Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 28, 2012

Το άλλο δίδαγμα από την υπόθεση του «Γέροντα Παστίτσιου»


Σε προηγούμενο άρθρο μου στο «Βήμα» είχα επιχειρηματολογήσει κατά της δίωξης του «Γέροντα Παστίτσιου». Μπορεί η συγκεκριμένη ιστοσελίδα να μου φάνηκε ανόητη και κακόγουστη, μπορεί κάποιους να ενόχλησε το περιεχόμενό της, ωστόσο δε θεωρώ ότι είναι λύση η ποινικοποίηση των απόψεων κάποιου στο όνομα μιας θρησκευτικής μισαλλοδοξίας. Κι αυτό γιατί έτσι ανοίγει ένας φαύλος κύκλος λογοκρισίας και δημιουργείται κακό προηγούμενο.

Βέβαια αν και χύθηκε πολύ μελάνι και καταναλώθηκε πολύ φαιά ουσία για την ανάλυση του εν λόγω θέματος, νομίζω ότι μας διέφυγε μια πολύ κρίσιμη παράμετρος. Κατανοώ την ομόθυμη καταδίκη του περιστατικού και προφανώς είμαι απερίφραστα κατά τέτοιων μορφών λογοκρισίας. Ωστόσο αδυνατώ να παρακολουθήσω την επίθεση στην συντεταγμένη Πολιτεία. Η Πολιτεία ενήργησε σύννομα. Το κράτος χρησιμοποίησε την κρατική βία (δίωξη και σύλληψη) για να εφαρμόσει τον νόμο. Κακό, αυταρχικό, παράλογο, αντιφιλελεύθερο (για κάποιους και αντισυνταγματικό) αλλά νόμο.

Οι όποιες συγκρίσεις με τα όσα έγιναν στον αραβικό κόσμο είναι τουλάχιστον άστοχες. Μπορεί η λογική να είναι εν μέρει παρόμοια, όμως τα μεγέθη είναι εντελώς διαφορετικά. Θαρρώ λοιπόν πως βλέπουμε το δέντρο και χάνουμε το δάσος. Ναι ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίστηκε την υπόθεση η Πολιτεία είναι παράλογος, πλην όμως νόμιμος. Βέβαια το ότι ένας τέτοιος νόμος υπάρχει και συχνά πυκνά εφαρμόζεται θα έπρεπε να μας λέει πολλά περισσότερα από τη δίωξη καθαυτή.

Ουσιαστικά στη διάταξη περί «βλασφημίας και καθύβρισης θρησκευμάτων» αντικατοπτρίζονται παγιωμένες νοοτροπίες δεκαετιών μιας αρκετά συντηρητικής κοινωνίας η οποία θέλει το κράτος να ρυθμίζει τα πάντα. Ακόμα και να την προστατεύει από τις «κακές επιρροές». Είναι ο καθρέφτης μιας θρησκόληπτης και δογματικής κοινωνίας που δεν διανοείται να ακούσει κακή κουβέντα για τα ιερά και τα όσιά της. Αν τα παραπάνω έχουν μια βάση λογικής, τότε η υπόθεση του Παστίτσιου είναι μια καλή αφορμή να ρίξουμε μια ματιά σε απαρχαιωμένες διατάξεις του ποινικού κώδικα και να τις αναθεωρήσουμε. Το βασικότερο όμως είναι να δούμε τι έχει πάει στραβά στην κοινωνία μας.

Να προσπαθήσουμε να αποβάλλουμε τον φανατισμό και τον δογματισμό που μας χαρακτηρίζει ως λαό και να δείχνουμε περισσότερη ανοχή στην διαφορετική άποψη, ακόμα και αν αυτή είναι «αιρετική». Φυσικά, όσα προανέφερα είναι κατά βάση θέμα παιδείας και κουλτούρας και θέλουν δουλειά, χρόνο, διάλογο και υπομονή. Το σχήμα που περιγράφω είναι αρκετά θεωρητικό οπότε πρέπει να αναζητήσουμε πρακτικούς τρόπους για να αλλάξουμε αυτές τις νοοτροπίες (π.χ. αλλαγή νομοθετικού πλαισίου, αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα).

Τουλάχιστον αν αντιληφθούμε ότι εκεί ακριβώς –στη νοοτροπία μας– βρίσκεται το πρόβλημα μπορούμε να κάνουμε κάτι, ακόμα και αν δεν αποκτήσουμε κεντροευρωπαϊκές συνήθειες. Αν όμως για μια ακόμα φορά σταθούμε στην «κακή και αυταρχική Πολιτεία» οι μεν, στον «βλάσφημο 27χρονο» οι δε, θα ξαναβρούμε το πρόβλημα μπροστά μας με την πρώτη ευκαιρία.

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» στις 28.09.2012

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 25, 2012

Ο φαύλος κύκλος της λογοκρισίας


Κάθε φορά που εμφανίζεται στη δημόσια σφαίρα κάποιο περιστατικό περιορισμού της ελευθερίας του λόγου ή ποινικοποίησης (εντός ή εκτός εισαγωγικών) των απόψεων κάποιου παριστάνουμε τους έκπληκτους! Έτσι συνέβη και στην περίπτωση του «Γέροντα Παστίτσιου», της σατιρικής σελίδας στο facebook της οποίας ο διαχειριστής συνελήφθη για «βλασφημία» και «καθύβριση θρησκευμάτων».

Βέβαια αν κάποιος παρακολουθεί έστω περιστασιακά την επικαιρότητα μόνο έκπληκτος δεν πρέπει να δηλώνει. Ξεχάσαμε κιόλας τον ντόρο που έγινε με τον αποκλεισμό της κ. Βούλας Παπαχρήστου από τους Ολυμπιακούς Αγώνες για ένα ανόητο tweet; Σάμπως έχει περάσει πολύς καιρός από την διαγραφή του δημοσιογράφου κ. Πάσχου Μανδραβέλη από τα μητρώα της ΕΣΗΕΑ, επειδή «τόλμησε» να ισχυρισθεί ότι δεν έλειψε σε κανέναν η ΕΡΤ κατά τη διάρκεια της απεργίας των δημοσιογράφων; Ή μήπως δεν είναι πρόσφατη η συλλογή υπογραφών και ο συνακόλουθος ντόρος για να σταματήσει να προβάλλεται το τουρκικό σίριαλ για τον Σουλεϊμάν;

Η αλήθεια είναι ότι σε αυτήν την χώρα ο δημόσιος διάλογος ξεχειλίζει από υποκρισία ενώ η μνήμη μας είναι αρκούντως επιλεκτική. Στην ουσία υπάρχει μια πολύ μικρή μερίδα φιλελεύθερων ανθρώπων που υποστηρίζει την απόλυτη ελευθερία της έκφρασης χωρίς αστερίσκους και προαπαιτούμενα και μια μεγάλη πλειοψηφία που χρησιμοποιεί τον όρο κατά το δοκούν ανάλογα με το θέμα που είναι υπό συζήτηση. Έτσι, άνθρωποι που διαρρήγνυαν τα ιμάτια τους για να αποκλειστεί η αθλήτρια του τριπλούν από τους Ο.Α. επειδή αναδημοσίευσε ένα ηλίθιο ανέκδοτο –που με αρκετά λογικά άλματα μπορεί να χαρακτηριστεί ρατσιστικό–, τώρα ομιλούν για την ελευθερία της έκφρασης του «Παστίτσιου». Και αντίστροφα: όσοι ζητούσαν να μην τιμωρηθεί η κ. Παπαχρήστου γιατί κάτι τέτοιο θα συνιστούσε λογοκρισία, τώρα θέλουν να μπει φυλακή ο «υβριστής του γέροντα».

Πλην όμως η ελευθερία του λόγου δεν είναι κάτι σχετικό, για να την προσαρμόζουμε σε μια προκρούστεια κλίνη ανάλογα με τις ιδεολογικές μας πεποιθήσεις. Αν κάτι που είπε ή έγραψε κάποιος δεν μας αρέσει αρκεί η αποδοκιμασία του. Αντιθέτως, η οποιασδήποτε μορφής λογοκρισία ή ποινικοποίηση (άτυπη ή μη) δημιουργεί κακό προηγούμενο. Πάντα υπάρχουν κάποιοι που ενοχλούνται από το λόγο κάποιων άλλων. Όπως για μερικούς ήταν προσβλητικό το χιούμορ της κ. Παπαχρήστου, για κάποιους άλλους είναι ανεπίτρεπτο το να κοροϊδεύεις έναν νεκρό μοναχό κοκ.

Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο υπερασπιζόμουνα από αυτές εδώ τις στήλες την ελευθερία της κ. Παπαχρήστου να εκφράζει την άποψη της ακόμα και αν διαφωνούσα κάθετα μαζί της. Γι' αυτό υποστήριζα ότι δεν πρέπει να διακοπεί η προβολή του «Σουλεϊμάν» ακόμα και αν δεν είμαι «φαν». Είναι απλό: όταν ξεσηκώνονται οι «ευαίσθητοι συνδικαλιστές» για το κείμενο του κ. Μανδραβέλη, είναι αναμενόμενο να ξεσηκωθούν οι «ευαίσθητοι αριστεροί» για το χαζό tweet της αθλήτριας ή οι «ευαίσθητοι ελληνορθόδοξοι πατριώτες» για τον Παστίτσιο και τον Σουλεϊμάν.

Είναι φαύλος κύκλος. Χειρότερα: αυτή η «σχετικοποίηση» των κανόνων του τι είναι αποδεκτό και τι όχι ανάλογα με την περίπτωση μας κάνει να μην αντιλαμβανόμαστε καν ότι δημιουργούμε προηγούμενο που δικαιολογεί πράξεις λογοκρισίας.

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» στις 25.09.2012

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 20, 2012

«Καλή» και «κακή» βία;

Τις τελευταίες μέρες επανήλθε στο προσκήνιο η συζήτηση περί της «πολιτικής βίας» (ακροδεξιάς ή ακροαριστερής μορφής), με αφορμή την απόφαση του Σύριζα να μην υπερψηφίσει ψήφισμα της Βουλής που καταδικάζει τη βία της Χ.Α. Ακούσαμε πολλά και διάφορα από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και άλλους «στρατευμένους» αριστερούς: Μίλησαν για συμψηφιστική λογική του αστικού κόσμου μέσω της οποίας ευνοείται η Χ.Α(!), για ταξικές συγκρούσεις που «μπορεί να είναι και βίαιες», για πράξεις αντίστασης στην βία των κυρίαρχων ελίτ κλπ.

Παρατηρείται λοιπόν το εξής παράδοξο: Η Αριστερά στην Ελλάδα κάνοντας διάφορα λογικά άλματα φτάνει στο σημείο να αυτοαναιρείται για να υποστηρίξει τις θέσεις της. Έτσι, ξεχειλώνοντας τον ορισμό της βίας, μας μιλάει για τον «βίαιο καπιταλισμό», χαρακτηρίζει ως «βία» αποφάσεις τις συντεταγμένης Πολιτείας κοκ. Από την άλλη, για φαινόμενα που κατά κοινή ομολογία έχουν άμεσο φυσικό αποτέλεσμα στους παθόντες, όπως π.χ. το χτίσιμο ενός καθηγητή στο γραφείο του, η απαγόρευση σε τουρίστες να εξέλθουν από το πλοίο, ή το λιντσάρισμα βουλευτών δε λέει κουβέντα ή μάλλον με τη στάση της δείχνει να τα επικροτεί.

Λένε: μα είναι ίδια η βία της ακροδεξιάς που κυνηγάει μετανάστες με τις «πράξεις αντίστασης» της Αριστεράς; Ουσιαστικά πρόκειται το γνωστό εύρημα περί «καλής» και «κακής» βίας. Όμως γιατί πρέπει να διαλέξουμε σώνει και καλά κάποια αποδεκτή μορφή βίας; Δε μας αρκούν οι διαδικασίες τις αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας; Και όπου αυτές χάσκουν γιατί να τις υπονομεύουμε αντί να προσπαθούμε να τις εμπλουτίσουμε; Το μεγαλύτερο πρόβλημα με το διαχωρισμό της βίας σε «καλή» και «κακή» είναι αφενός ότι δίνει πάτημα στην αντίπερα (ιδεολογικά) όχθη να κάνει τα ίδια, ενώ ταυτόχρονα εθίζει την κοινωνία σε διάφορες μορφές τραμπουκισμού, σε σημείο αυτές οι εκδηλώσεις να θεωρούνται κάτι περίπου «φυσιολογικό».

