Τρίτη, Φεβρουαρίου 05, 2013

Η λίστα της ανευθυνότητας

Αν εξετάσουμε την υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ με βάση την κυρίαρχη στην Ελλάδα θεώρηση τα πράγματα είναι απλά: έχουμε να κάνουμε με μερικούς «διαφθαρμένους» πολιτικούς που έπαιζαν την κολοκυθιά με ένα ηλεκτρονικό αρχείο μεγάλης σπουδαιότητας για να καλύψουν Έλληνες «φοροφυγάδες», ενώ ο «γενναίος» δημοσιογράφος που έφερε στην επιφάνεια τα ονόματα της λίστας διώχθηκε ποινικά από τη Δικαιοσύνη.  Όμως είναι έτσι τα πράγματα; Μάλλον όχι έτσι ακριβώς.

Η συγκεκριμένη ανάλυση είναι υπεραπλουστευτική και «μπάζει». Προσεγγίζει το θέμα αποκλειστικά με ηθικούς όρους (το καλό που αντιμάχεται το κακό). Μόνο που αυτή η «σχηματοποίηση» ναι μεν βοηθάει στο να βρούμε θύματα και να κατασκευάσουμε ήρωες –ιδίως το πρώτο έχει γίνει αυτοσκοπός και πάντως όχι εντελώς άδικα– πλην όμως κάπως έτσι χάνουμε την ουσία. Αδυνατούμε να δούμε πτυχές της ιστορίας που είναι χρήσιμες για να ενώσουμε όλα τα κομμάτια του πάζλ και να βγάλουμε ένα λογικό συμπέρασμα. Αν το κάνουμε αυτό θα δούμε ότι στη συγκεκριμένη υπόθεση αντικατοπτρίζονται πλείστες όσες παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας.

Σύμφωνα με τον νόμο του Μέρφι «το να κρατάς αρχείο είναι απόδειξη ότι δουλεύεις». Η απουσία οποιασδήποτε επίσημης διαδικασίας στην προκειμένη περίπτωση είναι απόδειξη του ότι δε δουλεύει σχεδόν τίποτα σωστά στο ευρύτερο δημόσιο. Σε ποια σοβαρή χώρα η παράδοση ένα τόσο σημαντικού (έστω σε επίπεδο «εντυπώσεων») αρχείου θα γινόταν ανεπίσημα, πέρα από κάθε υπηρεσιακή διαδικασία και χωρίς αριθμό πρωτοκόλλου; Δεν είναι μόνο θέμα εντυπώσεων αλλά και ουσίας: αν είχαμε τη στοιχειώδη διοικητική οργάνωση και σοβαρότητα θα ήταν απείρως δυσκολότερο να αλλάζει ένα usb χέρια εν κρυπτώ χωρίς κανείς να αναλαμβάνει την ευθύνη.        

Η αλήθεια είναι ότι με όσα έχουμε ακούσει ως τώρα είναι πολύ πιθανό η λίστα  (ως προϊόν υποκλοπής) να μην μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, τουλάχιστον πρωτογενώς· για να φορολογηθούν οι καταθέσεις δεν αρκεί ο «τσαμπουκάς» της ελληνικής πλευράς αλλά απαιτείται η σύναψη διακρατικής συμφωνίας με την Ελβετία, διαδικασία που απαιτεί χρόνο και διαπραγμάτευση. Ωστόσο ο χειρισμός της υπόθεσης από δύο διαδοχικούς υπουργούς δίνει αφορμές για κακόπιστη κριτική. Όμως ακριβώς επειδή είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν μπορεί να αξιοποιηθεί η λίστα και επειδή οι δικαστικές αρχές έχουν ήδη τα στοιχεία και προχωρούν τις έρευνες, η κίνηση Βαξεβάνη έχει μόνο επικοινωνιακή και όχι πρακτική αξία. Ούτως ή άλλως δεν είναι παράνομο να μεταφέρει κανείς χρήματα στο εξωτερικό και σε τελική ανάλυση είναι δουλειά του κράτους να δει αν μπορεί να φορολογήσει τις καταθέσεις. Εξάλλου σάμπως ξέρει κανείς αν η συγκεκριμένη λίστα είναι αυθεντική ή κατασκευασμένη;

Δε θα μπούμε στην ουσία του ζητήματος, αν δηλαδή η δημοσίευση είναι πράξη ποινικά κολάσιμη –αυτή είναι δουλειά της Δικαιοσύνης. Όμως δεν μπορούμε να μη σταθούμε στις λεκτικές πιρουέτες και στις αντιφάσεις του κ. Βαξεβάνη. Ο δημοσιογράφος υποστηρίζει ότι με αυτή του την ενέργεια προστάτευσε τους καταθέτες (!)  που μέσω της λίστας «κρατούνταν όμηροι εκβιασμών και λασπολογίας». Κάτι σαν αυτόκλητος προστάτης. Έπειτα, στην προσπάθειά του να υπερασπιστεί την ορθότητα της δημοσίευσης των ονομάτων αυτοανερείται. Λέει: «Επειδή σεβόμαστε (…) το δικαίωμα του καθενός να διατηρεί λογαριασμό γι αυτό και ενσυνείδητα δεν δημοσιεύσαμε (…) τα ποσά που περιέχονται στους εν λόγω λογαριασμούς». Όμως αν τα ποσά που περιέχονται στους λογαριασμούς εμπίπτουν στη σφαίρα των προσωπικών δεδομένων όπως παραδέχεται ο κ. Βαξεβάνης, πώς γίνεται να μην ισχύει το ίδιο και με τα ονόματα των καταθετών;

Δυστυχώς ο τρόπος με τον οποίο διαχειριστήκαν όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς την υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ καταδεικνύει την ανευθυνότητα με την οποία προσεγγίζουμε τα σοβαρά ζητήματα σ’ αυτή τη χώρα  –με προχειρότητα, λαϊκιστικές κορώνες, καιροσκοπισμό, υποκρισία και περίσσια «οργή» αντί κοινής λογικής. Μόνο που αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος να διαιωνίζεις ένα πρόβλημα και όχι να το λύσεις.

Δημοσιεύτηκε στο protagon στις 2.11.2012

Δεν υπάρχουν σχόλια: