Πέμπτη, Φεβρουαρίου 07, 2013

Πως οι απεργίες πλήττουν τον τουρισμό

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κόστος των απεργιών στην πραγματική οικονομία ακόμα και αν δεν μπορεί να προσδιοριστεί σε απόλυτους αριθμούς, είναι πάντως πολύ μεγάλο. Δεν είναι μόνο ότι διακόπτεται η παραγωγική διαδικασία, «το προϊόν που προσφέρεται είναι μειωμένο και κατ' επέκταση η "χώρα γίνεται φτωχότερη"» («Καθημερινή», 3.2.12). Είναι και ότι επιτείνεται το παραγωγικό κενό (output gap) δηλαδή η διαφορά του δυνητικού προϊόντος με αυτό που παράγεται, την ίδια ώρα που ζημιογόνες ΔΕΚΟ αυξάνουν τα ελλείμματα τους (π.χ. η περίπτωση των συγκοινωνιών κατά τη διάρκεια των απεργιών).  

Στο παρόν κείμενο θα σταθώ στην επίδραση των απεργιακών κινητοποιήσεων σε ένα συγκεκριμένο αλλά πολύ σημαντικό (σύμφωνα με το ΙΟΒΕ αποτελεί το 15% του ΑΕΠ) κομμάτι της οικονομίας, τον τουρισμό.  

Είναι προφανές ότι οι πάσης φύσεως απεργίες που κόβουν την πόλη (ή τη χώρα) στα δύο, πλήττουν εκτός από τον κοινωνικό ιστό και τις παρεχόμενες υπηρεσίες στους επισκέπτες της πόλης. Αν, δε, λάβουμε υπόψη μας ότι το κυριότερο εργαλείο του τουριστικού μάρκετινγκ είναι τα κοινωνικά δίκτυα και οι ιστοσελίδες καταγραφής ταξιδιωτικών εμπειριών όπως το tripadvisor, αντιλαμβάνεται κανείς το μέγεθος της ζημιάς που μπορεί να υποστεί το τουριστικό προϊόν μιας χώρας από την παρατεταμένη αναμπουμπούλα σε δρόμους και λιμάνια. Κι αυτό γιατί είναι αδύνατο να φιλτράρεις το «word of mouth marketing» και να περιορίσεις τις αρνητικές κριτικές. Ακόμα χειρότερα: σύμφωνα, με την επιστήμη της Διοίκησης, μία αρνητική κριτική επηρεάζει πολλαπλάσιους χρήστες απ' όσους επηρεάζει μια θετική κριτική.  

Συχνά γίνεται λόγος περί μάρκετινγκ και εθνικής στρατηγικής στον τουρισμό και πολλοί αναφέρουν το επιτυχημένο μοντέλο που ακολουθεί η Τουρκία, αντιδιαστέλλοντας το με το ελληνικό πρότυπο του «βλέποντας και κάνοντας». Πράγματι, η επιτυχία της γείτονος χώρας οφείλεται εν πολλοίς στη δυναμική, σταθερή και άκρως επαγγελματική προσέγγιση που ακολουθεί σε θέματα μάρκετινγκ, η οποία φυσικά συνδυάζεται και με ένα πολύ μεγάλο μπάτζετ. Όμως αυτή είναι η μισή αλήθεια. Κι αυτό γιατί υπάρχει και το εξίσου σημαντικό κομμάτι της κουλτούρας και νοοτροπίας ενός λαού. Διότι όσο καλή στρατηγική και αν χαράξεις και όσο πιστά και αν την τηρήσεις, δε θα έχει κανένα αποτέλεσμα αν οι τουρίστες φεύγουν δυσαρεστημένοι επειδή π.χ. τη μια ημέρα δεν κυκλοφορούσε το μετρό και τα λεωφορεία, την άλλη μέρα που είχαν σχεδιάσει να επισκεφτούν κάποιο ελληνικό νησί έπεσαν πάνω στην απεργία της ΠΝΟ ή όταν επέστρεφαν στο αεροδρόμιο ο ταξιτζής τους «έκλεψε».  

Να μην παρεξηγηθούμε: η απεργία προφανώς και είναι αναφαίρετο δικαίωμα του κάθε πολίτη που θεωρεί ότι θίγονται τα εργασιακά του δικαιώματα. Αλλά αυτό ισχύει στο βαθμό που ο τρόπος διεκδίκησης των αιτημάτων δεν στρέφεται κατά της κοινωνίας (όπως δυστυχώς είθισται στη χώρα μας), επιβαρύνοντας την καθημερινότητα των υπολοίπων πολιτών. Ειδάλλως βρίσκεσαι στη δυσάρεστη θέση ως επαγγελματίας να δικαιολογείσαι για πράγματα για τα οποία δε φταις και δεν μπορείς καν να τα επηρεάσεις.  

Για να κάνω πιο συγκεκριμένα τα παραπάνω θα κλείσω με μια προσωπική ιστορία. Όλοι όσοι έχουν κάποια σχέση με τον τουριστικό κλάδο θα έχουν να αναφέρουν κάποιο παρόμοιο περιστατικό σαν αυτό: Η κινέζα τουρίστρια που πλήρωσε για να έρθει στη χώρα μας με σκοπό να επισκεφτεί τα νησιά και τις τελευταίες μέρες «ζει το μύθο της» εγκλωβισμένη μεταξύ της Κορίνθου, του Πειραιά και του... Mall. Στην κυριολεξία τραβάει τα μαλλιά της κάθε πρωί που μαθαίνει ότι δεν υπάρχουν πλοία. Τρέμω και μόνο στη σκέψη του τι θα γράψει και τι θα πει για τη χώρα μας όταν γυρίσει πίσω στην πατρίδα της... 

Δημοσιεύτηκε στη Lifo στις 6.2.2012

Τρίτη, Φεβρουαρίου 05, 2013

Συνδικαλιστές εναντίον κοινωνίας

Ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίστηκε η κυβέρνηση το θέμα των απεργιών στο Μετρό και ειδικότερα η απόφαση της επίταξης των εργαζομένων προκάλεσαν ποικίλες αντιδράσεις. Διακεκριμένοι καθηγητές Εργατικού Δικαίου υποστήριξαν πως η Συντεταγμένη Πολιτεία κινήθηκε στα όρια της νομιμότητας. Σύμφωνα με τον καθηγητή κ. Ι. Ληξουριώτη, η κυβέρνηση αντί να χρησιμοποιήσει το μέτρο της «αναγκαστικής εργασίας», θα έπρεπε να εφαρμόσει το άρθρο 14 του νόμου 1264/1982 και να προχωρήσει σε απολύσεις και αγωγές κατά των εργαζομένων για διαφυγόντα κέρδη.

Νομικά η προσέγγιση αυτή είναι προφανέστατα ορθή, ωστόσο όταν σύσσωμη η αντιπολίτευση και το… ένα τρίτο της συγκυβέρνησης είναι στα κάγκελα και σιγοντάρουν τους συνδικαλιστές, πιθανολογούμε ότι πολιτικά μια τέτοια απόφαση δεν θα μπορούσε να σταθεί και θα προκαλούσε πολλαπλάσιους κραδασμούς από όσους προξένησε η επιλογή της επίταξης.

Κι έστω, για την οικονομία της συζήτησης να δεχθούμε την επιχειρηματολογία των συνδικαλιστών ότι η επίταξη είναι «ακραίο μέτρο» (πιο ακραίο, άραγε, από τις απολύσεις που προβλέπει ο νόμος;). Το να κρατάς όμηρο ολόκληρη την κοινωνία, το να μη συμμορφώνεσαι με δικαστικές αποφάσεις, το να θες να εξαιρεθείς από το ενιαίο μισθολόγιο επειδή έχεις τη δύναμη και τα μέσα να εκβιάζεις και το να κάνεις κατάληψη στο αμαξοστάσιο τι είναι; Επαναστατικό δικαίωμα;

Ας σοβαρευτούμε. Η αλήθεια είναι ότι η συμπεριφορά των εργαζομένων στο Μετρό δεν είναι κάτι το καινοφανές. Πρόκειται για την πιο ξεκάθαρη απεικόνιση της νοοτροπίας που μας οδήγησε στη χρεοκοπία: της κοσμοθεωρίας σύμφωνα με την οποία ο καθένας κοιτάζει το προσωπικό του συμφέρον αδιαφορώντας με τον πλέον εμφατικό τρόπο για το αν οι επιλογές του επηρεάζουν την υπόλοιπη κοινωνία.