Ξέρω ότι μπορεί να μου πείτε ότι οι αριστεροί έχουν ένα ανώτερο καλό σκοπό. Βέβαια η «ηθική» υπεροχή του καλού, αγνού και αμόλυντου κομμουνισμού ενταφιάστηκε μαζί με τους εκατομμύρια νεκρούς του Στάλιν. Έπειτα, ακόμα και οι νεοναζί που όλοι καταδικάζουμε πιστεύουν ότι κάνουν το καλό όταν βιαιοπραγούν! Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, επειδή ο καθένας μπορεί να χρησιμοποιήσει πλείστες όσες δικαιολογίες για να καλύψει τις πράξεις του και να φτάσουμε στο σημείο (δεν απέχουμε και πολύ) κοινωνικές ομάδες να μετέρχονται τη βία εφευρίσκοντας πάντα κάποιον «καλό σκοπό», ο ορισμός της βίας δεν μπορεί να είναι διασταλτικός.

Στην τελική, μέχρι να γίνει η... επανάσταση ισχύουν οι νόμοι της Ελληνικής Δημοκρατίας. Για όλους. Είτε ντύνουν τις πράξεις τους με «προοδευτικό» αμπαλάζ, είτε χρησιμοποιούν τον μανδύα του «πατριωτισμού»…

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» στις 20.09.2012

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 17, 2012

Περί της Χρυσής Αυγής

Για να είμαι ειλικρινής η κατακόρυφη άνοδος της ακροδεξιάς δεν με εκπλήσσει και τόσο πολύ. Πρώτον για ιστορικούς λόγους: έχει πολλάκις αποδειχθεί ότι σε περιόδους οικονομικής δυσπραγίας η κοινωνία στρέφεται σε ακραίες λύσεις (χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης). Ο δεύτερος λόγος είναι πολιτικός: ακόμα και αν δεν το είχαμε αντιληφθεί η ακροδεξιά έστω και στην πιο light εκδοχή της είχε εισέλθει καιρό πριν στην κεντρική πολιτική σκηνή μέσω του ΛΑΟΣ. Πριν από 5 χρόνια προσπαθώντας να ερμηνεύσουμε το «φαινόμενο» ΛΑΟΣ υποστηρίζαμε ενάντια στην κυρίαρχη τότε άποψη ότι «ίσως τελικά δεν πρόκειται μόνο για ψήφο διαμαρτυρίας. Ίσως υπάρχει και κάποιο κοινωνικοπολιτικό υπόβαθρο από πίσω...».

Τελικά αποδεικνύεται ότι το κοινωνικο-πολιτικό υπόβαθρο όντως υπήρχε και η κρίση απλά του έδωσε την ευκαιρία να πάρει μια πιο εξτρεμιστική μορφή. Είναι λογικό: αν θεωρήσεις πως η ακροδεξιά σε εκφράζει πολιτικά, θα έρθει η στιγμή που θα επιλέξεις την «γνήσια» και πιο ριζοσπαστική εκδοχή της. Εξάλλου στα μάτια του μέσου πολίτη η –άγνωστη πριν τις εκλογές– Χρυσή Αυγή εξέφραζε με τον καλύτερο τρόπο την «αντισυστημική» ψήφο. Παράλληλα, το κόμμα του κ. Μιχαλολιάκου φρόντιζε με τις πράξεις του να συντηρεί το μύθο του «φιλολαϊκού» κόμματος κάνοντας αγαθοεργίες και προσφέροντας προστασία στους ηλικιωμένους των γκέτο της Αθήνας, αποποιούμενο την ταμπέλα του νεοναζισμού. Πλην όμως ο έρωτας, ο βήχας και η ιδεολογική τοποθέτηση ενός κομματικού φορέα δεν κρύβονται για πολύ.

Ήταν απλά θέμα χρόνου να βγει στην επιφάνεια ο πραγματικός εαυτός της Χ.Α. Έτσι τα συσσίτια για τους απόρους (Έλληνες) μετατράπηκαν σε πογκρόμ εναντίον μεταναστών και σε γροθιές εναντίον διαφωνούντων βουλευτών. Αυτό το φαινόμενο είναι επικίνδυνο για προφανείς και αυτονόητους λόγους: πέραν του ότι χρησιμοποιεί έκνομες μεθόδους, διαρρηγνύει την ήδη τραυματισμένη κοινωνική συνοχή ενώ παράλληλα ευνοεί κρούσματα ρατσισμού και φυλετισμού, σπέρνοντας ταυτόχρονα τη διχόνοια σε έναν ούτως ή άλλως διχασμένο λαό. Το κακό είναι ότι στην αντιμετώπιση του υπάρχουν τρεις εγγενείς δυσκολίες.

Πρώτον, παρόμοιες πρακτικές βίας και τραμπουκισμού έχουν σε μεγάλο βαθμό «νομιμοποιηθεί» στα μάτια της κοινωνίας. Ουσιαστικά είναι η βία της ακροαριστεράς που έχτιζε καθηγητές στα πανεπιστήμια και προπηλάκιζε τους τουρίστες στα λιμάνια, από την ανάποδη. Δεύτερον, η επιθετική ρητορεία που συχνά χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση της Χ.Α. δε βοηθάει• χειρότερα: αν πιστέψουμε τις τελευταίες δημοσκοπήσεις μάλλον ωθεί περισσότερο τον κόσμο στις αγκάλες της. Με την ίδια λογική, μια τυχόν απαγόρευση της Χ.Α. θα της δώσει ακόμα μεγαλύτερη δυναμική.

Τέλος η Χ.Α. πριν καλά καλά το καταλάβουμε έγινε όσο “mainstream” ήταν ο ΛΑΟΣ στα late 00’s. Βλέπεις παντού ανθρώπους που δεν ντρέπονται –κάθε άλλο θα έλεγα– να δηλώσουν δημόσια την προτίμησή τους στο συγκεκριμένο κόμμα. Το πρόβλημα της ακροδεξιάς δε λύνεται με ξόρκια και κατάρες αλλά με πράξεις. Το κράτος οφείλει να κάνει όσο καλύτερα μπορεί τη δουλειά του στο θέμα της παράνομης μετανάστευσης έτσι ώστε να μην αφήνει περιθώρια δράσης στο παρακράτος της Χ.Α. Και όπου οι πράξεις μελών και στελεχών του κόμματος δε συμβαδίζουν με τη νομιμότητα, η Πολιτεία πρέπει να είναι αμείλικτη.

Ταυτόχρονα όλοι όσοι συμμετέχουν στο δημόσιο διάλογο να οφείλουν να εξηγήσουν με ψυχραιμία και νηφαλιότητα γιατί ο φασισμός είναι κάτι κακό. Σε τελική ανάλυση, είναι ζήτημα δημοκρατίας…

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» στις 17.09.2012

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 15, 2012

Η απάντηση ενός «νεοφιλελεύθερου ψευδοαριστερού μαρξιστή»

Γράφοντας το τελευταίο άρθρο περί της σειράς του Ant1 «Σουλεϊμάν» σαφώς και περίμενα ότι θα υπάρξουν αντιδράσεις από τους γνωστούς «εθνικιστικούς κύκλους». Το εύρος των αντιδράσεων αρχικά με εξέπληξε. Βέβαια όταν επισκέφτηκα την ιστοσελίδα του «Άρδην» κατάλαβα. Ανάρτηση καλούσε τους φαν του κ. Καραμπελιά να επισκεφτούν τη σελίδα του «Βήματος» και απαντήσουν στις «ανοησίες» μου. Εξ ου και τα τόσα εκπληκτικής ομοιότητας σχόλια. Καθότι η πενία (σκέψης) τέχνας κατεργάζεται, η ένδεια επιχειρημάτων υποκαθίσταται με προσωπικούς χαρακτηρισμούς. Έτσι, μαθαίνω ότι είμαι «δημοσιογραφικό φερέφωνο», ότι έχω «παλαιομοδίτικες ψευδοαριστερές ιδεοληψίες», ενώ την ίδια στιγμή είμαι «νέο-φιλελεύθερος» και το γραπτό μου είναι δείγμα «κακοχωνεμένου μαρξισμού». Ένας νεοφιλελεύθερος ψευδοαριστερός μαρξιστής. Καλό!

Όμως ο κ. Λεωνίδας Κουμάκης σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε σε διάφορα μπλογκ πάει τους χαρακτηρισμούς αυτούς ένα βήμα παραπέρα. Υποστηρίζει ότι έγραψα το συγκεκριμένο άρθρο κατ’ εντολή μετόχου του Mega! Το σκεπτικό του είναι λίγο προωθημένο μέσα στον απλοϊκότητά του, αλλά εξίσου συνομωσιολογικό με τις θεωρίες του κ. Καραμπελιά.

Σύμφωνα με αυτό: το Mega προβάλλει τούρκικα σίριαλ. Ο Ant1 προβάλλει τουρκικά σίριαλ. Άρα το Mega δε μπορεί παρά να είναι αλληλέγγυο στον Ant1. Το Mega συνδέεται με τον ΔΟΛ άρα, δε μπορεί, κάποιος από τον ΔΟΛ έβαλε τον Δ. Τζίνη να γράψει το συγκεκριμένο άρθρο.

Εδώ βεβαίως λανθάνουν πλείστα όσα λογικά άλματα καθώς και μια σοφιστεία μέσω της χρήσης συλλογισμού «λήψης του ζητουμένου» (όταν δηλ. κάτι που πρέπει να αποδειχτεί λαμβάνεται ως αυταπόδεικτο).

Ας σοβαρευτούμε. Δε προτίθεμαι να κάνω μαθήματα ρητορικής στον κ. Κουμάκη, απλά θα του συστήσω να διαβάζει λίγο πιο προσεκτικά. Αν το κάνει αυτό, ίσως την επόμενη φορά να δει ότι το άρθρο αυτό ήταν κάτω από την ενότητα «Γνώμες Αναγνωστών», έτσι ώστε να μην εκτίθεται τόσο εύκολα…

Επί της ουσίας, απάντηση σε όσα υποστηρίζω δεν πήρα. Συνεχίζω να μην μπορώ να αντιληφθώ γιατί να πρέπει να «κοπεί» μια σειρά (έστω και αν είναι «κακή», έστω και αν προσωπικά δεν μου αρέσει, ούτε την παρακολουθώ). Είναι σαν να υποστηρίζεις ότι επειδή σαν λαός δεν έχουμε οξυμένη κριτική ικανότητα, είναι φρόνιμο να μην εκτιθέμαστε σε «κακές» επιρροές.

Ακόμα λοιπόν και αν αυτή η σειρά είναι για κάποιους «κακή», «ανιστόρητη» και «προπαγανδιστική» έχουμε αρκετούς λόγους να συνεχίσει να προβάλλεται. Αντίστοιχοι φόβοι με αυτούς του κ. Καραμπελιά διατύπωναν οι συντηρητικοί της Μ. Βρετανίας στα μέσα του 19ου αιώνα. Η ελευθερία του λόγου ενέχει τον κίνδυνο να εισάγει δαιμόνια στην κοινωνία υποστήριζαν (και) τότε οι επικριτές της, για να πάρουν την κατάλληλη απάντηση από τον μεγάλο Άγγλο φιλόσοφο Τζον Στούαρτ Μιλ. “«Τι έχουμε να φοβηθούμε;» ρωτούσε ο Μιλ. Αν οι ιδέες, οι απόψεις που δημοσιοποιούνται είναι καλές, τότε η κοινωνία βρίσκεται στο κέρδος. Αν οι ιδέες που ελεύθερα δημοσιοποιούνται είναι κακές τότε εκτίθενται και θωρακίζουν τις καλές απόψεις που ήδη έχουμε.

Γι’ αυτό αφήστε τον κόσμο να εκτίθεται και στο τέλος θα έχουμε κέρδος έτσι κι αλλιώς” (Πάσχος Μανδραβέλης, «Η Καθημερινή», 22.03.2009). Κέρδος από προσταγές του τύπου «μην δεις», «μην αγοράσεις τα προιόντα που διαφημίζονται στην τάδε σειρά» και άλλα γραφικά, δεν πρόκειται να έχουμε. Δε χρειάζεται να είσαι δα και ο Τζον Στουάρτ Μιλ για να το καταλάβεις…

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» στις 11.09.2012

Ο Σουλεϊμάν, η «πολιτισμική τουρκοποίηση» και τα εθνικιστικά φαντάσματα


Ομολογώ ότι έχω παρακολουθήσει μόνο αποσπασματικά τα διάφορα τουρκικά σίριαλ που προβάλλονται τα τελευταία χρόνια στην ελληνική τηλεόραση. Πρέπει επίσης να διευκρινίσω ότι δε με έχουν συγκινήσει ιδιαίτερα, μου είναι μάλλον αδιάφορα. Εντούτοις δε δυσκολεύομαι να κατανοήσω την εμπορική τους επιτυχία· το «κόνσεπτ» έχει όλα όσα αποδεδειγμένα επιζητεί ο Έλληνας τηλεθεατής: πάθη, ίντριγκες, δολοπλοκίες, βεντέτες κλπ.

