προηγούμενη πρόταση είναι πάντα καλύτερη από αυτή που ακολουθεί, για την πλευρά που κατά κανόνα «τραινάρει» την όλη διαδικασία. Και δυστυχώς στο ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ αυτή η πλευρά ήταν επί χρόνια η ελληνική…

Δ. Τζ.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 08, 2007

Το «φαινόμενο» ΛΑΟΣ

Τον πρώτο μήνα κοινοβουλευτικής του παρουσίας του ΛΑΟΣ, τα στελέχη του είχαν φροντίσει να μην δώσουν λαβές για σχόλια σε σχέση με τον ιδεολογικό προσανατολισμό του κόμματος. Ωστόσο, η ιδεολογική τοποθέτηση ενός κομματικού φορέα είναι κάτι το οποίο δεν κρύβεται. Ήταν απλά θέμα χρόνου να βγει στην επιφάνεια.

Την αρχή έκανε ο πρόεδρος του κόμματος κ. Γιώργος Καρατζαφέρης, ο οποίος απείλησε ότι θα απαντάει με αγωγή σε όποιον χαρακτηρίζει το ΛΑΟΣ ακροδεξιό κόμμα. Την Τετάρτη, ο νεαρός βουλευτής του κόμματος κ. Αθ. Πλεύρης (ιός του κ. Κ. Πλεύρη, συγγραφέα «επιστημονικού» –σύμφωνα με τον ίδιο– συγγράμματος, που χαρακτηρίζει τους Εβραίους «μιάσματα») είχε μια πρωτότυπη ιδέα: πρότεινε να αφαιρούνται τα γεννητικά όργανα(!) βιαστών ανηλίκων, έτσι –υποστηρίζει– ώστε να μην είναι σε θέση να διαπράξουν ξανά την ίδια πράξη…

Πολλοί από εκείνους που ψήφισαν το κόμμα του κ. Καρατζαφέρη στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές, το έκαναν πιστεύοντας ότι πρόκειται για έναν «ανώδυνο» τρόπο διαμαρτυρίας κατά, όχι μόνο της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και του διπολικού μας συστήματος γενικότερα. Προφανώς θεώρησαν ότι ο ΛΑΟΣ δεν πρεσβεύει κάτι το ακραία αντιδημοκρατικό και ως –εκ τούτου– επικίνδυνο.

Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο πολιτεύεται ο ΛΑΟΣ δεν μπορεί να ερμηνευτεί διαφορετικά: πρόκειται για ένα κόμμα το οποίο στελεχώνεται κυρίως από άτομα του ακροδεξιού χώρου, ενώ υπάρχουν και ορισμένες διαφορετικές «πινελιές» (Β. Αποστολάτος, Δ. Αράπογλου), που του προσδίδουν μια (υποτιθέμενη) πολυσυλλεκτικότητα.

Πίσω από το «προσωπείο» της πολυσυλλεκτικότητας κρύβεται ένας πολιτικός φορέας με αντιδημοκρατικές ιδέες και με μια λανθάνουσα φασιστική νοοτροπία. Οι μετανάστες για το ΛΑΟΣ είναι a priori άνθρωποι ενός κατώτερου θεού. Επίσης, ο ΛΑΟΣ βρίσκεται απέναντι σε οποιονδήποτε υποστηρίζει το δικαίωμα στην διαφορετικότητα (θρησκευτική, εθνική κ.ο.κ.). Όμως, πέραν τούτου, ο ΛΑΟΣ είναι και η εν ελλάδι προσωποποίηση του πολιτικού τυχοδιωκτισμού και λαϊκισμού. Δηλαδή, δεν είναι μόνον φορέας ακραίων ιδεών. Υιοθετεί, επίσης, μια πανσπερμία απόψεων μόνο και μόνο για να «κρύψει» τις πραγματικές του θέσεις. Ο ίδιος ο κ. Καρατζαφέρης δηλώνει «δεξιός» στα εθνικά ζητήματα και «αριστερός» στα κοινωνικά!

Μέχρι τώρα ίσως δεν είχαμε δώσει τη σημασία που έπρεπε στο «φαινόμενο» ΛΑΟΣ. Όμως όταν ένα κόμμα όχι απλά δημαγωγικό και οπορτουνιστικό, ούτε καν ακραία συντηρητικό, αλλά ένα κόμμα που αντιτίθεται στη θεμελιώδη αρχή της ισότητας μεταξύ των πολιτών, ξεχωρίζοντάς τους σε «καλούς» και «κακούς», Έλληνες και ξένους, Εβραίους και μη, βρίσκεται στη Βουλή, τότε μάλλον πρέπει να ανησυχούμε. Ίσως τελικά δεν πρόκειται μόνο για ψήφο διαμαρτυρίας. Ίσως υπάρχει και κάποιο κοινωνικοπολιτικό υπόβαθρο από πίσω…