Το πόσο πολύ έχει διαβρώσει η συγκεκριμένη προσέγγιση τον κοινωνικό ιστό αποδεικνύεται τόσο από το γεγονός ότι έχει οικουμενική εφαρμογή, όσο και από τα καταστροφικά αποτελέσματά της σε μακροοικονομικό και σε κοινωνικό επίπεδο· αφορά τις κυβερνήσεις που εξυπηρετούσαν την εκλογική τους πελατεία γράφοντας στα παλαιότερα των υποδημάτων τις μεσοπρόθεσμες συνέπειες των «παροχών», τον ελεύθερο επαγγελματία που δεν κόβει αποδείξεις για να γλιτώσει την καταβολή φόρων,  μέχρι τις κοινωνικές ομάδες που εκβιάζουν για να μην αλλάξει τίποτα (όχι μόνο τώρα, αλλά από την εποχή που «λεφτά υπήρχαν» και μοιράζονταν αφειδώς σε όποιον είχε κάποιο μέσο πίεσης).  Είναι, με άλλα λόγια, η ατομικιστική λογική του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» και τα αποτελέσματά της είναι πλέον εμφανή παντού γύρω μας.

Αυτή η λογική αντικατοπτρίζεται ευκρινέστατα στον λόγο του γενικού γραμματέα του Σωματείου των εργαζομένων στο Μετρό (Ρ/Σ ΣΚΑΪ): "Είμαστε μια χαρά, αντέχουμε, καλό κουράγιο". Πρόκειται για την πιο ακραία έκφανση κυνισμού, σεχταρισμού και περιχαράκωσης μιας κοινωνικής ομάδας εις βάρος του συνόλου. Προσέξετε: Ο κ. Τσακός δεν ένιωσε καν την ανάγκη έστω να προσποιηθεί ότι συμπάσχει με την κοινωνία που αγκομαχούσε επί εννέα μέρες στους δρόμους ή να ζητήσει τουλάχιστον μια συγγνώμη.

Δυστυχώς έπειτα από τρία μνημόνια, μια κοινωνικο-οικονομική κατάρρευση και τη χρεοκοπία του μοντέλου ανάπτυξης με «δανεικά», τίποτα δεν φαίνεται να έχει αλλάξει στο πεδίο από το οποίο κρίνεται κατά κανόνα το μέλλον ενός έθνους: τη νοοτροπία. Ακόμα νομίζουμε ότι βρισκόμαστε στο 2008. Τουλάχιστον αυτό δείχνουν οι πρακτικές μας.

Δημοσιεύτηκε στο protagon στις 27.01.2012

Η Ντόρτμουντ, το γερμανικό παράδειγμα και εμείς

Πριν από λίγα χρόνια οι Γερμανικές ομάδες αντιμετωπίζονταν με αρνητική προδιάθεση από τους ανά τον κόσμο ποδοσφαιρόφιλους. Ήταν το αμυντικογενές, σκληρό και καθόλου φαντεζί παιχνίδι τους που δεν ενθουσίαζε (σχεδόν) κανέναν. Κάτι άλλαξε, όμως, τα τελευταία χρόνια. Οι Γερμανοί, ως είθισται, επένδυσαν στις υποδομές: ξόδεψαν σχεδόν ένα δισεκατομμύριο δολάρια σε προγράμματα ανάπτυξης ακαδημιών υπό την αιγίδα της Γερμανικής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας (DFB), ενώ η λίγκα δημιούργησε ακαδημίες με προπονητές πλήρους απασχόλησης. Για όλα αυτά δεν χρειάστηκε να ανακαλύψουν την πυρίτιδα· απλά πήραν μερικές ιδέες από τις γαλλικές ακαδημίες και από το φημισμένο μοντέλο του Άγιαξ και έφτιαξαν το δικό τους πρότυπο.  

Τα αποτελέσματα τους δικαιώνουν. Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους. Και οι επτά γερμανικές ομάδες που αγωνίζονται στα ευρωπαϊκά κύπελλα έχουν προκριθεί στην επόμενη φάση, στηριζόμενες εν πολλοίς σε νεαρούς Γερμανούς. Η Μπορούσια Ντόρτμουντ εμφάνισε έσοδα 215.2 εκατομμυρίων ευρώ, ενώ πέρυσι σημειώθηκε ρεκόρ προσέλευσης θεατών στους αγώνες της Μπουντεσλίγκα με 13.8 εκατ. εισιτήρια. Όπως γράφουν οι «New York Times» το άθλημα «μπήκε σε έναν ενδυναμωτικό κύκλο όπου το καλύτερο αγωνιστικό επίπεδο του πρωταθλήματος έφερε υψηλότερα τηλεοπτικά συμβόλαια τα οποία με τη σειρά τους χρηματοδοτούν την ανάπτυξη των ακαδημιών».  

Η όλη φιλοσοφία των Γερμανών συμπυκνώνεται γλαφυρά στον λόγο του εκτελεστικού διευθυντή της Ντόρντμουντ, Χανς Γιόακιμ Βάτσκε: «Θέλουμε να έχουμε την ανώτατη αθλητική επιτυχία στα πλαίσια ενός ισχυρού οικονομικά ιδρύματος χωρίς να δημιουργούμε ούτε ένα ευρώ χρέους». Και μόνο στην σκέψη των παραπάνω, ο μέσος Έλληνας παράγοντας (ή, γιατί όχι, και πολιτικός) θα ανατριχιάζε.  

«Όταν οι Γερμανοί αποφάσισαν να αλλάξουν, να μεταρρυθμιστούν, το έκαναν. Αυτή είναι η περίπτωση της εργατικής νομοθεσίας, αυτή είναι και η περίπτωση του ποδοσφαίρου που άλλαξαν το μοντέλο με εξαιρετικά αποτελέσματα» σημειώνει στους «Times» ο ειδικός στο αθλητικό μάνατζμεντ Εμάνουελ Χέμπερτ. Οι αναλογίες ποδοσφαίρου και πολιτικής είναι παραπάνω από εμφανείς, ακόμα και χωρίς την επισήμανση του κ. Χέμπερτ. 

 Έχουν περάσει εννέα χρόνια από την περίοδο που ο τέως καγκελάριος της Γερμανίας Γκέρχαρντ Σρέντερ έθετε επί τάπητος την «Ατζέντα 2010», ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων φιλελευθεροποίησης της γερμανικής Οικονομίας. Αυτές περιελάμβαναν μεταξύ άλλων συγχωνεύσεις και μειώσεις επιδομάτων, ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας και χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές. Οι συγκεκριμένες κινήσεις μπορεί να στοίχησαν πολιτικά στην συγκυβέρνηση σοσιαλιστών - πρασίνων πλην όμως αποδείχθηκαν διορατικές και «σφυρηλάτησαν τον πιο ανταγωνιστικό βιομηχανικό τομέα σε κάθε προηγμένη οικονομία» («Time», 24.02.2012).  

Σήμερα, την ώρα που η Ευρώπη συνεχίζει να κλυδωνίζεται από την κρίση, η Γερμανία απολαμβάνει ρυθμούς ανάπτυξης της τάξεως του 3%, πολύ χαμηλή ανεργία, ενώ το 2011 παρουσίαζε 120 δισ. ευρώ πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (οι ΗΠΑ, την ίδια ώρα είχαν έλλειμμα 423 δισ.!). Ακόμα, το ΑΕΠ της έχει αυξηθεί περισσότερο από κάθε άλλης χώρας του G7, ενώ το έλλειμμα του προϋπολογισμού της φτάνει μετά βίας το 1% του ΑΕΠ.   