Στην ίδια πάνω κάτω λογική κινείται και ο «Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής», το νέο σίριαλ του ANT1, που αφηγείται την Ιστορία του Οθωμανού Σουλτάνου. Η προβολή του «Σουλεϊμάν» προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Διάφορες οργανώσεις εξέφρασαν την έντονη αντίδραση τους στην προβολή του συγκεκριμένου σίριαλ, αλλά το περιοδικό «Άρδην» πήγε την κριτική του ένα βήμα παραπέρα.

Σύμφωνα με τον κ. Γιώργο Καραμπελιά, αρθρογράφο του περιοδικού, «το τουρκικό κράτος να έχει ήδη καταλάβει τις ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες της Ελληνικής Δημοκρατίας, χωρίς ακόμα να χρειαστεί να καταλάβει το έδαφος της Ελλάδας»! «Κάθε μέρα, συνεχίζει ο κ. Καραμπελιάς, η Τουρκία αιχμαλωτίζει το φαντασιακό, τη διασκέδαση και την αποβλάκωση των Ελλήνων που, αλαλιασμένοι από τα χαράτσια της Μέρκελ, είναι έτοιμοι να παραδοθούν, τουλάχιστον ιδεολογικά, στον Νταβούτογλου και τον Ερντογάν».

Ο αρθρογράφος διαπιστώνει ότι οι συγκεκριμένες παραγωγές «είναι ειδικά φτιαγμένες ως προπαγανδιστικό όπλο για την επανοθωμανοποίηση των βαλκανικών λαών και των Ελλήνων» ενώ «απαγορεύεται να μεταγλωττιστούν και μεταδίδονται με ελληνικούς υποτίτλους, ώστε να εθιζόμαστε στην τουρκική γλώσσα (…)» αλλά και «σε αυτά που πρόκειται να ακολουθήσουν, την υπαγωγή της Ελλάδας και της Κύπρου απευθείας στο νεο-οθωμανικό οικοδόμημα».

Λεπτομέρεια: Η τόσο διεξοδική και εμπεριστατομένη ανάλυση του αρθρογράφου είναι προϊόν… «πρόχειρης τηλεθέασης δύο ημερών»! Δεν γνωρίζω που έμαθε ο κ. Καραμπελιάς ότι απαγορεύεται η μεταγλώττιση των συγκεκριμένων προγραμμάτων. Τα επιχειρήματα του πάντως δεν αντέχουν σε σοβαρή κριτική.

Καταρχάς, όταν γυρίστηκε η συγκεκριμένη «προπαγανδιστική» παραγωγή που «αποβλακώνει τους Έλληνες», κανείς δεν ήξερε αν θα την αγοράσει ελληνικό κανάλι. Και πράγματι αυτό έγινε με καθυστέρηση· η σειρά προβλήθηκε πριν από έναν χρόνο στην Τουρκία. Άρα το “target group” ήταν το τουρκικό τηλεοπτικό κοινό.

Έπειτα, εξυφαίνοντας συνωμοσίες κατά του Ελληνισμού, ο κ. Καραμπελιάς προσπερνάει (εκτός αν αγνοεί) στοιχειώδεις αρχές των Οικονομικών: το μόνο που υπάρχει πίσω από την προβολή της συγκεκριμένης σειράς είναι η σχέση κόστους / οφέλους για το x, y, z κανάλι. Οι τουρκικές παραγωγές έχουν ασύγκριτα χαμηλότερο κόστος από την παραγωγή μιας ελληνικής σειράς και –μέσω της αποδεδειγμένα υψηλής τηλεθέασής τους– φέρνουν τα λεφτά τους πίσω και με το παραπάνω.

Γράφαμε και παλαιότερα* ότι «η τέχνη δεν είναι τίποτα άλλο παρά η πρωτότυπη (και σαφώς όχι επιστημονική) προσέγγιση ενός θέματος από έναν δημιουργό. Ο δημιουργός πλάθει ιστορία, δεν την αναπαράγει. Άρα το έργο (πρέπει να) εξετάζεται με αμιγώς καλλιτεχνικά κριτήρια και όχι με όρους ιστορικής ακρίβειας». Εν ολίγοις, αν ένα σίριαλ δεν σου αρέσει, σου είναι αδιάφορο ή προκαλεί την αισθητική σου, απλά κλείνεις την τηλεόραση. Το να δίνεις όμως σε μια τηλεοπτική σειρά ιδιότητες που δεν έχει είναι βλακώδες.

Πιο επικίνδυνη από την "πολιτισμική Τουρκοποίηση" μέσω των τηλεοπτικών σίριαλ και της "κατάληψης ραδιοτηλεοπτικών συχνοτήτων της Ελληνικής Δημοκρατίας από το τουρκικό κράτος", είναι η ανοησία που μας δέρνει και που μας κάνει να βλέπουμε εθνικιστικά φαντάσματα εκεί που δεν υπάρχουν. Έτσι, σπαταλάμε φαιά ουσία ασχολούμενοι με τα επουσιώδη, ενώ την ίδια στιγμή μας διαφεύγουν τα σημαντικά…

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» στις 07.09.2012

Η «δολοφονία» μιας είδησης

Η υπόθεση τα είχε όλα: αίμα, απιστία, «σατανικούς» εραστές, «διαβολικά» σχέδια. Δεν πρέπει να εκπλήσσει κανέναν, λοιπόν, το γεγονός ότι τα μέσα ενημέρωσης ασχολήθηκαν τόσο πολύ με τη δολοφονία του ιερέα από τη γυναίκα του και τον εραστή της. Αυτό που ενδεχομένως θα έπρεπε να μας εκπλήσσει (αν δεν το είχαμε προ πολλού συνηθίσει) είναι η διαχείριση του θέματος από πλευράς μίντια.

Η εικόνα μιλάει από μόνη της. Στο τηλεπαράθυρο, δίπλα στον παρουσιαστή της ενημερωτικής εκπομπής αθηναϊκού καναλιού βρίσκεται ρεπόρτερ ενημερωτικής ιστοσελίδας της Ηλείας. «Πολύ περίεργη υπόθεση» σχολιάζει ανοίγοντας την κουβέντα ο άνκορμαν. Ο έτερος δημοσιογράφος μειδιά. Προς στιγμήν φαίνεται να ξεχνάει τον λόγο για τον οποίο βρίσκεται στο στούντιο. Μάλλον στο μυαλό του κυριαρχούν τα 3 λεπτά (πανελλαδικής) δημοσιότητας που του έλαχαν. Τέτοιες ειδήσεις είναι η χαρά των περιφερειακών ΜΜΕ και των δημοσιογράφων τους, που βλέπουν την ευκαιρία να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα: να «μιλήσουν» σε ένα ευρύτερο κοινό. Όμως πάνω στον ενθουσιασμό τους ξεχνούν τις βασικές αρχές που διέπουν το δημοσιογραφικό επάγγελμα.

Έτσι, πληροφορίες βαφτίζονται ειδήσεις, ανακρίβειες εκστομίζονται με απόλυτη βεβαιότητα και οι επιθετικοί προσδιορισμοί κυριαρχούν πάνω στην είδηση. Αναρωτιέμαι όταν μια είδηση μιλάει τόσο πολύ από μόνη της και είναι τόσο σοκαριστική, υπάρχει κανένας λόγος να μιλάς για «σατανικές γυναίκες» και να βάζεις τίτλους του τύπου «είχε το διάβολο μέσα στο σπίτι του» σαν να γράφεις αστυνομικό μυθιστόρημα; Υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος να παριστάνεις τον εγκληματολόγο χρησιμοποιώντας τις γνώσεις σου από σίριαλ τύπου CSI και στο τέλος να αποδεικνύεσαι παντελώς αναξιόπιστος; (σ.σ. μαθαίνουμε ότι ο δράστης πυροβόλησε οκτώ φορές, κάτι που «έδειχνε μίσος και πάθος» αλλά τελικά η σφαίρα ήταν μια).

Κερδίζεις τίποτα με το να μπλέξεις σε όλο αυτό τους συγγενείς του θύματος που βρίσκονται σε τόσο άσχημη κατάσταση απλά για να μάθεις πώς αισθάνονται; (πώς να αισθάνονται άραγε;). Αξίζει τον κόπο για μερικά παραπάνω κλικ να δημοσιεύσεις φωτογραφία του ιερέα που κείτεται νεκρός; Το πιο δυσάρεστο είναι ότι όλο αυτό δεν είναι κάτι καινοφανές.

Η ελληνική δημοσιογραφία μας έχει συνηθίσει σε παρόμοιες προσεγγίσεις σε τόσο ευαίσθητα θέματα. Η αξιοπιστία της έχει εν πολλοίς χαθεί εδώ και καιρό. Θυσιάζεται καθημερινά στο βωμό της αναγνωσιμότητας, της τηλεθέασης και των κλικ. Και κάπως έτσι η είδηση μιας δολοφονίας μετατρέπεται στη «δολοφονία» μιας είδησης. Φαίνεται ότι η δημοσιογραφία τύπου “Bild” μας αντιπροσωπεύει πολύ περισσότερο απ’ όσο νομίζουμε, ό, τι κι αν λέμε, όσο και αν σκούζουμε…

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» στις 06.09.2012

Περί διαφημίσεων και άλλων δαιμονίων

Η τελευταία διαφήμιση της Άμστελ προκάλεσε ποικίλα σχόλια και συζητήσεις, εξαιτίας και της απόφασης του Συμβουλίου Ελέγχου Επικοινωνίας που την έκρινε «παραπλανητική ως προς τα βασικά της μηνύματα που προβάλλουν τον ελληνικό της χαρακτήρα και τη σύνδεση με την ελληνική παράδοση». Σύμφωνα με το τηλεοπτικό σποτ, η γνωστή μπύρα οφείλει το όνομα της στον… «ΑΜ-οιράκη ΣΤΕΛ-ιο» και όχι στον ομώνυμο ποταμό που διασχίζει το Άμστερνταμ.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι συχνά τα διαφημιστικά σποτ βρίσκονται στη «γκρίζα» περιοχή μεταξύ αλήθειας, αληθοφάνειας και αποσιώπησης. Το τελευταίο είναι σημαντικό: η αποσιώπηση μπορεί δυνητικά να εκλάβει χαρακτήρα παραπλάνησης των καταναλωτών. Και επειδή κάποιος κάποτε είχε πει ότι «τα πιο σοβαρά πράγματα τα είπαμε στα αστεία» (και) η συγκεκριμένη διαφήμιση χρησιμοποιεί ως όχημα το χιούμορ. Είναι λογικό: κάθε προσπάθεια να ειπωθεί κάτι αντίστοιχο στα σοβαρά θα είχε τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Προφανώς χρειάζεται στοιχειώδης άγνοια της πραγματικότητας για να θεωρήσει κάποιος ότι η συγκεκριμένη μπύρα είναι ελληνική. Από την άλλη θα ήταν λάθος να μην εντάξουμε το συγκεκριμένο σποτ στο γενικότερο κοινωνικο-οικονομικό πλαίσιο.

Σύμφωνα με πρόσφατη πανελλαδική διαπανεπιστημιακή έρευνα, το τελευταίο διάστημα «παρατηρείται στροφή των Ελλήνων καταναλωτών προς τα εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα, κυρίως τρόφιμα, με βασικό κίνητρο αυτής της επιλογής τη στήριξη της ελληνικής οικονομίας και την καταπολέμηση της ανεργίας» («Η Καθημερινή», 12.08.2012). Υπό αυτό το πρίσμα, είναι αναμενόμενο οι εταιρείες να προσαρμόζουν αναλόγως τη στρατηγική τους. Ακόμα και οι πολυεθνικές, εύλογα επιδιώκουν να υπερτονίσουν τα «ελληνικά» χαρακτηριστικά των προϊόντων τους (πρώτες ύλες, δημιουργία θέσεων εργασίας, χρόνια παρουσίας στην Ελλάδα κοκ).

Δεν πρέπει τέλος να παραβλέψουμε ότι η διαφήμιση της Άμστελ δεν κάνει τίποτα άλλο από το να εφαρμόζει τον «χρυσό» κανόνα του Μάρκετινγκ, σύμφωνα με τον οποίο επιτυχημένη είναι μια διαφήμιση όταν ακούγεται και συζητιέται –πιθανότατα αυτός ήταν ο στόχος της, να προκαλέσει αντιδράσεις και να συζητηθεί έτσι ώστε το μήνυμά της να αποκτήσει πολλαπλάσια ισχύ.