Δ. Τζ.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 05, 2007

Η βία στα γήπεδα

Με αφορμή ένα ακόμη περιστατικό γηπεδικής βίας, που συνέβη την περασμένη Κυριακή στον ποδοσφαιρικό αγώνα Άρης – ΑΕΚ, αναδημοσιεύω ένα παλαιότερο κείμενό μου πάνω στο θέμα της βίας στα γήπεδα. Φαίνεται ότι παρά τις γενικόλογες διαβεβαιώσεις της πολιτείας, δεν υπάρχει καμία πρόοδος στο θέμα αυτό. Και πολύ φοβάμαι ότι θα ξανασυζητήσουμε τα ίδια πράγματα στο μέλλον με κάποια νέα δυσάρεστη αφορμή…

Όπως όλες οι κυβερνήσεις της τελευταίας δεκαπενταετίας, έτσι και η σημερινή, προχώρησε σε μεγαλόστομες δηλώσεις για την πάταξη της βίας στα γήπεδα. Δηλώσεις, οι οποίες –δυστυχώς– δε συνοδεύτηκαν απ’ το ανάλογο νομοθετικό πλαίσιο και περιορίστηκαν σ’ ένα φιλολογικό – θεωρητικό επίπεδο.

Πολλοί υποστηρίζουν ότι η πάταξη της βίας στα γήπεδα, όπως και κάθε άλλου φαινομένου κοινωνικής παθογένειας, είναι καθαρά θέμα βούλησης της εκάστοτε πολιτικής τάξης. Και μάλλον δεν έχουν άδικο, αν λάβουμε υπόψη μας τον τρόπο με τον οποίο αντέδρασε η πρώην πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας, Margaret Thatcher, στα γενικευμένα κρούσματα γηπεδικής και εξωγηπεδικής βίας στη «Γηραιά Αλβιόνα», τη δεκαετία του ’80. Η βρετανική κυβέρνηση, λοιπόν, θέσπισε ένα αυστηρότατο νομοθετικό πλαίσιο, στοχεύοντας κατά κύριο λόγο στην πρόληψη και όχι την καταστολή. Αν, παρ’ ελπίδα, συνέβαιναν επεισόδια σ’ έναν ποδοσφαιρικό αγώνα, οι δράστες συλλαμβάνονταν άμεσα, κι όφειλαν να παρουσιάζονται στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής τους κάθε φορά που έπαιζε η ομάδα τους. Εξίσου αυστηρές ήταν και οι πρωτοβουλίες απ’ την πλευρά των συλλόγων (απαγόρευση προμήθειας εισιτηρίων κοκ.).

Ένα ακόμα μεγάλο κεφάλαιο στο φάκελο «βία στα γήπεδα», ως προέκταση των κυβερνητικών πρωτοβουλιών, είναι ο ρόλος της αθλητικής δικαιοσύνης. Στην Ελλάδα έχουμε το εξής παράδοξο: οι νόμοι, συνήθως, τηρούνται μεν, πλημμελώς δε. Στις περιπτώσεις, ωστόσο, που οι ποινές είναι αυστηρές (όχι, όμως, απαραίτητα άδικες), ξεσηκώνονται πολιτικοί και αθλητικοί παράγοντες. Συμπτωματικώς, η ποινή μειώνεται (ή και εξαλείφεται) σε δευτεροβάθμιο επίπεδο.

Απ’ τον προαναφερθέντα… «ξεσηκωμό», βεβαίως, δε λείπουν και οι 10(!) ημερήσιες αθλητικές εφημερίδες (όταν η ποδοσφαιρικά προηγμένη Γερμανία έχει ένα εβδομαδιαίο περιοδικό, το “Kicker” και η Αγγλία καμία αμιγώς αθλητική εφημερίδα). Πολλά απ’ αυτά τα έντυπα, συνεπικουρούμενα απ’ τις Ποδοσφαιρικές Ανώνυμες Εταιρίες (ΠΑΕ), προβάλλουν και προωθούν μια πολεμική ατμόσφαιρα στηριζόμενη σε ύβρεις, καθώς και στη δημιουργία κλίματος αδικίας/εύνοιας υπέρ/κατά της μιας ή της άλλης ομάδας. Όλο το προαναφερθέν σκηνικό απέχει έτη φωτός απ’ την καλώς εννοούμενη καζούρα, τον επονομαζόμενο «χαβαλέ».

Έπειτα, είναι και ο ρόλος των ΠΑΕ, οι οποίες –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, οι οποίες απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα– συγκαλύπτουν και τροφοδοτούν τέτοια φαινόμενα. Οι οπαδοί θέλουν να έχουν έναν ρόλο ιδιότυπης συνδιοίκησης, αίτημα που γίνεται συνήθως αποδεκτό απ’ τους ιδιοκτήτες των ΠΑΕ, οι οποίοι θέλουν να τα ‘χουν καλά με τους «οργανωμένους». Το ερώτημα εύλογο: αν δεν παίρνουν μέτρα γι’ αυτήν την κατάσταση οι σύλλογοι, που έχουν άμεσο (οικονομικό κι όχι μόνο) συμφέρον απ’ την καταπολέμηση της βίας, πώς μπορούμε να τα περιμένουμε όλα απ’ το κράτος;

Το κεφάλαιο «βία στα γήπεδα» είναι πολύ μεγάλο και φυσικά δε μπορεί να αναλυθεί επαρκώς μέσα σε λίγες γραμμές. Ωστόσο, λίγες γραμμές είναι υπεραρκετές για να καταδείξουν το μέγεθος του προβλήματος και τη –συνεχιζόμενη– λάθος αντιμετώπισή του από τους αθλητικούς και πολιτικούς παράγοντες. Ας ελπίσουμε ότι δε θα μείνουμε για μια ακόμα φορά στις διαπιστώσεις και τα ευχολόγια.