Βέβαια το γερμανικό «θαύμα» δεν συντελέστηκε εν μια νυκτί. Λίγα χρόνια πριν, η Γερμανία θεωρούνταν ο «μεγάλος ασθενής της Ευρώπης» και κανείς δεν πίστευε ότι θα ανακάμψει, τουλάχιστον όχι τόσο γρήγορα. Την ώρα που η οικονομία της χώρας είχε μηδενική ανάπτυξη και χρόνια ανεργία και το κόστος της επανένωσης δημιουργούσε περεταίρω προβλήματα, οι μεταρρυθμίσεις Σρέντερ αντιμετωπίστηκαν με διάχυτη καχυποψία από σημαντική μερίδα της κοινής γνώμης. Όμως η προνοητικότητα, η μεθοδικότητα και η κουλτούρα συνεργασίας των Γερμανών τους βοήθησε να ξεπεράσουν και αυτόν τον σκόπελο.  

Η ευελιξία του «γερμανικού μοντέλου», έδωσε λύσεις εκεί που σε μια χώρα σαν την Ελλάδα θα βρίσκαμε... προβλήματα. Τα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα εργασίας (σ.σ. ποσοστό του μισθού πληρώνεται από το κράτος), επέτρεψαν στους εργοδότες να κρατήσουν το προσωπικό τους με μειωμένο ωράριο αντί να προβούν σε απολύσεις. Δεύτερον, το (κατά τον Γκ. Σρέντερ) μοναδικό γερμανικό σύστημα της «συνδιαχείρισης» –σύμφωνα με το οποίο οι εκπρόσωποι συνδικαλιστικών καταλαμβάνουν μόνιμες θέσεις σε διοικητικά συμβούλια– βοήθησε στο να δημιουργηθούν τελικά οι κατάλληλες συναινέσεις για να προχωρήσουν οι αλλαγές. Αν τα παραπάνω συνδυαστούν με τη λατρεία των Γερμανών για τις υποδομές, την εξειδίκευση και την καινοτομία, έχουμε το τρίπτυχο που έθεσε την χώρα σε τροχιά ανάπτυξης.  

Με άλλα λόγια, οι Γερμανοί δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να εφαρμόσουν το δικό τους... Μνημόνιο. Μόνο που το έκαναν οικειοθελώς και (κυρίως) εγκαίρως και όχι κατόπιν εορτής. Το συμπυκνώνει αρκετά εύστοχα αν και λίγο κυνικά το περιοδικό «Time»: «Την ώρα που οι Ισπανοί, οι Ιρλανδοί και άλλοι Ευρωπαίοι καταβροχθίζονταν από τα χρέη, φτιάχνοντας τόσα πολλά σπίτια και δίνοντας στους εαυτούς τους μεγάλες αυξήσεις, οι Γερμανοί, ήταν απασχολημένοι με το να φτιάξουν την Οικονομία τους. [...] Η χαλάρωση της αυστηρά ρυθμιζόμενης αγοράς εργασίας [...] βοήθησε. Η Γερμανία ήταν η μόνη σημαντική ευρωπαϊκή χώρα που τα εργατικά κόστη συνέχιζαν να μειώνονται και μετά το 2005, με την συνεργασία των Ενώσεων». Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής είναι τώρα εμφανή.  

Αν λοιπόν θέλουμε να μάθουμε κάτι από το παράδειγμα της Γερμανίας αντί να καταναλώνουμε φαιά ουσία σε έναν αντιπαραγωγικό και στείρο αρνητισμό, ας σταματήσουμε τις κατάρες και ας δούμε τι έκαναν οι Γερμανοί για να βγουν από την κρίση τους. Ας αναλογιστούμε πώς τρεις διαδοχικές κυβερνήσεις εφάρμοσαν με ελάχιστες αποκλείσεις την ίδια ατζέντα και πως δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες πολιτικο-κοινωνικές συναινέσεις. Ας παραδειγματιστούμε από την «εμμονή» τους στις υποδομές έναντι του ελληνικού μοντέλου του «βλέποντας και κάνοντας». Ας δούμε πόση σημασία δίνουν σε λέξεις άγνωστες στο λεξιλόγιο μας, όπως στρατηγική, branding και μακροπρόθεσμος σχεδιασμός...  

Δημοσιεύτηκε στη Lifo στις 27.12.2012

Links:  

- "A German Resurgence, Feet First", International Herald Tribune", 25.12.2012 "How the German Economy Became a Model", Spiegel Online, 21.03.2012
- "Modell Deutschland über alles: The lessons the rest of the world should—and should not—take from Germany", The Economist, 14.04.2012
- "How Germany Became The China of Europe", Time Magazine, 24.02.2011
- "Gerhard Schröder: The Man Who Rescued the German Economy", The Wall Street Journal, 6.6.2012

Η άλλη εξεταστική για το μνημόνιο

Έχουν ένα δίκαιο οι βουλευτές της αξιωματικής αντιπολίτευσης που ζήτησαν τη διενέργεια εξεταστικής επιτροπής με αντικείμενο τη διερεύνηση των συνθηκών που οδήγησαν στο μνημόνιο. Μόνο που ζητούν να γίνει εξεταστική για λάθος πράγματα, έχοντας ήδη έτοιμες τις απαντήσεις στα ερωτήματα που σκοπεύουν να θέσουν. Όπως ανέφερε ο πρόεδρος του Σύριζα στόχος της διενέργειας εξεταστικής επιτροπής είναι να «καθίσουν (σ.σ. οι υπεύθυνοι) στο εδώλιο της δικαιοσύνης» ειδάλλως «θα τους κρίνει η Ιστορία». «Σας στέλνουμε στο σκαμνί του κατηγορουμένου» υπερθεμάτισε ο κ. Πάνος Καμένος.  

Όμως η εμπειρία έχει δείξει ότι τέτοιες επιτροπές, με τον τρόπο που διεξάγονται, δεν μας κάνουν σχεδόν ποτέ σοφότερους. Στην ουσία πρόκειται για μια ακόμα μορφή ευτελισμού της κοινοβουλευτικής διαδικασίας, αποκλειστικά και μόνο για το «θεαθήναι». Εξυπηρετούν (μικρο)πολιτικές σκοπιμότητες, παράγουν υλικό ικανό να γεμίσει τις στήλες των παραπολιτικών, αποτελούν εν τέλει θρίαμβο της παραπολιτικής έναντι της πολιτικής. Επί της ουσίας μηδέν.  

Ένα από τα βασικά ερωτήματα που (θα έπρεπε να) απασχολούν την κοινή γνώμη και μια πιθανή εξεταστική επιτροπή είναι αυτό που έθεσε, σωστά, ο κ. Τσίπρας: «Γιατί ενώ η ελληνική οικονομία σημείωνε εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης από το 1994 ως το 2007, το χρέος μας αντί να μειώνεται πολλαπλασιάστηκε;». Το λάθος του είναι ότι υπαινισσόμενος ποινικές ευθύνες προκαταλαμβάνει την απάντηση, ενώ ο σκοπός της εξεταστικής είναι ακριβώς αυτός: η αναζήτηση της αλήθειας μέσα από καταθέσεις των άμεσα εμπλεκομένων, εμπειρογνωμόνων κοκ.  

Όμως πέρα από τις συνωμοσίες, τα περί «τοκογλυφίας» και την εκ των υστέρων «επιφοίτηση» του πρώην εκπροσώπου της Ελλάδας στο ΔΝΤ κ. Παν. Ρουμελιώτη την οποία επικαλείται ο Σύριζα, υπάρχει η ίδια πραγματικότητα, αμείλικτη σε όποιον δεν θέλει να κλείσει τα μάτια.  