Η αλήθεια είναι ότι το θέμα της διαφήμισης είναι εξαιρετικά πολύπλοκο και τα όρια αλήθειας και επιλεκτικής παρουσίασης των γεγονότων – παραπλάνησης είναι πολλές φορές δυσδιάκριτα. Ο αρμόδιος φορέας (ΣΕΕ) τοποθετήθηκε και, προφανώς, η εταιρεία θα προσαρμόσει αναλόγως την επικοινωνιακή της στρατηγική. Αυτό που έχει περισσότερο σημασία για εμάς τους υπόλοιπους σε μια τόσο δύσκολη συγκυρία είναι πολυεθνικές εταιρίες όπως η μητρική εταιρεία της Άμστελ να παραμείνουν στην ελληνική αγορά, αφού αναμφίβολα με την παρουσία τους συνεισφέρουν στην εθνική Οικονομία…

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» στις 29.08.2012

Τελικά «τα φάγαμε όλοι μαζί»;

Η περιβόητη φράση του κ. Θεόδωρου Πάγκαλου φαίνεται ότι θα ρίχνει βαριά τη σκιά της στο δημόσιο διάλογο για αρκετό καιρό. Με αφορμή την έκδοση του e-book του πρώην αντιπροέδρου αναζωπυρώθηκαν και οι συζητήσεις γύρω από το θέμα, με τους υπέρμαχους και τους πολέμιους της θεωρίας του να διασταυρώνουν τα ξίφη τους. Όμως η αλήθεια είναι κάπου στη μέση.

Πράγματι ενδεχομένως να έχει βάση ο ισχυρισμός ότι «οι πολλοί που κλέβουν από λίγο κάνουν μεγαλύτερη ζημιά από τους λίγους που κλέβουν πολύ». Αλλά για κάθε ιστορία «χαμηλής» διαφθοράς που παρουσιάζει ο κ. Πάγκαλος στο βιβλίο του, υπάρχει και μια ιστορία αδικαιολόγητου πλουτισμού, διορισμών συγγενικών προσώπων και διασπάθισης δημοσίου χρήματος από πολιτικούς.

Προφανώς η διαφθορά και η διαπλοκή είναι σαν το ταγκό: θέλουν δύο. Υπό αυτή την έννοια σαφώς και υπάρχει συνευθύνη μεταξύ πολιτικών και κοινωνίας. Εκτός αυτού, για χρόνια δίναμε με την ψήφο μας μήνυμα ανοχής (αν όχι επιβράβευσης) σε τέτοια φαινόμενα.

Οι κατεξοχήν φορείς των συγκεκριμένων παλαιοκομματικών αντιλήψεων συνήθως επανεκλέγονταν και συνέχιζαν το έργο τους αφού είχαν και τη δικαιολογία ότι «αυτά θέλει ο κόσμος». Δύο στοιχεία ξενίζουν περισσότερο στην ρήση (και την τεκμηρίωσή της) του κ. Πάγκαλου: πρώτον, αυτό το «όλοι μαζί»: Προφανώς και δεν γίνεται ένας υπεύθυνος πολιτικός να γενικεύει σε τόσο μεγάλο βαθμό.

Όχι, δεν συμμετείχαν όλοι σε αυτό το αλισβερίσι. Υπάρχουν και άνθρωποι που πλήρωναν κανονικά τους φόρους τους, δε λάδωναν στην εφορία κοκ. Δεύτερον: ναι μεν «εσείς μας ψηφίζατε και εμείς σας διορίζαμε» αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο βαθμός ευθύνης δεν είναι ο ίδιος, όπως και το όφελος που αποκόμιζε η κάθε πλευρά από αυτή τη «συναλλαγή». Σε τελική ανάλυση ο ρόλος του πολιτικού δεν είναι μόνο να χαϊδεύει τα αυτιά της κοινωνίας και να της κάνει τα χατίρια, αλλά να την καθοδηγεί και να την εκπαιδεύει όταν αυτή εξοκείλει, και όχι να τη διαφθείρει περισσότερο.

Η αλήθεια είναι ότι ο πρώην αντιπρόεδρος αρέσκεται να βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και να προκαλεί τα αντανακλαστικά της κοινωνίας γι’ αυτό μιλάει με «τσιτάτα» και αφορισμούς, όπως εδώ, εξομοιώνοντας την ευθύνη των πολιτικών ταγών και της κοινωνίας. Όμως με αυτή του την τακτική, εφόσον το ύφος ενοχλεί, μετατοπίζεται η κουβέντα από το ουσιώδες (διαφθορά) στο επουσιώδες (ύφος του λόγου). Τελικά, ακόμα και αν συμφωνείς με τον πυρήνα της επιχειρηματολογίας του, αυτό το ισοπεδωτικό «όλοι» σε ενοχλεί πολύ...

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» στις 20.08.2012

Λαθρομετανάστευση και «Ξένιος Ζευς»

Η επιχείρηση «Ξένιος Ζευς» με στόχο τον έλεγχο της παράνομης μετανάστευσης έφερε αποτελέσματα. Ενδεικτικά, σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η ΕΛ.ΑΣ. από την έναρξη της επιχείρησης μέχρι σήμερα συνελήφθησαν 1.555 αλλοδαποί γιατί διέμεναν παράνομα στη χώρα, βεβαιώθηκαν φορολογικές παραβάσεις ενώ μειώθηκαν και οι εισροές παράνομων μεταναστών από την περιοχή του Έβρου («Το Βήμα, 10.8.12).

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επιχείρηση της αστυνομίας είναι μια πολιτική απόφαση που απαντάει στις ανησυχίες των πολιτών και στο αίσθημα ανασφάλειας και φόβου που τους κατακλύζει λόγω των αυξημένων κρουσμάτων βίας, εν μέρει εξαιτίας και του μεγάλου αριθμού πάμφτωχων παράνομων μεταναστών που διαμένουν στη χώρα. Υπό αυτό το πρίσμα και δεδομένης της (μέχρι τώρα) επιτυχίας της επιχείρησης, ξενίζει η ανακοίνωση δώδεκα βουλευτών του Σύριζα που καταγγέλουν την κυβέρνηση ότι «ποινικοποιεί τη φτώχεια», ενώ μιλάει για «πόλεμο κατά των ξένων φτωχών, επιβράβευση της ρατσιστικής βίας, κρατικής και παρακρατικής, και βέβαια το διασυρμό της χώρας μας διεθνώς».

Το ζήτημα της λαθρομετανάστευσης είναι αρκούντως σύνθετο και λεπτό και αν σταθούμε σε μια μόνο πτυχή του, το αντιμετωπίζουμε εκουσίως(;) αποσπασματικά και επιδερμικά. Το ένα σκέλος είναι πράγματι το ανθρωπιστικό κομμάτι, αν τηρούνται οι διεθνείς κανόνες περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σε αυτό έχει δίκιο ο Σύριζα και πρέπει να ακούσουμε την απάντηση της αστυνομίας. Γι’ αυτό όμως που δε λέει λέξη το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι για την εφαρμογή του νόμου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο αριθμός των παρανόμως διαμενόντων στη χώρα είναι μεγάλος και προφανώς αναλογικά λίγοι πληρούν τις προϋποθέσεις χορήγησης ασύλου. Σε καθαρά πρακτικό επίπεδο η χώρα δείχνει να μην αντέχει τις «καραβίες» των μεταναστών που εισέρχονται καθημερινά παράνομα στην επικράτεια.

Ένα άλλο ζήτημα είναι αυτή καθαυτή η επιχείρηση «Ξένιος Ζεύς». Τα πρώτα στοιχεία είναι πράγματι ενθαρρυντικά, πλην όμως αναρωτιέται κανείς αν πρόκειται για «πυροτέχνημα» επικοινωνιακού χαρακτήρα ή ενέργεια που εντάσσεται σε ένα γενικότερο πλάνο επίλυσης του ακανθώδους αυτού προβλήματος. Θα έχει διάρκεια η επιχείρηση ή οι έλεγχοι θα τελειώσουν ξαφνικά ένα πρωί; Και για τους λαθρομετανάστες που μεταφέρονται στα «κέντρα προσωρινής παραμονής» υπάρχει κάποιο σχέδιο, δεδομένου ότι πολλές χώρες δεν αποδέχονται τον επαναπατρισμό τους ή θα ακολουθήσουμε το γνωστό μοτίβο του «βλέποντας και κάνοντας»;

Τα ερωτήματα είναι πολλά και για να έχουμε την πλήρη εικόνα του θέματος της λαθρομετανάστευσης πρέπει να συνθέσουμε τα κομμάτια του πάζλ με ψυχραιμία και νηφαλιότητα, παραμερίζοντας προκαταλήψεις και στερεότυπα. Η μόνη βεβαιότητα είναι ότι μετά από δύο δεκαετίες πλήρους αδράνειας από πλευράς πολιτείας πρέπει να γίνει επιτέλους κάτι. Με σεβασμό στους νόμους του κράτους
και τις διεθνείς συμβάσεις περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» στις 13/08/2012

Σύγχυση ρόλων

Η υπόθεση με την κακοποίηση της νεαρής κοπέλας στην Πάρο βγάζει στην επιφάνεια ουκ ολίγες παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας. Ενδεχομένως να αποτελεί και ένα πολύ καλό μάθημα, ένα ‘case study’ για τον τρόπο με τον οποίο διαχειριζόμαστε σοβαρά ζητήματα σε αυτήν τη χώρα, αν και έχουμε πολλές φορές αποδείξει ότι αρνούμαστε να διδαχθούμε από τα παθήματά μας. Καταρχάς η αστυνομία λειτουργώντας με επαγγελματισμό έκανε πολύ σωστά τη δουλειά της, συλλαμβάνοντας τον (κατ’ ομολογία) δράστη του περιστατικού. Αν και το αναμενόμενο δεν είναι πρωτοφανές, είναι πάντως άξιο αναφοράς σε μια χώρα που σε μεγάλο βαθμό το ευρύτερο δημόσιο υπολειτουργεί.

Πλην όμως από εδώ και πέρα αρχίζουν τα… δυσάρεστα. Μέλη της Χρυσής Αυγής επιχείρησαν να προπηλακίσουν τον κατηγορούμενο, εισερχόμενοι στο πλοίο και σπάζοντας το τζάμι του οχήματος της αστυνομίας που τον μετέφερε. Φυσικά το περιστατικό είχε σαφές ιδεολογικοπολιτικό πρόσημο, αντίστοιχου βεληνεκούς με τα χάπενινγκ του ΠΑΜΕ (στα ίδιο λιμάνι) αλλά στο άλλο άκρο του πολιτικού χάρτη, ωστόσο δεν έχω αμφιβολία ότι ένα κομμάτι της κοινωνίας μας θα επικροτούσε ψελλίζοντας ότι «και λίγα του έκαναν». Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι αν οι ρόλοι του θύτη και του θύματος ήταν αντεστραμμένοι οι οπαδοί της Χ.Α. θα αποθέωναν τον δράστη! Φαίνεται ότι δυσκολευόμαστε να αντιμετωπίσουμε έλλογα τα σοβαρά περιστατικά και κατακλυζόμαστε από συναισθηματισμό, προκαταλήψεις και σύγχυση μεταξύ των ρολών της Πολιτείας και ημών των υπολοίπων. Ναι, εφόσον αποδειχτεί ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος είναι ένοχος να τιμωρηθεί όσο αυστηρότερα γίνεται!

Όμως δεν είναι επιτρεπτό σε ένα δημοκρατικό κράτος να υποκαθιστούμε τη Δικαιοσύνη: ο φυσικός δικαστής αρκεί. Και αν δε μπορούμε να αναμένουμε κάτι διαφορετικό από περιθωριακές ομάδες, δε γίνεται να είμαστε επιεικείς με τον κανιβαλισμό των ΜΜΕ. Αν και υπάρχουν πολλά «αλλά» στο αν έπρεπε να αποτυπωθεί σε ρεπορτάζ με κάθε λεπτομέρεια η κατάθεση του δράστη, δε θα σταθώ τόσο σε αυτό. Όμως, ο γεμάτος στερεότυπα, «οργή», υπερβολές και γενικεύσεις δημοσιογραφικός λόγος είναι επικίνδυνος: δίνει πάτημα στους «μελανοχιτώνες» να κάνουν τα δικά τους, επιτείνει τη σύγχυση των πολιτών σε σχέση με το ποιος είναι ο ρόλος ενός εκάστου και ακόμα εκθέτει ακόμα περισσότερο το άτυχο κοριτσάκι και τους οικείους της. Συμπτωματικά, την ίδια ώρα που συνέβαιναν όλα αυτά σε διάφορες γωνίες της Ελλάδας τοπικοί άρχοντες αρνούνται να εφαρμόσουν τις αποφάσεις της Πολιτείας για την (προσωρινή) μεταφορά λαθρομεταναστών σε ανενεργά στρατόπεδα και σχολές της αστυνομίας, απειλώντας μας ότι θα γίνει της… Κερατέας.