Δ. Τζ.

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Portatif” τεύχος Ιούνιος – Ιούλιος – Αύγουστος 2006

Σάββατο, Δεκεμβρίου 01, 2007

Η απελευθέρωση των τηλεπικοινωνιών

Πολλά λέγονται για την απελευθέρωση των τηλεπικοινωνιών στη χώρα μας. Θεωρητικά στην Ελλάδα υπάρχει εδώ και μερικά χρόνια, με νομοθετική διάταξη, πλήρης απελευθέρωση των τηλεπικοινωνιών. Όμως στην πράξη αυτό δε φαίνεται να ισχύει.

Η αρμόδια επίτροπος για την Κοινωνία της Πληροφορίας κ. Vivian Reding, μιλώντας στο 2ο Διεθνές Συνέδριο για το Ευρυζωνικό Δίκτυο που διοργάνωσε τον περασμένο Ιούνιο η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ) άφησε αιχμές για τις καθυστερήσεις που παρατηρούνται στην ενσωμάτωση του ρυθμιστικού πλαισίου απελευθέρωσης της αγοράς τηλεπικοινωνιών (“Euro2day” – 01/06/2007).

Ταυτόχρονα, πέρα από τις διαπιστώσεις της επιτρόπου, οι ίδιοι οι πολίτες γίνονται καθημερινά μάρτυρες περιστατικών που δείχνουν ότι στην πράξη η απελευθέρωση των τηλεπικοινωνιών δεν έχει ολοκληρωθεί, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι. Όλοι μας έχουμε κάποιον γνωστό, ο οποίος έκανε αίτηση για να ενταχθεί σε μια εταιρεία σταθερής τηλεφωνίας και internet –πλην του ΟΤΕ. Σε πολλές περιπτώσεις η διαδικασία είναι «περίεργα» αργή. Πολλές αιτήσεις «χάνονται» σύμφωνα με τους αρμοδίους, πράγμα πρακτικά αδύνατο, καθώς αυτές υποβάλλονται συνήθως μέσω email. Στη συνέχεια και όταν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία αλλαγής παρόχου, εμφανίζονται άλλου είδους προβλήματα: αν είσαι στην εταιρεία χ δε μπορείς –σε ορισμένες περιπτώσεις– να επικοινωνήσεις με κάποιον που είναι στην εταιρεία ψ. Άρα κάτι συμβαίνει. Η μόνη λογική εξήγηση είναι ότι ο ΟΤΕ, που είναι εκείνος που ακόμα ελέγχει την όλη διαδικασία, φροντίζει έτσι ώστε να υπάρχει μεγάλη καθυστέρηση στην υλοποίηση των αιτημάτων. Κι αυτό γιατί έτσι ελπίζει ότι ο καταναλωτής –απηυδισμένος από τις καθυστερήσεις– θα επιστρέψει στις «αγκάλες» του…

Είναι λοιπόν εμφανές ότι οι νομοθετικές διατάξεις δεν αρκούν. Ο νόμος για να φέρει αποτελέσματα πρέπει να τηρούνται δύο συνθήκες: πρώτον να εφαρμόζεται στο ακέραιο και δεύτερον να μην υπάρχει δυνατότητα υπερκέρασης του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση φαίνεται ότι ο ΟΤΕ έχει βρει τρόπους να παρακάμπτει το νόμο, εκμεταλλευόμενος το ρόλο του ρυθμιστή που (κακώς) έχει στο χώρο των τηλεπικοινωνιών.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό το γεγονός ότι πλέον ο πολίτης έχει τη δυνατότητα να επιλέξει μεταξύ διαφορετικών τηλεπικοινωνιακών παρόχων. Μέσω του ανταγωνισμού μεταξύ των εταιρειών οι τιμές πέφτουν και ο καταναλωτής βγαίνει κερδισμένος. Ωστόσο αυτό δεν αρκεί. Για να μιλήσουμε για πραγματική απελευθέρωση πρέπει να παρέχεται σε όλες τις εταιρείες η δυνατότητα να προσφέρουν υπηρεσίες υψηλού επιπέδου. Αλλά για να συμβεί αυτό πρέπει να καταλάβει επιτέλους ο ΟΤΕ ότι δεν έχει πλέον το μονοπώλιο στον κλάδο. Μέχρι τότε η απελευθέρωση θα είναι «λειψή»…

Δ. Τζ.