Αναρωτηθήκαμε, άραγε, γιατί δεν επιχειρήσαμε ποτέ σοβαρά να εκσυγχρονίσουμε την δημόσια διοίκηση της χώρας, να μειώσουμε τις εστίες διαφθοράς και την φοροδιαφυγή, να εξαλείψουμε το πελατειακό κράτος; Μήπως τελικά όλοι «βολευόμασταν» από την αναξιοπιστία του κράτους, το οποίο βλέπαμε πάντα ως «εχθρό» και ψάχναμε αφορμές για να του τη «φέρουμε»;  

Αναρωτήθηκε ποτέ κανείς γιατί όσοι σήμερα εμφανίζονται ως κατήγοροι, όχι μόνο δεν προσπάθησαν ποτέ να βελτιώσουν τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, αλλά μπλόκαραν ή χλεύαζαν κάθε σοβαρή προσπάθεια μεταρρύθμισης; Ακούσαμε π.χ. ποτέ να κριτικάρει η αριστερά τα παράλογα επιδόματα τύπου «έγκαιρης προσέλευσης στην εργασία» αντί να πλειοδοτεί σε παροχές;  

Αν λοιπόν στο ερώτημα του πώς φτάσαμε ως εδώ η απάντηση είναι «ο δικομματισμός και ο ΓΑΠ», τότε –παρότι δεν τρέφω καμιά συμπάθεια για τον πρώην πρωθυπουργό– όχι, διαφωνώ. Φυσικά και οι ευθύνες που βαραίνουν όσους κυβέρνησαν τα τελευταία τριάντα χρόνια είναι καταφανώς μεγαλύτερες απ' όλους τους άλλους, αλλά σάμπως και εμείς με την ψήφο και την καθημερινή μας πρακτική δεν επιδοκιμάσαμε αυτό το παρασιτικό μοντέλο (υπ)ανάπτυξης «αλά ελληνικά»; Το κυρίαρχο αίτημα της κοινωνίας ήταν «περισσότερη διαφάνεια» ή μήπως «περισσότεροι διορισμοί»; Εννοείται το ότι οι πολιτικοί ταγοί έκαναν τα χατίρια τις κοινωνίας επ' ουδενί δεν τους αθωώνει.  

Αυτό που μας οδήγησε, λοιπόν, στο μνημόνιο, ήταν ένα ολόκληρο πολιτικό σύστημα που στην ουσία αποτελούσε αντανάκλαση των «θέλω» της ίδιας της κοινωνίας. Τα χρόνια της ευμάρειας τα πράγματα ήταν απλά: Ακόμα και η καταφανής έλλειψη στρατηγικού σχεδίου (αυτό το βαθυστόχαστο που ακούμε εσχάτως περί «εθνικής αφήγησης»), φτιασιδώνονταν με παχιά λόγια, κρύβοντας το πρόβλημα κάτω από το χαλί και θρέφοντας το. Με δανεικά.

Δημοσιεύτηκε στη Lifo στις 1.12.2012

Ξεφυλλίζοντας την «Αυγή»

Ξεφύλλιζα σήμερα την «Αυγή», προσπαθώντας να αποκτήσω μια πιο συγκεκριμένη εικόνα για το πως αντιμετωπίζει ο Σύριζα τις αποφάσεις του χθεσινού Eurogroup. Για να είμαι ειλικρινής δεν εντυπωσιάστηκα απ' όσα διάβασα. Η εφημερίδα είναι (ημι)επίσημο όργανο του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, οπότε δεν περίμενα να βρω καμιά ιδιαίτερα κριτική προσέγγιση των όσων διημείφθησαν στις Βρυξέλλες. Εν τούτοις, ένα φυλλομέτρημα ήταν περισσότερο αποκαλυπτικό απ' ότι ανέμενα, αρκετό για να μου φανερώσει σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουν στην Κουμουνδούρου για πλείστες όσες πτυχές της διακυβέρνησης.

Το διάβαζα ξανά και ξανά για να πεισθώ ότι δε με γελούν τα μάτια μου. Η αξιωματική αντιπολίτευση επικαλείται το... ΔΝΤ και την κ. Λαγκάρντ η οποία «επέμενε σε λύσεις που θα καθιστούσαν το ελληνικό χρέος "βιώσιμο"». Ωδή στην διευθύντρια του ΔΝΤ; Επίκληση στην αυθεντία; Θα μπορούσε. Όμως η αξιοπιστία του Ταμείου έχει δεχθεί τόσα χτυπήματα από τον Σύριζα που είναι αστείο και ρητορικά αδιανόητο να χρησιμοποιείται τώρα ως αυθεντία.  

«Λυκοφιλίες» θα πει κάποιος, στο μοτίβο του γνωστού σλόγκαν «ο εχθρός του εχθρού μου...». Προσπάθησα να είμαι επιφυλακτικός, αλλά θέλοντας και μη έπεσα πάνω σε άρθρο του πρώην (προ 3-4 μηνών) υφυπουργού Εργασίας της ΝΔ κ. Ν. Νικολόπουλου. Ναι, στην «Αυγή»! «Γνωρίζω ότι υπάρχει προκατάληψη στη χώρα μας με τις ΗΠΑ και το ΔΝΤ και τα όργανα και τους εκφραστές του καπιταλισμού...» αναφέρει μεταξύ άλλων ο ανεξάρτητος βουλευτής. Καλό. Η εθνικοπατριωτική δεξιά εναντίον του... καπιταλισμού, οιονεί σύμμαχος της μαρξιστικής αριστεράς. Όλα μαζί στο αντιμνημονιακό μπλέντερ. 

Συνεχίζοντας το ξεφύλλισμα έπεσα πάνω σε μια συνέντευξη της κ. Ν. Βαλαβάνη. Η βουλευτίνα του Σύριζα σημειώνει: «Πρέπει να βάλουμε με καθοριστικό τρόπο το θέμα της αναθεώρησης των ιδρυτικών(!) συνθηκών και όχι μόνο της τελευταίας περιόδου, της νέας φάσης της ολοκλήρωσης». Με άλλα λόγια, θα γίνει ο Σύριζα κυβέρνηση και ως εκ θαύματος όλη η Ευρώπη θα χορεύει σε αριστερούς ρυθμούς και θα αναγκαστεί να αναθεωρήσει ακόμα και τις ιδρυτικές συνθήκες της! Πώς το είχε πει ο κ. Αλέξης Τσίπρας; «Βάλτε τα μολύβια κάτω...».   Το τελειωτικό χτύπημα έρχεται με την ανακοίνωση του κόμματος για τους συνδικαλιστές που συνελήφθησαν «για τα γεγονότα (sic) έξω από τη ΔΕΘ» (αναφέρεται στην επίθεση στον Γερμανό πρόξενο). «Δηλώνουμε ότι θα αντισταθούμε στην προσπάθεια ποινικοποίησης των λαϊκών αγώνων καθώς και την περιστολή του δικαιώματος στη διαδήλωση και τη διαμαρτυρία». Μάλιστα! «Ποινικοποίηση των αγώνων» η δίωξη όσων άσκησαν σωματική βία στον πρόξενο; Δηλαδή το δικαίωμα στη διαδήλωση εξισώνεται με το δικαίωμα στην αυτοδικία.  

Βέβαια τα παραπάνω μάλλον δεν πρέπει να μας εκπλήσσουν και τόσο πολύ. Στην Ελλάδα είμαστε συνηθισμένοι στον λαϊκισμό, τον ανορθολογισμό, τις ρητορικές πιρουέτες και τα λεκτικά άλματα –και φυσικά όχι μόνο από την αριστερά. Το ότι η «πατριωτική» δεξιά του κ. Καμένου φλερτάρει με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι επίσης λίγο πολύ γνωστό (αν και πολιτικά δυσεξήγητο). Ο Σύριζα μας έχει προϊδεάσει και για τις ανεδαφικές του επιδιώξεις –πώς αλλιώς μπορεί να χαρακτηριστεί την απίθανη ιδέα της κ. Βαλαβάνη;

Πράγματι, όλα αυτά λίγο πολύ τα ξέραμε. Όπως ξέραμε ότι ο Σύριζα έχει την τάση να αγκαλιάζει κάθε μορφής «επαναστάτη», ακόμα κι όταν αυτός μετέρχεται φασίζουσες ή βίαιες μεθόδους. Δεν προξενούν λοιπόν έκπληξη τα γεγονότα καθ' αυτά. Αυτό που προξενεί τρόμο, είναι το κολάζ, η ένωση των κομματιών του πάζλ, φόρα παρτίδα στο έντυπο του κόμματος –προφανώς χωρίς να είναι αυτή η πρόθεση της εφημερίδας. Αυτό που εκπλήσσει είναι ο κυνισμός με τον οποίο ο Σύριζα μας τρίβει στα μούτρα τον ξεπερασμένο, οπισθοδρομικό, έκδηλα ανεδαφικό και παρωχημένο τρόπο με τον οποίο προτίθεται να κυβερνήσει τη χώρα αύριο.