Η δε αντιπολίτευση –τη μοναδική φορά που η Πολιτεία έδειξε να κάνει κάτι για το ακανθώδες ζήτημα της λαθρομετανάστευσης– βρήκε ευκαιρία να δείξει το «αντι-ρατσιστικό» της πρόσωπο, αρκούμενη σε αφορισμούς αντί να αντιπροτείνει κάτι άλλο ρεαλιστικό, αποτελεσματικό και που να καλύπτει και τις δικές τις ενστάσεις και την ανάγκη των πολιτών για περισσότερη ασφάλεια. Κοινωνία, πολιτικά κόμματα, ΜΜΕ σε σύγχυση ρόλων. Ο επαρχιώτικος πρωτογονισμός μας δυστυχώς στέκει ακόμα εδώ. Και γι’ αυτό δε φταίει κανένας «κακός Πακιστανός», κανένας Σόιμπλε και κανένα ΔΝΤ. Φταίει το ότι δεν εμπιστευόμαστε τους (έστω λειψούς) θεσμούς μας και που αντί να προσπαθούμε να τους εμπλουτίσουμε ψάχνουμε αφορμές να τους σαμποτάρουμε…

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» στις 10.08.2012

Γιατί αποτυγχάνουν οι κυβερνήσεις;

Από τον Γκ. Μπράουν και τον Χοσέ Θαπατέρο μέχρι τον Γ. Παπανδρέου και τον Νικολά Σαρκοζί, η πλειονότητα των ηγετών του σύγχρονου κόσμου φεύγουν από την εξουσία με την στάμπα του αποτυχημένου. Γιατί συμβαίνει αυτό; Φταίει η πολυπλοκότητα των προβλημάτων ή μήπως οι αργοί ρυθμοί της δημοκρατίας μας; Φταίει το κράτος με τους περιορισμούς που θέτει στα άτομα; Και ήταν πάντοτε έτσι ή μήπως απλά οι σύγχρονοι ηγέτες αποδεικνύονται κατώτεροι των περιστάσεων;

«Η ανθρώπινη ιστορία μετράει περίπου 6.000 χρόνια αποτυχημένων διακυβερνήσεων» έγραφε 9 χρόνια πριν η Dorothy Anne Seese στον “Federal Observer“. «Οι άνθρωποι δοκίμασαν τα πάντα για να βρουν ένα σύστημα που να “δουλεύει” για την ικανοποίηση του λαού. Κι όμως οι ηγέτες δεν είναι ικανοποιημένοι ποτέ με την συνεχώς αυξανόμενη δύναμή τους ενώ οι πολίτες δεν ικανοποιούνται αν πρέπει να είναι συμμετοχικοί και να εργαστούν για τη διατήρηση των ελευθεριών που έχουν» τονίζει.

Η κυβέρνηση ως προσωποποίηση του (αναγκαίου) κακού

Καταρχάς η έννοια της «εξουσίας» είναι φορτισμένη με αρνητικές συνεκδοχές για τους πολίτες. Σύμφωνα με τον Vincent Ostrom, καθηγητή Πολιτικών Επιστημών στο πανεπιστήμιο της Ιντιάνα, «η φύση της κυβέρνησης περιλαμβάνει τη νόμιμη χρήση της δύναμης (force) στον καθορισμό των ανθρώπινων σχέσεων». Αλλά «η χρήση της δύναμης στις ανθρώπινες σχέσεις είναι εκ φύσεως κάτι κακό».

Για τον Ostrom «τα όργανα του κακού» (δηλ. η νόμιμη χρήση της δύναμης από πλευράς κράτους) είναι η αναγκαία συνθήκη για την πραγματοποίηση του κοινού καλού. Αυτό, δηλαδή, που υποστήριζε ο Hobbes στη θεωρία της κυβερνητικής οργάνωσης. «Χωρίς κανόνες ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο κυβερνητικής οργάνωσης οι άνθρωποι θα βρεθούν σε μια κατάσταση πολέμου όπου κάθε άτομο θα αντιμάχεται τους υπόλοιπους».

Με λίγα λόγια οι κοινωνίες αποφάσισαν να εκχωρήσουν το δικαίωμα της νόμιμης χρήσης της δύναμης στο κράτος, το οποίο θεσπίζει κανόνες και φροντίζει για την εφαρμογή τους έτσι ώστε να μην προκύψει χάος στην κοινωνία. Όμως η κυβέρνηση ως φορέας αυτής της εξουσίας, γίνεται de facto αντιδημοφιλής.

Ο John Stossel πάει αυτόν τον συλλογισμό λίγο παραπέρα τονίζοντας παράλληλα την εγγενή αντιφατικότητά του. Τελικά, υποστηρίζει στο τελευταίο του βιβλίο ο φιλελεύθερος δημοσιογράφος, η ανάμειξη του κράτους πέρα από ένα σημείο δε μας είναι απλά δυσάρεστη αλλά κάνει περισσότερο κακό παρά καλό. Πλείστοι όσοι κρατικοί περιορισμοί, λέει ο Stossel (ποινικοποίηση των ναρκωτικών, υψηλές αμυντικές δαπάνες, περιορισμοί στην ελευθερία του λόγου) σε συνδυασμό με ιδέες – ταμπού τις κοινωνίας τις οποίες οι κυβερνήσεις υπηρετούν (π.χ. ότι οι εργατικές ενώσεις προστατεύουν τους εργάτες) οδηγούν μια κυβέρνηση στην αποτυχία. Εν τέλει τα άτομα θα μπορούσαν να χειριστούν καλύτερα τα ζητήματα  τους χωρίς την κρατική παρέμβαση.

Ηγεσία

Αν λοιπόν η ανάμειξη του κράτους είναι λίγο πολύ αποδεκτή στο σύγχρονο κόσμο και απλά διαφωνούμε για το εύρος της, αναπόφευκτα φτάνουμε στον παράγοντα με τη μεγαλύτερη για πολλούς επίδραση στην επιτυχία ή αποτυχία μιας κυβέρνησης: την προσωπικότητα του ηγέτη.

Ένας ηγέτης γίνεται αξιοκαταφρόνητος, αναφέρει ο Machiavelli στον «Ηγεμόνα», όταν «θεωρείται ασταθής, επιπόλαιος, μαλθακός, λιγόψυχος και αναποφάσιστος». Ο ηγέτης πρέπει να υποστηρίζει τις επιλογές του, όχι όμως με δογματισμό. Πρέπει να επιλέγει τους πιο άξιους, για δύο λόγους: Πρώτον, αυτό είναι το πρώτο πεδίο στο οποίο κρίνεται η ευφυΐα του: από το ποιοι τον περιτριγυρίζουν. Και δεύτερον, διότι από την επιλογή των στελεχών εξαρτάται εν πολλοίς η επιτυχία του κυβερνητικού έργου. 

Οι θεσμοί ως «μαξιλαράκι ασφαλείας»

Κι όμως όλο και συχνότερα βλέπουμε ηγέτες που τη μια μέρα χαίρουν υψηλής εκτίμησης και την άλλη καταστρέφονται. Οφείλεται μήπως αυτό στις προσδοκίες που δημιουργούν προεκλογικά, αλλά όντας ανακόλουθοι μετεκλογικά δεν μπορούν να υποστηρίξουν; Μπορεί. Για τον Machiavelli αυτό οφείλεται περισσότερο στην έλλειψη πρόνοιας και προνοητικότητας από την πλευρά των ηγετών. «Τίποτα δεν εμποδίζει τους ανθρώπους όταν οι καιροί είναι ήρεμοι να προνοούν και να φτιάχνουν προχώματα και φράγματα. (…) Η τύχη δείχνει την δύναμή της όπου δεν υπάρχει ικανότητα οργανωμένη να της αντιταχθεί» σημειώνει.

Αυτό το «μαξιλαράκι ασφαλείας» που αναφέρει κωδικοποιημένα ως «πρόνοια» ο Μακιαβέλι, στο σύγχρονο δυτικό κόσμο εμφανίζεται με τη μορφή των θεσμών. Είναι κατά κάποιο τρόπο η θεωρία του Hobbes που αναφέραμε νωρίτερα αλλά κατά τι «εκμοντερνισμένη».

Στο βιβλίο τους «Γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη» ο οικονομολόγος του ΜΙΤ Ντ. Ατζέμογλου και ο  Πολ. Επιστήμονας του Harvard Τζ. Ρόμπινσον αναφέρονται στους πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς που εξασφαλίζουν την κοινωνική δικαιοσύνη και το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και της ασφάλειας, δίνοντας παράλληλα ευκαιρίες στους πολίτες να καινοτομήσουν. «Oι χώρες διαπρέπουν όταν δημιουργούν πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς που αποδεσμεύουν, ενισχύουν και προστατεύουν το πλήρες δυναμικό του κάθε πολίτη να καινοτομεί, να επενδύει και να αναπτύσσεται» (creative destruction). Αποτυγχάνουν, όταν αυτοί οι θεσμοί λειτουργούν συγκεντρωτικά, προς όφελος των ολίγων («Τα Νέα», 3/3/12).

Η ανθρώπινη φύση

Συχνά, όμως, τείνουμε να υποτιμούμε το κατά Hobbes παράδοξο της ανθρώπινης φύσης: Οι ανθρώπινες πολιτείες είναι αντικείμενα και οι άνθρωποι είναι ταυτόχρονα το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένες αλλά και οι τεχνίτες που τις δημιουργούν και τις οργανώνουν. Κι όπως αναφέρει ο καθηγητής Οικονομικών στο πανεπιστήμιο St. Lawrence, Steven Horwitz συχνά παίρνουμε ως δεδομένο «ότι οι πολιτικοί και οι γραφειοκράτες είναι ανιδιοτελείς και ενδιαφέρονται μόνο για να κάνουν το καλύτερο δυνατό. Στην πραγματικότητα όμως γνωρίζουμε ότι οι πολιτικοί συχνά ενεργούν για το ατομικό τους συμφέρον».

Τελικά δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι οι άνθρωποι βάζουν πολλές φορές το ατομικό πάνω από το γενικό συμφέρον. Συχνά υπάρχουν υστερόβουλα κίνητρα, αλλά ακόμα συχνότερα πρόκειται για αντανακλαστική αντίδραση, τίποτα το παράξενο και κακόβουλο: Οι πολιτικοί, λέει ο Horwitz, όταν αντιληφθούν πόσο δύσκολο και πολύπλοκο είναι να πετύχουν αυτό που ορίζεται ως δημόσιο συμφέρον εξαντλούν την ενέργεια και τη φαντασία τους στην προσπάθεια τους να επανεκλεγούν. Έτσι προχωρούν σε παροχές ενώ κρατούν χαμηλά τη φορολογία και οδηγούνται σε μεγάλα ελλείμματα πιθανότατα χωρίς να έχουν καν αυτήν την πρόθεση.

Για τον Henry Mintzberg, διεθνώς αναγνωρισμένο καθηγητή Μάνατζμεντ στο πανεπιστήμιο McGill του Μόντρεαλ, σε όλα τα παραπάνω έρχεται να προστεθεί και το γεγονός ότι αξίες τις διοίκησης και του μάνατζμεντ δεν βρίσκουν συχνά εφαρμογή στον χώρο της πολιτικής. Οι τεχνικά όχι παράνομες αθρόες προσλήψεις – αντικαταστάσεις στις οποίες προχωρούν οι εκάστοτε κυβερνήσεις, έχουν ως στόχο τον πολιτικό έλεγχο της δημόσιας διοίκησης. Όμως, τελικά οδηγούν σε μια μεγάλη δυσλειτουργία και στην συνακόλουθη ασυνέχεια του κράτους, που δημιουργεί πάμπολλα προβλήματα λειτουργικότητας στον κρατικό μηχανισμό.

Η πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης αντανακλάται και στην πολυπλοκότητα των προβλημάτων που καθορίζουν την μοίρα μιας κυβέρνησης. Στα παραπάνω πρέπει να συνυπολογιστεί και η ανθρώπινη αδυναμία της εύκολης και βιαστικής κριτικής των κακώς κειμένων. Όμως όσο γρήγορα φαίνονται τα άσχημα μιας πολιτικής, τόσο χρόνο θέλουμε για να δούμε τα καλά της. Και βέβαια η δημοκρατία έχει του δικούς της ρυθμούς –διαβουλεύσεις, ανεξάρτητες αρχές κοκ. που τρενάρουν τις διαδικασίες για να εξασφαλίσουν τον εσωτερικό έλεγχο και ενδεχομένως δοκιμάζουν τις αντοχές των πολιτών.

Υπό αυτό το πρίσμα στέκομαι σε μια άλλη αποστροφή του λόγου του Mintzberg, που δίνει έμφαση στο πως διάκεινται οι κοινωνίες απέναντι σ’ αυτό που αντιπροσωπεύει η έννοια της «δημόσιας υπηρεσίας». «Οι κοινωνίες έχουν τις δημόσιες υπηρεσίες που αναμένουν. Αν οι άνθρωποι πιστεύουν ότι έχουν μια γραφειοκρατική κυβέρνηση έτσι θα είναι! Αν αντιθέτως αναγνωρίζουν τις δημόσιες υπηρεσίες ως κάτι ευγενές θα καταλήξουν να έχουν μια ισχυρή κυβέρνηση».

Στις κοινωνίες όπου οι θεσμοί λειτουργούν όπως πρέπει, εξασφαλίζοντας τη συνέχεια του κράτους, τον έλεγχο της εξουσίας και την εφαρμογή των κανόνων και που οι πολίτες έχουν μια σχετική επίγνωση του τι είναι εφικτό και τι όχι, η επιτυχία γίνεται πιο εύκολη υπόθεση, έστω και αν δεν βγαίνουν κάθε μέρα Churchill και Roosevelt. Όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε αυτό που είχε πει κάποτε ο αμερικανός οικονομολόγος John Kenneth Galbraith, ότι «η πολιτική δεν είναι η τέχνη του εφικτού, είναι η επιλογή ανάμεσα στο καταστροφικό και το δυσάρεστό». Και τα όρια μεταξύ των δύο πολλές φορές είναι δυσδιάκριτα…

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» στις 31.07.12

Δουλειά δεν είχε ο διάβολος...

«Να ανακαλέσει τώρα την κ. Βούλα Παπαχρήστου από τους Ολυμπιακούς Αγώνες (…) δεν μπορεί να εκπροσωπεί την Ελλάδα στο Λονδίνο» πρόσταξε μέσω ανακοίνωσης η ΔΗΜΑΡ. Πριν αλέκτωρ λαλήσει τρεις φορές η αθλήτρια τέθηκε εκτός αγώνων με απόφαση του επικεφαλής της ΕΟΕ κ. Ισίδωρου Κούβελου, ο δε ΣΕΓΑΣ την παρέπεμψε στην Δικαστική Επιτροπή της Ομοσπονδίας!

Το σχόλιο της κ. Παπαχρήστου περί του αριθμού των Αφρικανών στην Ελλάδα και των κουνουπιών του Δυτικού Νείλου που «θα τρώνε σπιτικό φαγητό» ήταν ατυχέστατο, χαζό και για κάποιους ρατσιστικό (εγώ πάντως στέκομαι στο ανόητο της υπόθεσης: περισσότερο από κρούσμα ρατσισμού μου φαίνεται πως ήταν κρούσμα ανοησίας). Μάλλον μας έπεσε βαριά η διαδικασία εξεύρεσης των μέτρων 11.6 δισ. ευρώ! Σα να μην είχαν με τίποτα σοβαρότερο να ασχοληθούν ΜΜΕ, πολιτικά κόμματα και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις με περισσή αυστηρότητα και σοβαροφάνεια επιτέθηκαν στην αθλήτρια και ζήτησαν «την κεφαλή της επί πίνακι». Ενώ θα αρκούσε η αποδοκιμασία του περιεχομένου των όσων έγραψε.

Αντιθέτως, η απόφαση του αποκλεισμού της από τους Ο.Α. είναι άστοχη αν όχι εξίσου ατυχής με το σχόλιό της. Η κ. Παπαχρήστου δε θα εκπροσωπούσε τη χώρα σε πολιτικό επίπεδο στο Λονδίνο, δε θα συνδιαλεγόταν με τον κ. Ντέιβιντ Κάμερον για το θέμα της λαθρομετανάστευσης στην Ελλάδα ή με την αρμόδια Ευρωπαία επίτροπο. Θα εκπροσωπούσε τη χώρα στο άθλημά της και μόνο. Κοινώς, οι απόψεις της (θα έπρεπε να) μας είναι αδιάφορες (πολλώ δε μάλλον όταν ζήτησε δημόσια συγνώμη).

Αυτή η πρεμούρα και οι αποφάσεις της ΕΟΕ και του ΣΕΓΑΣ καταδεικνύουν και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε την ελευθερία της έκφρασης στην Ελλάδα. Για έναν αθλητή η απαγόρευση της συμμετοχής του σε διεθνείς αγώνες για κάποιες δηλώσεις του είναι το αντίστοιχο της ποινικοποίησης των απόψεων κάποιου (κάτι που εμείς οι υποτίθεται «ευαίσθητοι» σε τέτοια ζητήματα Έλληνες θα καταδικάζαμε πάραυτα). Διαφωνώ κάθετα με το tweet της κ. Παπαχρήστου αλλά ακόμα περισσότερο διαφωνώ με τον εξίσου ρηχό, επικοινωνιακό και ενυπωσιοθηρικό τρόπο που το αντιμετωπίσαμε…

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» στις 25.07.12

Γενόσημα φάρμακα: μύθοι και αλήθειες

Την Κυριακή που μας πέρασε κυκλοφόρησε στον Τύπο ένα φυλλάδιο με την υπογραφή του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ). Ο τίτλος του «Πρωτότυπα φάρμακα: με την αξία του μοναδικού».

Στο συγκεκριμένο έντυπο ο ΣΦΕΕ υπερασπίζεται τη σημασία του πρωτότυπου φαρμάκου. Για όσους ενδεχομένως δεν το γνωρίζουν, τα φάρμακα χωρίζονται σε δύο κύριες κατηγορίες: τα πρωτότυπα και τα γενόσημα.

Τα πρωτότυπα είναι προϊόντα ερευνητικής διαδικασίας των εταιριών που τα παράγουν και προστατεύονται για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα με δικαιώματα αποκλειστικής παραγωγής.

Οταν λήξει η περίοδος προστασίας τότε άλλες εταιρίες μπορούν να παράξουν αντίστοιχα φάρμακα (γενόσημα).

Προφανώς, η συγκεκριμένη ενέργεια του ΣΦΕΕ εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο ανακατατάξεων στο χώρο του φαρμάκου, όπου η Πολιτεία επιχειρεί να αυξήσει τη συνταγογράφηση αντίγραφων φαρμάκων στοχεύοντας στη μείωση του (υψηλού) κόστους της φαρμακευτικής δαπάνης (είναι περίπου 1% μεγαλύτερη στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ εν συγκρίσει με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο).

Η εικόνα που έχουν οι πολίτες για τα γενόσημα είναι (και με ευθύνη της Πολιτείας) συγκεχυμένη. Σε αυτό το πλαίσιο και για να προστατεύσουν τα συμφέροντα τους διάφορες συντεχνίες από τους γιατρούς μέχρι τις φαρμακοβιομηχανίες επενδύουν στο φόβο και την άγνοια, εκμεταλλευόμενοι τη λεπτότητα ενός θέματος τόσο μείζονος σημασίας για όλους, όπως η υγεία.

Ποια είναι όμως η αλήθεια πάνω στο θέμα;

Καταρχάς τα γενόσημα είναι απολύτως ασφαλή και οι θεραπευτικές τους ιδιότητες είναι αντίστοιχες των πρωτότυπων φαρμάκων. Εμπεριέχουν την ίδια δραστική ουσία (same active ingredients) και τα κριτήρια που έχουν τεθεί από την Food and Drug Administration (FDA) είναι απλά και ταυτόχρονα συγκεκριμένα: ίδια δοσολογία με το πρωτότυπο (dosage strength), ίδια μορφή (χάπι, υγρό κλπ), ίδιος τρόπος εισαγωγής στο σώμα, να δρα στο ίδιο χρονικό διάστημα κοκ (Depression and Bipolar Support Alliance - DBSA).

Πλην όμως το κόστος τους είναι χαμηλότερο από 20 - 80% εν συγκρίσει με τα πρωτότυπα κι αυτό για έναν πολύ απλό λόγο: η τελική τιμή των πρωτότυπων φαρμάκων επιβαρύνεται από την επιστημονική έρευνα, τις κλινικές μελέτες καθώς και από το κόστος προώθησης τους. Όπως δείχνει η διεθνής εμπειρία η εξοικονόμηση θα μπορούσε να αυξηθεί σημαντικά μέσω της βελτίωσης των πρακτικών συνταγογράφησης και διανομής και με την προϋπόθεση ότι διατίθενται σε ανταγωνιστικές τιμές (περιοδικό “Eurohealth”).

Αν, λοιπόν, τα γενόσημα είναι φθηνότερα και το ίδιο ασφαλή με πρωτότυπα, ενώ η επιβάρυνση του έλληνα ασφαλισμένου είναι μηδενική, μήπως αγοράζοντας τα μήπως «οδηγούμε (…) την ανάπτυξη της χώρας σε επίπεδα συγκρίσιμα με αυτά των τριτοκοσμικών χωρών» και «στερούμε τον έλληνα πολίτη από την πρόσβαση σε καινοτόμες θεραπείες» όπως διατείνεται ο ΣΦΕΕ;

Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι αυτό δεν ισχύει. Πέραν τούτου «οι μεγάλες φαρμακευτικές βιομηχανίες με τα μεγάλα πορτοφόλια μπορούν να παραμείνουν στην πρωτοπορία της ανάπτυξης της καινοτομίας καθώς τα πρωτότυπα φάρμακα συνεχίζουν να έχουν σημαντικά μερίδια αγοράς» υποστηρίζει ο Murray Aitken, εκτελεστικός διευθυντής IMS Health, διεθνούς εταιρίας που προσφέρει πληροφορίες, υπηρεσίες και τεχνολογία στον κλάδο της υγείας (Forbes, 10.7.10).

Είναι απορίας άξιον πώς σε μια τόσο σημαντική μεταρρύθμιση, μια «μνημονιακή» δέσμευση χωρίς κοινωνικό κόστος αλλά με ξεκάθαρο κοινωνικό όφελος υπάρχουν τόσο έντονες αντιδράσεις, σημαντική βραδυπορία και αναποτελεσματικότητα και τόσο μεγάλη συσκότιση!

Προφανώς οι συντεχνίες κοιτάζουν τα δικά τους συμφέροντα αλλά είναι απαράδεκτο το ότι δεν δίδεται μια ξεκάθαρη απάντηση από πλευράς Πολιτείας, ενώ και σε πρακτικό επίπεδο είμαστε ακόμα χαμηλά (λιγότερο από το 20% των συνταγών αφορά γενόσημα φάρμακα).

Και φανταστείτε ότι πρόκειται για ένα ζήτημα από τη σωστή αντιμετώπιση του οποίου ωφελημένο βγαίνει και το δημόσιο αλλά και οι πολίτες.

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» στις 12.07.2012

Ο κ. Σεραφείμ, το «σωματίδιο του Θεού» και άλλα δαιμόνια…

«Πίσω από το μποζόνιο κρύβεται ο διάβολος». «Εάν έχουν ανάγκη αιμοληψίας (…) να χρησιμοποιούν το αίμα των εκλεκτών συγγενών τους χιμπατζήδων, ουρακοτάγκων, γοριλλών, γιββώνων». Η αντίδραση του Μητροπολίτη Πειραιώς κ. Σεραφείμ μετά την επιβεβαίωση της ανακάλυψης ενός «καινούργιου δομικού συστατικού της ύλης» θα ήταν γραφική αν δεν συνέτειναν δύο άλλοι παράγοντες.

Πρώτον, η παραδοξότητα του λόγου του κ. Σεραφείμ: δεν είναι μόνο -όπως είπαν εύστοχα ορισμένοι- το ότι επιτίθεται σε ένα «σωματίδιο» το οποίο εκ φύσεως δε μπορεί να απαντήσει. Είναι κατά βάση το ότι ένας άνθρωπος που (εκ θέσεως) θα έπρεπε να εκφέρει λόγο αγαπητικό και αλληλέγγυο, καλλιεργεί τα πάθη και τους διαχωρισμούς μεταξύ «καλών» και «κακών» ανθρώπων (προφανώς μην έχοντας ιδέα για το λόγο Εκείνου που εκπροσωπεί).

Ξεφεύγοντας από το επιφανειακό της υπόθεσης (ένας Μητροπολίτης επιτίθεται στην Επιστήμη) και διεισδύοντας στον πυρήνα της σκέψης του κ. Σεραφείμ, θα βρούμε ένα καθημερινό συστατικό της νεοελληνικής κουλτούρας. Σε αυτή τη χώρα συνηθίζουμε να έχουμε όλοι γνώμη για όλα. Ακόμα χειρότερα, δεν εκφέρουμε απλά γνώμη εκφράζοντας έστω κάποιες επιφυλάξεις λόγω αγνοίας, αλλά μιλάμε με στόμφο «ειδικού». Έτσι, οι θαμώνες των τηλε-παραθύρων διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους επί παντός επιστητού, από την Οικονομία μέχρι την τρομοκρατία, ο Μητροπολίτης ασχολείται με τα χωράφια της Επιστήμης, ο κάθε πολιτικός ασπάζεται τις θεωρίες συνομωσίας του κ. Λιακόπουλου κοκ. Αυτός ο λόγος θα ήταν ακίνδυνος αφενός αν είχε χαρακτήρα «χαβαλέ» και αφετέρου αν δεν έβρισκαν χώρο να παρεισφρήσουν στο δημόσιο διάλογο παντελώς είδους συνομωσίες.