Δημοσιεύτηκε στη Lifo στις 28.11.2012

Η καπηλεία της μνήμης


Πάντα υποδεχόμουν τον τριήμερο εορτασμό του Πολυτεχνείου με ανάμεικτα συναισθήματα και με μια κάποια αμηχανία. Από τη μια ένιωθα δέος μπροστά σε όλα όσα είχαν συμβεί εκείνες τις ιστορικές μέρες. Από την άλλη δε μπορούσα με τίποτα να χωνέψω ότι για να επισκεφτείς το Πολυτεχνείο ανήμερα της επετείου θα έπρεπε να καταθέσεις τα αριστερά σου διαπιστευτήρια ή έστω να κλείσεις τα μάτια και τα αυτιά σου και απαρνηθείς το φιλελεύθερο «εγώ» σου.

Όχι, δεν έχω πάει ποτέ στο Πολυτεχνείο. Εντούτοις σαν άτομο τρέφω απέραντο σεβασμό στους ανθρώπους που έπαιξαν τη ζωή τους κορώνα γράμματα για να μπορούμε εμείς σήμερα να μιλάμε ελεύθερα -ακόμα και να χαρακτηρίζουμε μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση «χούντα».

Τιμώ, θυμάμαι, συλλογίζομαι. Όμως αρνούμαι να συμμετάσχω σε αυτό το κομματικοποιημένο πανηγυράκι όπου η επέτειος της 17ης Νοεμβρίου εορτάζεται με μπουνιές για το ποιος θα κρατήσει την αιματοβαμμένη σημαία και με φραπέδες ενάντια σ’ όσους δεν είναι όσο «επαναστάτες» θα θέλαμε. Ενδεχομένως να ήθελα να συμμετάσχω στην πορεία μνήμης, αλλά δυσκολεύομαι να αντιληφθώ γιατί για να συμβεί αυτό θα πρέπει να ανεμίζω λάβαρα με σφυροδρέπανα, λες και όλοι όσοι αντιτάχθηκαν τότε στην δικτατορία είχαν κάρτα μέλους του Κόμματος.

Με άλλα λόγια αρνούμαι να πάρω μέρος σε μια εκδήλωση στην οποία ελάχιστοι θυμούνται για ποιο λόγο βρίσκονται εκεί και οι περισσότεροι κάνουν απίστευτα λεκτικά και νοητικά άλματα διαστρέφοντας κατά βούληση το «νόημα» του Πολυτεχνείου, φωνάζοντας συνθήματα για τη «χούντα του μνημονίου και της Μέρκελ», κομματικοποιώντας εν τέλει μια εκδήλωση που θα έπρεπε να συσπειρώνει ευρύτερες της αριστεράς μάζες.

Η μνήμη, σύμφωνα με τον Κικέρωνα είναι το θησαυροφυλάκιο και ο φύλακας όλων των πραγμάτων. Όμως όταν αυτή διαστρέφεται και γίνεται αντικείμενο καπηλείας, αλλοίωσης και αυθαίρετης προσαρμογής στη σημερινή πραγματικότητα  τότε μάλλον ισχύει αυτό που έλεγε ο αμερικανός ηθοποιός Josh Billings: «Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που μπερδεύουν τη φαντασία με τη μνήμη τους».

Δημοσιεύτηκε στο protagon στις 20.11.2012

Το παράδειγμα της Cosco


«Αν υλοποιηθούν τα σχέδια της κυβέρνησης για την πλήρη ιδιωτικοποίηση δημόσιων επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, η Ελλάδα θα είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα στην οποία τα μεγαλύτερα λιμάνια, το σύνολο των μεγάλων αεροδρομίων, οι τηλεπικοινωνίες, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και άλλοι ζωτικοί τομείς της οικονομίας θα είναι ιδιωτικοί ή και θα ελέγχονται από αντίστοιχους οργανισμούς άλλων χωρών» [...] Αυτή η πολιτική είναι και ξεπερασμένη και αποτυχημένη. Την εφάρμοσαν μόνο στο παρελθόν ακραία νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις όπως της κ. Θάτσερ και του κ. Μητσοτάκη». Θα μπορούσε να είναι απόσπασμα ομιλίας του κ. Αλέξη Τσίπρα. Όμως πρόκειται για αποστροφή του λόγου του κ. Γιώργου Παπανδρέου, τον Απρίλιο του 2008.  

Τέσσερα χρόνια μετά πολύ λίγοι θυμούνται τις οργισμένες αντιδράσεις και τα πύρινα λόγια σύσσωμης της (τότε) αντιπολίτευσης για την έλευση του κινεζικού κολοσσού στον Πειραιά. Βέβαια ο πρώην πρωθυπουργός στην πορεία ανέκρουσε πρύμναν. Το δε μοντέλο που χρησιμοποιείται («εκχώρηση του δικαιώματος μακροχρόνιας εκμετάλλευσης») εξουδετερώνει στην πράξη τους ισχυρισμούς περί απώλειας εθνικής κυριαρχίας: τα «δίκτυα» (δηλαδή οι υποδομές) παραμένουν υπό κρατικό έλεγχο. Πέραν αυτών όμως και τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά.  

Μόλις χθες ανακοινώθηκε η υπογραφή κατ' αρχήν συμφωνίας μεταξύ του προβλήτα ΙΙ της Cosco στον Πειραιά και της Hewlett Packard (HP) για την μεταφορά των προιόντων της τελευταίας στις αγορές τελικού προορισμού, μέσω Πειραιά και ΤΡΑΙΝΟΣΕ. Το δυνητικό όφελος για τον ΟΛΠ και την εθνική Οικονομία εν γένει είναι τεράστιο αν συνυπολογίσουμε το μέγεθος της HP, τον όγκο των εμπορευμάτων και το θετικό κλίμα που μια τέτοια συμφωνία δημιουργεί για ανάλογες επενδύσεις στο μέλλον.  

Όμως τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι τυχαίο. Σε αντίθεση με τον ακατάσχετο βερμπαλισμό που χαρακτηρίζει τον δημόσιο διάλογο στην Ελλάδα, οι αριθμοί είναι ο λιγότερο υποκειμενικός και πλέον ακριβής τρόπος για να προσεγγίσεις την αλήθεια. Το δημόσιο μόνο από την παραχώρηση των σταθμών εισπράττει 2.2 εκατ. ευρώ τον μήνα ενώ έχουν δημιουργηθεί εκατοντάδες νέες θέσεις εργασίας. Η δε Ο.Λ.Π. Α.Ε. παρουσίασε το πρώτο τρίμηνο του 2012 κέρδη 512.000 ευρώ έναντι ζημιών 2,9 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2011. Μαντέψτε ποιος είναι ο αδύναμος κρίκος σ' αυτήν την ιστορία! Ο... ΟΛΠ. Η κερδοφορία του οργανισμού οφείλεται αποκλειστικά στα εξαιρετικά αποτελέσματα της Cosco, αφού η προβλήτα που διαχειρίζεται ο ίδιος είναι προβληματική και «επιβαρύνεται με δάνεια δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ» (Capital.gr, 30.05.2012).  

Αφού λοιπόν κατά κοινή ομολογία το μοντέλο της αλα ελληνικά «κρατικής επιχειρηματικότητας» έχει πλήρως αποτύχει ενώ το παράδειγμα της Cosco μας δείχνει το δρόμο, γιατί να μη το χρησιμοποιήσουμε ως πρότυπο; Σε τελική ανάλυση δεν χρειάζεται να ανακαλύψουμε και την πυρίτιδα. Μια ειδικευμένη επιχείρηση μπορεί να κάνει πολύ  πιο αποτελεσματικά μια δουλειά από το κράτος – επιχειρηματία που δεν χρησιμοποιεί καμία από τις αρχές της Διοίκησης στη λειτουργία του. Με αυτόν τον τρόπο και το κράτος εισπράττει επιπλέον έσοδα και η δουλειά γίνεται καλύτερα.  

Το μοντέλο «συμβάσεων εκμετάλλευσης» είναι ευρέως διαδεδομένο στο σύγχρονο δυτικό κόσμο ενώ το ίδιο ισχύει με το outsourcing. Κατά μιαν έννοια αυτός είναι και ένας πολύ αποτελεσματικός τρόπος να διορθωθούν πλείστες όσες στρεβλώσεις στη δημόσια διοίκηση και στη λειτουργία του κράτους εν γένει.  

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, δηλωτικό της πολυπλοκότητας και της αναποτελεσματικότητας του ελληνικού τρόπου λειτουργίας: Για να ανανεώσεις το δίπλωμα οδήγησης πρέπει να συνδιαλλαγείς με 3-4 διαφορετικούς φορείς του δημοσίου. Πρέπει να παραλάβεις μια βεβαίωση από το αστυνομικό τμήμα, να πληρώσεις γραμμάτια και παράβολα στην εφορία και την Εθνική Τράπεζα και ύστερα να καταθέσεις όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά στα ΚΕΠ ή στο υπουργείο Μεταφορών. Έπειτα θα περιμένεις έναν με ενάμιση μήνα για να παραλάβεις το δίπλωμα από την αρμόδια υπηρεσία. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα απασχολήσεις 4-5 δημοσίους υπαλλήλους, όταν αυτή η δουλειά θα μπορούσε να γίνει σε ένα μόνο σημείο, από έναν υπάλληλο και χωρίς να σπαταλούνται άσκοπα εργατοώρες. Υπάρχει καμιά αμφιβολία για το ποιος από τους δύο τρόπους είναι αποτελεσματικότερος και (μας) κοστίζει λιγότερο;

Δημοσιεύτηκε στη Lifo στις 16.11.2012

Στιγμιότυπα μιας συνεδρίασης

Η αλήθεια είναι ότι δε γίναμε καθόλου σοφότεροι από την συζήτηση της περασμένης Τετάρτης στη Βουλή. Όσοι από περιέργεια, διαστροφή ή επαγγελματική υποχρέωση παρακολούθησαν την κοινοβουλευτική διαδικασία για το μεσοπρόθεσμο μάλλον θα εκνευρίστηκαν και θα απόρησαν με το επίπεδο των πολιτικών μας ταγών.  

Σταχυολογώ μερικά στιγμιότυπα που μου έκαναν εντύπωση ή τέλος πάντων τα βρήκα ενδιαφέροντα μέσα στην παραδοξότητά τους:

- Τον κυνισμό του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του ΚΚΕ κ. Παφίλη που συνοψίζεται σε μια φράση, δηλωτική του τρόπου με τον οποίο προσεγγίζει η αριστερά την «αστική δημοκρατία»: «Εσείς όσο κι αν αποφασίσατε ότι είναι συνταγματικό (σ.σ. το νομοσχέδιο), θα το καταργήσει ο λαός στην πράξη». Με άλλα λόγια, το ΚΚΕ σέβεται τους θεσμούς, αλλά όποτε το βολεύει. Υπέρτατος θεσμός είναι «το δίκιο του...». – Την άγνοια του κ. Τσίπρα για τα στοιχειώδη: χαρακτήρισε την καταχρεωμένη Αγροτική «υγιή τράπεζα» που παραχωρήθηκε χαριστικά στην «χρεοκοπημένη Πειραιώς».

- Τα άλλα ντ' άλλων του κ. Καμμένου που σπατάλησε τη λίγη ώρα που είχε στη διάθεσή του για να αναπτύξει τις θέσεις του για το μεσοπρόθεσμο, μιλώντας για τη Θράκη και το... Σκοπιανό.

- Την προχειρότητα και τον ερασιτεχνισμό του ΥΠ. ΟΙΚ. που θυμήθηκε να εισάγει στο νομοσχέδιο τη ρύθμιση για τα μισθολογικά των υπαλλήλων της Βουλής την τελευταία στιγμή.

- Τέλος, την κλασσική μάχη της «ατάκας» (ποιος χρησιμοποίησε το πιο καλό ευφυολόγημα για να την «πει» στον άλλον). Κραυγές, νεύματα, απειλές, σημαίες που υψώνονταν. Συμπεριφορές δημοτικού σχολείου.

Επίσης, για μια ακόμα φορά ακούσαμε από την αντιπολίτευση (αλλά και από μερίδα της συμπολίτευσης) για ποιους λόγους είναι «κακό» το μνημόνιο. Πάλι, όμως, δεν ακούσαμε την εναλλακτική. Που θα βρούμε τα λεφτά που (έστω και μέσω αιματηρών περικοπών) μας χορηγούν οι ευρωπαίοι εταίροι μας; Ποιο είναι το «plan b», 2.5 χρόνια μετά την υπογραφή του πρώτου μνημονίου, ακόμα δεν έχουμε μάθει.

Ακούω και διαβάζω διάφορα στα κοινωνικά δίκτυα τα τελευταία εικοσιτετράωρα για τους «άχρηστους» βουλευτές μας. Βέβαια μας διαφεύγει μια μικρή λεπτομέρεια: αυτούς εμείς τους εκλέξαμε, ανανεώνοντας τη Βουλή σε ποσοστό 50% σε σχέση με το 2009. Διώξαμε τους «κακούς» και «διεφθαρμένους» και φέραμε στη θέση τους άλλους, οι οποίοι πάλι δε μας κάνουν!  

Ας κοιταχτούμε λίγο μεταξύ μας. Σε τελική ανάλυση, η Βουλή είναι μικρογραφία της κοινωνίας μας. Σάμπως τον ιδιότυπο ορισμό του νόμου του κ. Παφίλη δε τον βλέπουμε να παίρνει σάρκα και οστά σε άπειρες εκφάνσεις της καθημερινής μας ζωής; Η άγνοια για τα βασικά του κ. Τσίπρα, ο εκτός θέματος λόγος και η ροπή στη συνομωσιολογία του κ. Καμένου δεν αντανακλούν δικές μας συμπεριφορές; Η προχειρότητα του κ. Στουρνάρα και οι άναρθρες κραυγές των βουλευτών μας δεν χαρακτηρίζουν τον μέσο έλληνα;  


Πριν λοιπόν ξαναμουτζώσουμε τη Βουλή από το πάνω μέρος της πλατείας και προτού αρχίσουμε να τραγουδούμε ρυθμικά «να καεί, να καεί το...», ας κοιταχτούμε στον καθρέφτη.

Δημοσιεύτηκε στη Lifo στις 10.11.2012 

Μετά την ψηφοφορία

Είναι εκπληκτικό! Απέχουμε λίγες μόνο ώρες από την κρίσιμη ψηφοφορία στη Βουλή και δεν έχουμε συζητήσει καθόλου για την ταμπακιέρα. Ακόμα και την ύστατη ώρα ο δημόσιος διάλογος συνεχίζει να γίνεται επί του φανταστικού. Έτσι το ένα κόμμα έθετε μέχρι πρότινος βέτο για το... επίδομα γάμου, ο μικρότερος κυβερνητικός εταίρος προσανατολίζεται να δηλώσει παρών με αφορμή ένα ήσσονος σημασίας ζήτημα, ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση υπερασπίζεται τα συνδικαλιστικά ρετιρέ του δημοσίου. Η δε κυβέρνηση, δεν μας έχει εξηγήσει ακόμα τι ακριβώς διακυβεύεται στην ψηφοφορία της Τετάρτης.  

Την ίδια ώρα, βέβαια, η πραγματικότητα –με την οποία σχεδόν κανείς σ' αυτή τη χώρα δεν ασχολείται– είναι αμείλικτη: γερμανική φαρμακευτική εταιρεία ανακοίνωσε ότι σταματάει να προμηθεύει με αντικαρκινικά φάρμακα τα ελληνικά δημόσια νοσοκομεία λόγω οφειλών, η ανεργία συνεχίζει να καλπάζει, το κράτος χρωστάει σε ιδιώτες 8.3 δισ. ευρώ, ενώ τα ταμειακά διαθέσιμά του έχουν σχεδόν στερέψει. Και το χειρότερο: δεν ξέρουμε καν αν θα πάρουμε τη δόση.  