Όταν, όμως, ένα δημόσιο πρόσωπο άσχετο με κάποιο θέμα εκφέρει την άποψη του πάνω σε αυτό, συνήθως μιλάει απλοϊκά, συναισθηματικά, συνομωσιολογικά, εντέλει παράλογα. Κάποιοι τείνουν ευήκοον ους σε αυτές τις θεωρείς επειδή τον «εμπιστεύονται», οι θεωρίες αυτές αναπαράγονται και τελικά γίνονται “mainstream”. Έτσι συχνά όποιος εκφέρει τον Ορθό Λόγο αρνούμενος να τις ασπαστεί καταλήγει να αποτελεί στην καλύτερη περίπτωση εξαίρεση, στη χειρότερη να είναι αυτός ο γραφικός...

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» στις 05.07.2012

Ζητείται κοινή λογική

Τρία μείζονα περιστατικά μονοπώλησαν τον δημόσιο διάλογο την τελευταία εβδομάδα. Η αδιαθεσία του κ. Β. Ράπανου και η παραίτησή του από τη θέση του υπουργού Οικονομικών, το ζήτημα που δημιουργήθηκε με την ασθένεια του πρωθυπουργού και με το ποιος θα τον αντικαταστήσει στη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. και η παραίτηση του υφυπουργού Ναυτιλίας κ. Γ. Βερνίκου.

Ας δούμε τώρα ξεχωριστά αυτά τα τρία γεγονότα και τα ζητήματα τα οποία εγείρονται γύρω από την διαχείρισή τους. Ο πρώην διοικητής της Εθνικής Τράπεζας εμφάνισε πρόβλημα υγείας το οποίο τον είχε ταλαιπωρήσει και παλαιότερα. Αυτά είναι όσα ξέρουμε. Τώρα αν αυτός είναι ο μόνος λόγος που οδήγησε τον κ. Ράπανο στην παραίτηση του από τη θέση του ΥΠ.ΟΙΚ. είναι θέμα το όποιο δε μπορεί να απαντηθεί με κατηγορηματική βεβαιότητα και δια μέσου της έλλογης οδού αλλά μόνο με επίκληση σε υπέρτερες δυνάμεις.

Το μόνο που ξέραμε είναι ότι ο άνθρωπος είχε θέμα με την υγεία του το οποίο πιθανότατα τον οδήγησε (έστω εν μέρει, έστω και ως αφορμή) σε αυτή την απόφαση και πάντως το θέμα θα έπρεπε να κλείσει εκεί αποφεύγοντας εικοτολογίες (από δημοσιογραφικής πλευράς) και μικροπολιτικές προσεγγίσεις (από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης).

Μέχρι να στεγνώσει το μελάνι από τις «αναλύσεις» για τις μύχιες σκέψεις και τα πιθανά είδη ασθενειών από τις οποίες πάσχει ο κ. Ράπανος κυβέρνηση και αντιπολίτευση φρόντισαν να μην μας αφήσουν να πλήξουμε λεπτό με τον τρόπο που διαχειρίστηκαν την υπόθεση της αντικατάστασης του πρωθυπουργού στη Σύνοδο Κορυφής. Στο μεν Μαξίμου έλαβαν έπαιζαν για δύο εικοσιτετράωρα την κολοκυθιά μέχρι να συνειδητοποιήσουν αυτό που ξέρει ένας ενημερωμένος πολίτης, ότι δηλαδή στη Σύνοδο Κορυφής η κάθε χώρα μπορεί να εκπροσωπηθεί μόνο από πρόεδρο της Κυβέρνησης ή αρχηγό κράτους. Ο δε Σύριζα, αντί να εκμεταλλευτεί την κατάσταση για να καταδείξει την αναξιοπιστία της κυβέρνησης ψέλλισε κάτι επαναστατικά και ακατανόητα του στυλ ότι «μας ανάγκασαν οι Ευρωπαίοι να στείλουμε τον κ. Παπούλια».

Το κερασάκι στην τούρτα ήταν η παραίτηση του υφυπουργού Ναυτιλίας, όχι ως γεγονός καθ’ αυτό (ο κ. Βερνίκος είχε μια καθόλα νόμιμη επιχειρηματική δραστηριότητα, αν και πάντως ασύμβατη με τη θέση του υφυπουργού) αλλά για όσα μας έδειξε. Δηλαδή, την προχειρότητα και τη βιασύνη με την οποία λαμβάνονται συχνά οι αποφάσεις στην Ελλάδα αλλά και την εκκωφαντική άγνοια των πολιτικών μας για τους νόμους που οι ίδιοι ψηφίζουν! Η δε απόφαση να μην οριστεί αντικαταστάτης του κ. Βερνίκου καταδεικνύει ότι η συγκεκριμένη θέση υφυπουργού δεν ήταν τελικά τόσο αναγκαία (κάτι που -με την ίδια λογική- θα μπορούσε να ισχύει και για άλλες θέσεις υφυπουργών).

Αυτά τα τρία φαινομενικά ασύνδετα μεταξύ τους περιστατικά οδηγούν σε ορισμένα κοινά συμπεράσματα. Πρώτον, στην απογοητευτική διαπίστωση ότι πολιτικοί και ΜΜΕ συνεχίζουν να προσεγγίζουν μείζονα ζητήματα με εντυπωσιοθηρικό, καιροσκοπικό και μεθοδολογικά αδόκιμο τρόπο. Καμία προσπάθεια λογικής ανάλυσης αποσυνδεδεμένης από οπορτουνιστικές μεθοδεύσεις ή συναισθηματικές εξάρσεις, παντελώς απούσα ή εμπεριστατωμένη, ψύχραιμη και εις βάθος διερεύνηση ως χαρακτηριστικό της λήψης σημαντικών αποφάσεων από τους πολιτικούς μας ταγούς.

Η πολιτικοδημοσιογραφική μας ελίτ δεν είδε, δεν άκουσε και δεν κατάλαβε τίποτα από όσα έχουν συμβεί στη χώρα τα τελευταία χρόνια. Προκρίνει (ακόμα) τη δημιουργία εντυπώσεων από την παραγωγή και ανάλυση της πολιτικής. Φυσικά δεν είναι εύκολο να αλλάξουν νοοτροπίες δεκαετιών τόσο γρήγορα. Όμως ο πολιτικός χρόνος πλέον είναι τόσο πυκνός που αν αυτό δεν γίνει άμεσα τα αποτελέσματα θα είναι καταστροφικά…

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» στις 29.06.2012

Το παράδειγμα της Κύπρου, το Μνημόνιο και το δέον γενέσθαι

Με την είσοδο της Κύπρου στον μηχανισμό στήριξης τελείωσαν και οι τελευταίες αυταπάτες μας… Τώρα που (και) η υπό κομμουνιστική διακυβέρνηση Μεγαλόνησος προσέφυγε στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για να καλύψει τις δανειακές τις ανάγκες γίνεται εμφανές και στον κάθε κακοπροαίρετο ότι μαγικές λύσεις ρωσικής, κινεζικής ή… καταριανής προέλευσής δεν υπάρχουν.

Όταν η Κύπρος δεν βρήκε τα 4 δισεκατομμύρια που αναζητούσε από αυτές τις πηγές, είναι τουλάχιστον αστείο να υποστηρίζει κανείς ότι μπορεί να βρει η Ελλάδα τα εκατοντάδες δισεκατομμύρια που χρειάζεται για να καλύψει πολλαπλάσια χρέη και ελλείμματα. Καλώς ή κακώς, λοιπόν, είμαστε αναγκασμένοι να συνεχίσουμε στις ράγες του Μνημονίου. Κακό, στραβό, άδικο, μα είναι το μόνο ολοκληρωμένο πλάνο χρηματοδότησης που έχει παρουσιαστεί έως αυτή τη στιγμή. Επιδέχεται διορθώσεων; Αυτό είναι το μόνο σίγουρο, ωστόσο όποιος περιμένει «δραματικές» διαφοροποιήσεις (πέρα από την επιμήκυνση και τα κονδύλια για την ανάπτυξη) θα απογοητευτεί.

Εδώ βέβαια πρέπει να σημειωθεί κάτι ακόμα: είναι άλλη η εικόνα που έχουν στην Ευρώπη για το Μνημόνιο και άλλη αυτή που έχουμε εμείς στην Ελλάδα: κανένας Ευρωπαίος ηγέτης δε ζήτησε περικοπές επί δικαίων και αδίκων. Οι εταίροι μας, μας ζήτησαν να μειώσουμε τα λειτουργικά κόστη του Δημοσίου και οι πολιτικοί μας ταγοί μην έχοντας τα κότσια και τις ικανότητες να αναμετρηθούν με το δημιούργημα τους (λέγε με υπερτροφικό, σπάταλο, ρουσφετολογικό κράτος) έβαλαν το σύνολο της κοινωνίας στην προκρούστεια κλίνη των οριζόντιων περικοπών. Αφού, λοιπόν, το «πεπρωμένο φυγείν αδύνατο» τι πρέπει να κάνουμε;

Πρώτον, έστω και τώρα να επιχειρήσουμε να διαπραγματευτούμε για να πάρουμε ότι περισσότερο μπορούμε. Όχι βέβαια με τον τσαμπουκαλίστικο επαρχιωτισμό του κ. Τσίπρα, αλλά στα πλαίσια του αλληλοσεβασμού που χαρακτηρίζει τη σχέση δύο εταίρων και έχοντας κατά νουν τον άγραφο κανόνα των Οικονομικών που λέει ότι καλώς ή κακώς ο δανειστής έχει μεγαλύτερη ισχύ από τον δανειζόμενο. Δεύτερον, να επιδιώξουμε να φτιάξουμε την εικόνα μας προς τα έξω καθώς το “brand name” της χώρας έχει πληγεί βαθύτατα εξαιτίας της πολιτικής αστάθειας, του κλίματος αβεβαιότητας και λόγω της αφερεγγυότητας του πολιτικού μας προσωπικού.

Η κακή εικόνα της χώρας έχει αντανάκλαση στα πάντα: από το πώς μας αντιμετωπίζει ο μέσος Ευρωπαίος ηγέτης, μέχρι και τη ροή των κρατήσεων για διακοπές ή δουλειές στην Ελλάδα. Όσο πιο γρήγορα το καταλάβουμε, τόσο το καλύτερο. Τρίτον, να δούμε την κρίση ως ευκαιρία και να εκμεταλλευτούμε τα παράπλευρα οφέλη που εκπορεύονται από αυτήν. Ήδη πολλές στρεβλώσεις στην αγορά έχουν διορθωθεί και παράλογα υψηλές τιμές έχουν εξορθολογιστεί (πχ. προσφορές σε εισιτήρια σινεμά, εστίαση, πακέτα διακοπών, τιμές καταναλωτικών αγαθών κοκ.) ενώ η αλληλεγγύη είναι εμφανής όσο ποτέ στην πρόσφατη ιστορία μας. Αλλά το κεφάλαιο αυτό (η κρίση ως ευκαιρία) είναι από μόνο το πολύ μεγάλο και θα επανέλθουμε…

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» στις 25.06.12

Γερμανία - Ελλάδα: Μια κοινωνικοπολιτική προσέγγιση του ποδοσφαιρικού αγώνα


Τις προηγούμενες μέρες με αφορμή τον ποδοσφαιρικό αγώνα Γερμανίας – Ελλάδας έκανε την εμφάνισή της μια έντονη «πολιτικοποίηση» του ποδοσφαίρου: στην πιο αθώα της έκφανση είχε την μορφή διεκδίκησης μιας άτυπης ρεβάνς απέναντι στους Γερμανούς και την πολιτική τους, στη δε «ριζοσπαστικότερη» εκδοχή της ήταν μπολιασμένη με στοιχεία εθνικισμού και αφέλειας ή ανοησίας ότι με μια νίκη στη μπάλα θα σβήσουμε τα χρέη μας και θα καθυποτάξουμε μια για πάντα τους κακούς μας δαίμονες.

Μιας και το σενάριο της νίκης δυστυχώς δεν επαληθεύτηκε ας μου επιτραπεί ως ποδοσφαιρόφιλος (και χωρίς να διεκδικώ δάφνες επιστημονικής - κοινωνιολογικής τεκμηρίωσης) να επιχειρήσω να αντιστρέψω τη λογική του σχήματος που περιέγραψα παραπάνω. Παρακολουθώντας τον αγώνα διαπίστωσα σε εκπληκτικό βαθμό ότι πολλά από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τους δύο αυτούς λαούς έκαναν την εμφάνισή τους στον αγωνιστικό χώρο του «PGE Arena» καθώς και σε προηγούμενους αναμετρήσεις των δύο ομάδων.

Ας επιχειρήσουμε λοιπόν να «πολιτικοποιήσουμε» τον ποδοσφαιρικό αυτό αγώνα, ή έστω να βρούμε ομοιότητες στη συμπεριφορά των ομάδων σε σχέση με τις κοινωνίες των δύο χωρών. Η Γερμανική ομάδα εμφανίζει πολλές αρετές στο παιχνίδι της. Είχε ποιότητα, οργάνωση, υπομονή και επιμονή. Πρόκειται για μια καλοδουλεμένη ομάδα, γεγονός που οφείλεται όχι μόνο στο πλεόνασμα ταλέντου που υπάρχει στη χώρα αλλά (κυρίως) στη μεθοδικότητα με την οποία δουλεύουν στη Γερμανία από το επίπεδο των πολύ μικρών ηλικιών. Είχε και κάτι που εμείς κατά κανόνα χλευάζουμε, ένα έντονο πολυ-πολιτισμικό στοιχείο: παίκτες τουρκικής, τυνησιακής, γκανέζικης, πολωνικής καταγωγής φορούσαν το γερμανικό εθνόσημο, όντας περήφανοι γι’ αυτό.

Οι Έλληνες παίκτες χαρακτηρίζονταν από πάθος και αυτοθυσία που υπερκάλυπταν τις τακτικές – οργανωτικές αδυναμίες τους, αλλά που συνήθως δεν επαρκεί όταν η αντίπαλη ομάδα είναι καταφανώς ανώτερη σε ποιοτικό επίπεδο. Ο Γιώργος Καραγκούνης είναι η επιτομή της ελληνικής αντιφατικότητας, ικανός για το καλύτερο και το χειρότερο: μπορεί να βάλει γκολ σαν αυτό με τη Ρωσία με την εξυπνάδα και το πάθος του και ταυτόχρονα να προσπαθεί να εκβιάσει σφυρίγματα του διαιτητή με θεατρινίστικες ενέργειες (κομμάτι του ελληνικού DNA κι αυτό, κωδικοποιημένα το κοινωνικό φαινόμενο που αναφέρουμε ως «καπατσοσύνη»).

Συνοψίζοντας αυτήν την κοινωνικοπολιτική προσέγγιση του αγώνα οδηγούμαι στο συμπέρασμα (βιωμένο και στην καθημερινή ζωή) ότι το πάθος και η αυταπάρνηση δεν αρκούν όταν δε συνοδεύονται από αντίστοιχη ποιότητα, οργάνωση και υποδομές. Επίσης, η ανεκτικότητα στο διαφορετικό φαίνεται όχι μόνο στη θεωρία (λεκτικός αντιρατσισμός) αλλά κατά βάση στην πράξη. Τέλος, οι αυτοκαταστροφικές μας συμπεριφορές (βλ. περίπτωση Καραγκούνη) μπορούν να χαλάσουν την καλή εικόνα που με κόπο προσπαθούμε να χτίσουμε.

Αν τώρα σε όλα αυτά βλέπετε κάποιες αμυδρές ομοιότητες με πρόσωπα και καταστάσεις, δε μπορώ παρά να αντιστρέψω το παλιό τηλεοπτικό ρητό: οποιαδήποτε ομοιότητα δεν είναι καθόλου μα καθόλου συμπωματική...

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» στις 25.06.2012

Διχασμένοι ως Eλληνες

Η αλήθεια είναι ότι είμαστε ένας λαός με πολύ περίεργη ψυχοσύνθεση, γεμάτοι αντιφάσεις και αντιθέσεις. Σε ένα πρώτο επίπεδο αυτό γίνεται εύκολα εμφανές: Κάποιος τρίτος (ξένος) που μας παρατηρεί δυσκολεύεται να μας χαρακτηρίσει ως αμιγώς «Δυτικούς» (κάθε άλλο θα έλεγα), αλλά επίσης ούτε αποκλειστικά ως «Βαλκάνιους» ή «Ανατολίτες».

Είμαστε λίγο απ’ όλα τα παραπάνω, ή απλώς Έλληνες. Η ελληνική ιδιαιτερότητα έχει ασφαλώς θετικές και αρνητικές πτυχές. Είναι στα υπέρ μας ότι είμαστε πολιτικοποιημένοι και έχουμε σαφείς απόψεις. Από την άλλη πλευρά είναι τουλάχιστον παράδοξο να έχουμε την τάση να εκφράζουμε άποψη επί παντός επιστητού, ενώ έχουμε ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά αναγνωσιμότητας (ακόμα και εφημερίδων) στον δυτικό κόσμο. Τελικά αυτή η πολιτικοποίηση είναι ρηχή.

Έπειτα, σε ιστορικό επίπεδο ο διπολισμός είναι βαθύτατα χαραγμένος στο DNA μας. Στη σύγχρονη ελληνική ιστορία πάντα υπήρχε ένα κίνημα με πρώτο συνθετικό το «αντί» (από την εποχή της Επανάστασης έως τον Βενιζέλο και από τον Εμφύλιο μέχρι το Μνημόνιο). Σαν λαός πάντα προτιμούσαμε τις αντιθέσεις από τις συνθέσεις (προς επίρρωση αυτού ρίξτε μια ματιά στη σύγχρονη πολιτική ιστορία μας). Φράσεις όπως «κυβέρνηση συνεργασίας» μας ήταν άγνωστες μέχρι πριν ένα δύο χρόνια (εν αντιθέσει με ό,τι συμβαίνει στις περισσότερες κεντροευρωπαϊκές χώρες), ενώ ο «συμβιβασμός» στην πολιτική μας κουλτούρα έχει περίπου την έννοια της προδοσίας.

Το χειρότερο είναι ότι σε μεγάλο βαθμό είμαστε κάθετοι και κατηγορηματικοί σε ότι έχει να κάνει με την ορθότητα των απόψεων μας: δεν γίνεται η αλήθεια να είναι κάπου στη μέση, εν ολίγοις συνήθως δεν προσπαθούμε να ανακαλύψουμε την αλήθεια δια της σωκρατικής μεθόδου αλλά βέβαιοι για την ορθότητα των ισχυρισμών μας επιδιώκουμε να επιβληθούμε στο συνομιλητή μας.

Αν αυτός ο «φανατισμός» συνδυαστεί με άλλα στοιχεία που μας χαρακτηρίζουν όπως τη ροπή προς την συνομοσιολογία, την εύκολη θυματοποίηση ή την έλλειψη ανεκτικότητας και σεβασμού προς τον άλλον (βλ. World Values Survey) οδηγούμαστε σε ένα εκρηκτικό κοκτέιλ, που σε συνθήκες κρίσης (όπως σήμερα) γίνεται άκρως διχαστικό και εν τέλει επικίνδυνο για την κοινωνική συνοχή.

Είναι πάντως παρήγορο ότι σαν λαός έχουμε οξυμένο το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Παρά τις διαφορές μας βγήκαμε αλώβητοι από κρίσεις ανάλογες με τη σημερινή ή ακόμα εντονότερες - Μικρασιατική καταστροφή, Εμφύλιος, δικτατορία κοκ. (ρίξτε μια ματιά σε μια άκρως ενδιαφέρουσα εκπομπή των Νέων Φακέλων επ’ αυτού).

Όπως είχε πει (αν θυμάμαι καλά) ο καθηγητής στη Σορβόννη Γ. Προκοπάκης, μπορεί να μην μπορούμε να αναπτύξουμε μια κουλτούρα συνεννόησης για μεγάλο χρονικό διάστημα, ωστόσο για περιορισμένο χρόνο και για συγκεκριμένους επιτακτικούς στόχους πάντα βρίσκουμε τον τρόπο να τα καταφέρουμε.      

Αυτός ο λαός, βαθύτατα μπερδεμένος, διχασμένος αλλά ταυτόχρονα εξουθενωμένος σε όλα τα επίπεδα από την ένταση της κρίσης καλείται να ψηφίσει για δεύτερη φορά μέσα σε ενάμιση μήνα. Ξέρει, αντιλαμβάνεται ή έστω υποψιάζεται ότι το παλιό κυρίαρχο μοντέλο κρατικοδίαιτης – ρουσφετολογικής ανάπτυξης έχει χρεοκοπήσει, αλλά παραμένει ακόμα σε μεγάλο βαθμό στη φάση της άρνησης. Η κατάσταση αυτή μου θυμίζει σε εκπληκτικό βαθμό την διαδικασία επεξεργασίας του πένθους όπως την περιγράφει ο Αργεντινός ψυχαναλυτής Χόρχε Μπουκάϊ στο βιβλίο του «Ο δρόμος των δακρύων». «Κατά την εσωτερική επεξεργασία της απώλειας», λέει ο Μπουκάϊ, «γίνεται μέσα μας μια μάχη, ένας αγώνας μεταξύ δύο δυνάμεων. 

Η πλευρά του εαυτού μας που συμβιβάζεται με την πραγματικότητα και αποδέχεται την απώλεια, συγκρούεται με την άλλη μου πλευρά, που δεν είναι διατεθειμένη να αφήσει αυτό που δεν υπάρχει πια και θέλει να το κρατήσει». Μένει να φανεί αν το εκκρεμές γύρει προς την κατεύθυνση της αποδοχής ή της άρνησης

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» στις 15.06.2012

Πάλι γι' άλλα μιλάμε...

Καταγράφω (ενδεικτικά) μερικά θέματα που απασχόλησαν την επικαιρότητα τις τελευταίες εβδομάδες: οι δηλώσεις της γενικής διευθύντριας του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ περί Ελλάδας, το τηλεοπτικό σποτ της ΝΔ («Γιατί Κύριε;»), οι ατάκες του κ. Αλέξη Τσίπρα στην ευρωπαϊκή περιοδεία του και ο προπηλακισμός της κ. Λιάνας Κανέλλη από τον βουλευτή της Χρυσής Αυγής κ. Ηλ. Κασιδιάρη.

Κανείς δεν αντιλέγει ότι το σποτ της ΝΔ ήταν αιρετικό και για πολλούς κακόγουστο (αν και πάντως μια από τις βασικές αρχές του μάρκετινγκ επιτυγχάνεται, καθώς το σποτ αυτό συζητείται). Σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος έκανε το αυτονόητο, καταδίκασε τις γροθιές και τα μπουγελώματα του κ. Κασιδιάρη, ενώ οι δηλώσεις Λαγκάρντ και οι ατάκες Τσίπρα προκάλεσαν ποικίλα σχόλια και αντιδράσεις.

Μα, στα αλήθεια λίγες μέρες πριν από τις κρισιμότερες εκλογές των τελευταίων δεκαετιών αυτά είναι τα μείζονα ζητήματα που πρέπει να απασχολούν την κοινή γνώμη; Αν καταδεικνύουν κάτι τα προαναφερθέντα περιστατικά, αυτό είναι ο τρόπος με τον οποίο γίνεται ο δημόσιος διάλογος στη χώρα μας: με όρους «επικοινωνίας» και με διαγωνισμό κραυγών και ατάκας με φόντο τα τηλεοπτικά πλατό. Και κυρίως με μια πλήρη αδυναμία των περισσότερων ΜΜΕ, των πολιτικών μας ταγών και κατ’ επέκταση της ίδιας της κοινωνίας να ξεχωρίσει το ουσιώδες από το επουσιώδες. Μετά από δύο «γεμάτες» προεκλογικές περιόδους δεν έχουμε συζητήσει καθόλου το μείζον θέμα, δηλαδή τον προσανατολισμό της χώρας μας: που θα πάμε, πώς θα πάμε, με ποιους όρους και με ποιες θυσίες.

Το κράτος έχει κηρύξει άτυπα στάση πληρωμών προς τρίτους (π.χ. φαρμακευτική δαπάνη, προμηθευτές) ενώ τα ταμειακά διαθέσιμα είναι πενιχρά κι όλα αυτά (δηλαδή η πραγματικότητα) δεν δείχνουν να μας απασχολούν καθόλου. Αντιθέτως αυτό που κυριάρχησε τους τελευταίους μήνες ήταν το εμπόριο φόβου / ελπίδας σε μια εντελώς σχηματοποιημένη και υποτυπώδη μορφή δημοσίου διαλόγου. Έστω και την ύστατη ώρα, τα λεγόμενα «φιλοευρωπαϊκά κόμματα ευθύνης» οφείλουν να μιλήσουν με ψυχραιμία, νηφαλιότητα αλλά ταυτόχρονα με ρεαλισμό και σαφήνεια για το μέλλον της χώρας και το τι συνεπάγεται η εφαρμογή του «προγράμματος» του ΣΥΡΙΖΑ.

Την ώρα που καλούμαστε να κάνουμε μια τόσο κρίσιμη επιλογή για το μέλλον της χώρας μας θα ήταν τουλάχιστον χρήσιμο να ακούσουμε μια επιχειρηματολογία που να προσπαθεί να εμφυσήσει στον κόσμο τον κατά Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ ορισμό της πολιτικής. Ότι δηλαδή «η πολιτική δεν είναι η τέχνη του εφικτού, είναι η επιλογή ανάμεσα στο καταστροφικό και το δυσάρεστο».

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» στις 11.06.12