Πρακτικά, δύο είναι τα τινά που μπορούν να συμβούν μετά την ψηφοφορία και θα προσπαθήσω να τα περιγράψω με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αποστασιοποίηση και νηφαλιότητα. Σενάριο πρώτο: το σ/ν του ΥΠ.ΟΙΚ. υπερψηφίζεται, «ξεκλειδώνει» η δόση των 31.5 δις και με βάση όλα όσα έχουμε ακούσει ότι θα ακολουθήσουν (επιμήκυνση, κούρεμα κλπ.) μπορούμε να δούμε έστω αμυδρά, έστω και με επιφυλάξεις κάποια ακτίδα φωτός στην άκρη του τούνελ.

Σενάριο δεύτερο: το νομοσχέδιο καταψηφίζεται, η χώρα οδεύει σε εκλογές ξοδεύοντας μερικές ακόμα δεκάδες εκατομμύρια ευρώ (από αυτά που δεν έχει), το κλίμα αποσταθεροποίησης που ζήσαμε μεταξύ Μαΐου – Ιουνίου επιστρέφει και οι επενδυτές φεύγουν άρον άρον από την Ελλάδα. Εύλογα συμπεραίνει κανείς ότι η δόση του δανείου δε θα εκταμιευτεί και έτσι το δημόσιο θα κηρύξει άμεσα στάση πληρωμών. Πριν καν το καταλάβουμε θα έχουμε γυρίσει στη δραχμή, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το (ήδη συμπιεσμένο) βιοτικό μας επίπεδο.  

Στα παραπάνω συνυπολογίστε και κάτι που μου επισήμανε μια φίλη μου, που μόνο «μνημονιακή» δε μπορεί χαρακτηριστεί. Αν επαληθευθεί το πρώτο σενάριο, θα συνεχίσουμε να έχουμε την αρωγή και την «πίεση» των Ευρωπαίων εταίρων μας έτσι ώστε να προχωρήσουν οι αναγκαίες αλλαγές στη διοικητική δομή της χώρας και στο πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης. Αν όχι, αν δηλαδή γυρίσουμε στη δραχμή και αρχίζουμε να κόβουμε χρήμα στην Αγία Παρασκευή, πιστεύει κανείς στα σοβαρά ότι σε λίγα χρόνια δε θα αρχίσουμε πάλι τα ίδια; Αν δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ έρθει στη εξουσία οι διορισμοί θα γίνονται μέσω του... e-gov και του προγράμματος «διαύγεια» και δε θα γεμίσουμε με «ροζ» παιδιά και με τεράστια ελλείμματα σε χρόνο dt; Καλώς ή κακώς έχουμε μάθει να λειτουργούμε μόνο υπό πίεση. Καλό θα ήταν αυτό να αλλάξει και να σταθούμε κάποια στιγμή μόνοι μας στα πόδια μας, αλλά αυτό δε γίνεται από τη μια στιγμή στην άλλη.

Πάντως –αν αυτό έχει κάποια σημασία– πιστεύω ότι μια μεγάλη μερίδα του κόσμου που έχει επίγνωση της πραγματικότητας ενδόμυχα προσδοκά (έστω και με βαριά καρδιά) να περάσουν τα μέτρα και να μην πετάξουμε ό, τι έχουμε πετύχει τα τελευταία χρόνια. Εξάλλου και η αντιπολίτευση δε νομίζω ότι έχει κανένα λόγο να θέλει εκλογές εδώ και τώρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ ούτως ή άλλως δηλώνει ανέτοιμος να κυβερνήσει. Τουλάχιστον σε αυτό το σημείο που τα δύσκολα δεν είναι ακόμα πίσω μας, είναι απείρως ευκολότερο πολιτικά να βρίσκεσαι στην αντιπολίτευση, να κριτικάρεις τους πάντες και τα πάντα και να υπόσχεσαι μαγικές λύσεις εξόδου από την κρίση από το να κυβερνάς.  

Το μόνο που εύχομαι εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα είναι την ώρα της ψηφοφορίας οι βουλευτές να έχουν κατά νουν μια ρήση του καναδού οικονομολόγου Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ. «Η πολιτική, έλεγε ο Γκαλμπρέιθ, δεν είναι η τέχνη του εφικτού, είναι η επιλογή ανάμεσα στο καταστροφικό και το δυσάρεστό». Αν αυτό δεν συμβεί φοβάμαι ότι θα δούμε τις διαφορές αυτών των δύο όχι στη θεωρία αλλά στην πράξη. Τότε όμως θα είναι αργά. 

Δημοσιεύτηκε στη Lifo στις 6.11.12

Η λίστα της ανευθυνότητας

Αν εξετάσουμε την υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ με βάση την κυρίαρχη στην Ελλάδα θεώρηση τα πράγματα είναι απλά: έχουμε να κάνουμε με μερικούς «διαφθαρμένους» πολιτικούς που έπαιζαν την κολοκυθιά με ένα ηλεκτρονικό αρχείο μεγάλης σπουδαιότητας για να καλύψουν Έλληνες «φοροφυγάδες», ενώ ο «γενναίος» δημοσιογράφος που έφερε στην επιφάνεια τα ονόματα της λίστας διώχθηκε ποινικά από τη Δικαιοσύνη.  Όμως είναι έτσι τα πράγματα; Μάλλον όχι έτσι ακριβώς.

Η συγκεκριμένη ανάλυση είναι υπεραπλουστευτική και «μπάζει». Προσεγγίζει το θέμα αποκλειστικά με ηθικούς όρους (το καλό που αντιμάχεται το κακό). Μόνο που αυτή η «σχηματοποίηση» ναι μεν βοηθάει στο να βρούμε θύματα και να κατασκευάσουμε ήρωες –ιδίως το πρώτο έχει γίνει αυτοσκοπός και πάντως όχι εντελώς άδικα– πλην όμως κάπως έτσι χάνουμε την ουσία. Αδυνατούμε να δούμε πτυχές της ιστορίας που είναι χρήσιμες για να ενώσουμε όλα τα κομμάτια του πάζλ και να βγάλουμε ένα λογικό συμπέρασμα. Αν το κάνουμε αυτό θα δούμε ότι στη συγκεκριμένη υπόθεση αντικατοπτρίζονται πλείστες όσες παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας.

Σύμφωνα με τον νόμο του Μέρφι «το να κρατάς αρχείο είναι απόδειξη ότι δουλεύεις». Η απουσία οποιασδήποτε επίσημης διαδικασίας στην προκειμένη περίπτωση είναι απόδειξη του ότι δε δουλεύει σχεδόν τίποτα σωστά στο ευρύτερο δημόσιο. Σε ποια σοβαρή χώρα η παράδοση ένα τόσο σημαντικού (έστω σε επίπεδο «εντυπώσεων») αρχείου θα γινόταν ανεπίσημα, πέρα από κάθε υπηρεσιακή διαδικασία και χωρίς αριθμό πρωτοκόλλου; Δεν είναι μόνο θέμα εντυπώσεων αλλά και ουσίας: αν είχαμε τη στοιχειώδη διοικητική οργάνωση και σοβαρότητα θα ήταν απείρως δυσκολότερο να αλλάζει ένα usb χέρια εν κρυπτώ χωρίς κανείς να αναλαμβάνει την ευθύνη.        

Η αλήθεια είναι ότι με όσα έχουμε ακούσει ως τώρα είναι πολύ πιθανό η λίστα  (ως προϊόν υποκλοπής) να μην μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, τουλάχιστον πρωτογενώς· για να φορολογηθούν οι καταθέσεις δεν αρκεί ο «τσαμπουκάς» της ελληνικής πλευράς αλλά απαιτείται η σύναψη διακρατικής συμφωνίας με την Ελβετία, διαδικασία που απαιτεί χρόνο και διαπραγμάτευση. Ωστόσο ο χειρισμός της υπόθεσης από δύο διαδοχικούς υπουργούς δίνει αφορμές για κακόπιστη κριτική. Όμως ακριβώς επειδή είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν μπορεί να αξιοποιηθεί η λίστα και επειδή οι δικαστικές αρχές έχουν ήδη τα στοιχεία και προχωρούν τις έρευνες, η κίνηση Βαξεβάνη έχει μόνο επικοινωνιακή και όχι πρακτική αξία. Ούτως ή άλλως δεν είναι παράνομο να μεταφέρει κανείς χρήματα στο εξωτερικό και σε τελική ανάλυση είναι δουλειά του κράτους να δει αν μπορεί να φορολογήσει τις καταθέσεις. Εξάλλου σάμπως ξέρει κανείς αν η συγκεκριμένη λίστα είναι αυθεντική ή κατασκευασμένη;

Δε θα μπούμε στην ουσία του ζητήματος, αν δηλαδή η δημοσίευση είναι πράξη ποινικά κολάσιμη –αυτή είναι δουλειά της Δικαιοσύνης. Όμως δεν μπορούμε να μη σταθούμε στις λεκτικές πιρουέτες και στις αντιφάσεις του κ. Βαξεβάνη. Ο δημοσιογράφος υποστηρίζει ότι με αυτή του την ενέργεια προστάτευσε τους καταθέτες (!)  που μέσω της λίστας «κρατούνταν όμηροι εκβιασμών και λασπολογίας». Κάτι σαν αυτόκλητος προστάτης. Έπειτα, στην προσπάθειά του να υπερασπιστεί την ορθότητα της δημοσίευσης των ονομάτων αυτοανερείται. Λέει: «Επειδή σεβόμαστε (…) το δικαίωμα του καθενός να διατηρεί λογαριασμό γι αυτό και ενσυνείδητα δεν δημοσιεύσαμε (…) τα ποσά που περιέχονται στους εν λόγω λογαριασμούς». Όμως αν τα ποσά που περιέχονται στους λογαριασμούς εμπίπτουν στη σφαίρα των προσωπικών δεδομένων όπως παραδέχεται ο κ. Βαξεβάνης, πώς γίνεται να μην ισχύει το ίδιο και με τα ονόματα των καταθετών;

Δυστυχώς ο τρόπος με τον οποίο διαχειριστήκαν όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς την υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ καταδεικνύει την ανευθυνότητα με την οποία προσεγγίζουμε τα σοβαρά ζητήματα σ’ αυτή τη χώρα  –με προχειρότητα, λαϊκιστικές κορώνες, καιροσκοπισμό, υποκρισία και περίσσια «οργή» αντί κοινής λογικής. Μόνο που αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος να διαιωνίζεις ένα πρόβλημα και όχι να το λύσεις.

Δημοσιεύτηκε στο protagon στις 2.11.2012

Τα απόνερα μιας συνέντευξης

Η συνέντευξη του γ.γ. της Χρυσής Αυγής στον ΣΚΑΪ  στον Κωνσταντίνο Μπογδάνο προκάλεσε πολλές αντιδράσεις. Δεδομένου ότι σύμφωνα με την κυρίαρχη αριστερόστροφη θεώρηση είναι «κακό» να δίνεις βήμα στους ακροδεξιούς, επειδή έτσι τους δίνεις την ευκαιρία να αυξήσουν την πολιτικό-κοινωνική τους επιρροή, οι αντιδράσεις ήταν αναμενόμενες. Βέβαια αυτή η ανάλυση πάσχει: παίρνει ως δεδομένο ότι οι Έλληνες είναι τόσο ανόητοι που πρέπει να τους προστατεύουμε από τις «κακές επιρροές» –έστω και αν μεταχειριζόμαστε έτσι ένα κατεξοχήν όπλο της ακροδεξιάς: την λογοκρισία.  

Υποστηρίζουν ότι ο δημοσιογράφος του ΣΚΑΪ έδειχνε να μην έχει καμία επαφή με την πολιτική και την κοινωνία και ότι εξισώνει την αριστερή και τη δεξιά βία. Στο όνομα του κ. Μπογδάνου κατηγορούν το «αστικό μπλοκ» για αναξιοπιστία «γιατί έχει μάθει να επικαλείται τη δημοκρατία μόνο όταν νιώθει να χάνει τη προνομιακή διαχείριση του φόβου» . Αλήθεια; Μα το «αστικό μπλοκ» δεν ήταν αυτό που φώναζε εδώ και χρόνια για το πόσο επικίνδυνο είναι το κλίμα τυφλής βίας και παρανομίας που είχε κατακλύσει το δημόσιο χώρο τα τελευταία χρόνια, φαλκιδεύοντας την δημοκρατία μας; (από τα γιαούρτια στους «μνημονιακούς» δημοσιογράφους και το χτίσιμο καθηγητών στα γραφεία τους, μέχρι τα χάπενινγκ του ΠΑΜΕ και του κ. Φωτόπουλου).  

Κατηγορούν τον κ. Μπογδάνο για το ύφος, τις ερωτήσεις του και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Βέβαια στη θεωρία είναι όλα πολύ εύκολα και ο Έλληνας ως κατεξοχήν «προπονητής της εξέδρας» θεωρεί ότι θα μπορούσε να κάνει καλύτερες ερωτήσεις στον κ. Μιχαλολιάκο. Μόνο που τους διαφεύγει μια μικρή «λεπτομέρεια»: Σαν να ξεχνάμε ότι με έναν συνομιλητή τύπου Μιχαλολιάκου δε μπορείς να κάνεις διάλογο! Συνέχεια διακόπτει, αρχίζει να απαντάει πριν ολοκληρωθεί η διατύπωση της ερώτησης και γενικά κάνει ότι μπορεί για να προκαλέσει σαματά, ουρλιάζοντας, πετώντας σοφιστείες και λαϊκίστικα τσιτάτα. Συγνώμη, αλλά πιστεύω ότι με αυτούς τους όρους ακόμα και ο ικανότερος δημοσιογράφος στη γη δε θα μπορούσε να πάρει μια πολύ καλύτερη συνέντευξη.  

Το ερώτημα που με απασχολεί από χθες είναι αν αυτή η συνέντευξη έπρεπε να γίνει, αν είχε κάποιο ιδιαίτερο νόημα πέραν της αναμενόμενης υψηλής τηλεθέασης. Ακόμα δεν έχω καταλήξει κάπου. Πάντως ίσως για πρώτη φορά να είδαμε πόσο γυμνός είναι ο βασιλιάς. Το ότι ο παρουσιαστής της εκπομπής κατάφερε και τον τσάντισε, το ότι τον έκανε να χειρονομεί, να απειλεί, να σφίγγει τη γροθιά του και να παίζει με τη γραβάτα του, εμένα μου άρεσε. Δε νομίζω ότι είχαμε δει ποτέ ως τώρα κάτι τόσο αποκαλυπτικό για τον κ. Μιχαλολιάκο.  

Βέβαια ακόμα και αυτή η ανάγνωση είναι υπό αίρεση. Αμφιβάλλω αν το αμόρφωτο κοινό του κ. Μιχαλολιάκου άλλαξε γνώμη με όσα είδε χθες. Οι υπόλοιποι μπορεί να βρήκαμε μερικούς ακόμα καλούς λόγους να αντιπαθήσουμε την Χ.Α., αλλά οι φαν του πιθανότατα θα νομίζουν ότι ο «αρχηγός» έσκισε, ότι τάπωσε τον δημοσιογράφο του ΣΚΑΪ, ότι τα έχωσε στο σύστημα κοκ.  

Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει μια πολύ μεγάλη ομοιότητα στον τρόπο με τον οποίο τοποθετήθηκαν τα δύο άκρα απέναντι στη συνέντευξη Μιχαλολιάκου. Ακροδεξιοί και αριστερόστροφοι λαϊκιστές ενοχλήθηκαν από το φλέγμα, την ψυχραιμία και την νηφαλιότητα που επέδειξε ο κ. Μπογδάνος και την «αστική ευπρέπεια» με την οποία αντιμετώπισε έναν τόσο κακό συνομιλητή. Πιθανότατα θα προτιμούσαν στη θέση του έναν δημοσιογράφο σαν τον κ. Τράγκα, που θα κούναγε το δάχτυλο, θα σήκωνε το φρύδι και θα απαντούσε με ουρλιαχτά και ύβρεις στις σοφιστείες Μιχαλολιάκου. Αυτό μάλιστα, θα ήταν ένα πολύ καλό δείγμα μαχητικής δημοσιογραφίας, ε; 

Δημοσιεύθηκε στη "Lifo" στις 28.10.2012