Κυριακή, Φεβρουαρίου 22, 2009

Μην πυροβολείτε το μεσολαβητή…

Την προηγούμενη Τετάρτη (μετά από αναβολή ενός χρόνου) θα ξεκινούσε η εκδίκαση της υπόθεσης Τσιπρόπουλου – Λιακόπουλου (σ.σ. πήρε νέα αναβολή για τον Μάιο του 2010), μια από τις πρώτες υποθέσεις που σχετίζονται με τα blogs στην Ελλάδα.

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή: ο κ. Αντώνης Τσιπρόπουλος διατηρούσε έναν aggregator (blogme.gr), ουσιαστικά έναν ηλεκτρονικό κατάλογο αυτόματης αναδημοσίευσης κειμένων από blogs. Ένα από τα κείμενα που (ανα)δημοσιεύτηκε στο συγκεκριμένο site έθιξε τον γνωστό τηλεβιβλιοπώλη κ. Δημοσθένη Λιακόπουλο, ο οποίος και προχώρησε σε μήνυση κατά αγνώστου. Δεδομένου ότι ο ιδιοκτήτης του ιστολογίου ήταν ανώνυμος και λαμβάνοντας υπόψη ότι η άρση του τηλεπικοινωνιακού απορρήτου στο διαδίκτυο επιτρέπεται μόνο για λόγους εθνικής ασφάλειας και για «διακρίβωση εγκλημάτων» (ποινικών αδικημάτων) και όχι για δυσφήμιση (Ν.2225/1994), ήταν νομικά (και πρακτικά) αδύνατο να βρεθεί ο συγγραφέας του κειμένου και έτσι την πλήρωσε ο διαχειριστής του blogme.gr

Γράφαμε παλαιότερα για το θέμα των μηνύσεων εναντίον μπλόγκερς ότι «ενώ δεν μπορεί να απαγορευτεί η ανωνυμία στο διαδίκτυο, ωστόσο εγείρονται ζητήματα όταν κάποιος (θεωρεί ότι) συκοφαντείται από κάποιο ανώνυμο κείμενο.

Το ότι η φύση του διαδικτύου ευνοεί την ανωνυμία, δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος έτσι ώστε όταν θέλει κάποιος να καταθέσει μήνυση κατά ανώνυμου σχολιαστή να μπορεί να το κάνει. Αυτό θα μπορούσε να γίνεται με άρση της ανωνυμίας, σε περίπτωση που έχει κατατεθεί μήνυση εναντίον κάποιου αρθρογράφου.

Αν λοιπόν κάποιος εκμεταλλεύεται την ανωνυμία που προσφέρει το διαδίκτυο για να διαδίδει σαχλαμάρες, τότε –εφόσον στοιχειοθετείται αξιόποινη πράξη– πρέπει να δώσει απαντήσεις στη Δικαιοσύνη».

Μόνο που στην προκειμένη περίπτωση δεν μιλάμε για μπλόγκερ, δεν πρόκειται δηλαδή για φορέα της πληροφορίας αλλά για μεσολαβητή. Για να αναλογιστείτε τον παραλογισμό φανταστείτε λ.χ. να θίγεται κάποιος από ένα δημοσίευμα και να διώκεται όχι η εφημερίδα, αλλά ο εφημεριδοπώλης ή ο περιπτεράς! Χειρότερα: δεν ανέβασε ο κ. Τσιπρόπουλος το link για το συγκεκριμένο κείμενο, αλλά η διαδικασία είναι αυτοματοποιημένη.

Ενδεχομένως το πιο δυσάρεστο στοιχείο στην όλη υπόθεση είναι ότι μια ενδεχόμενη καταδίκη του κ. Τσιπρόπουλου θα δημιουργούσε όχι μόνο σύγχυση αλλά και δικαστικό προηγούμενο. «Αν καταδικαστεί ο Αντώνης Τσιπρόπουλος», γράφει ο Παναγιώτης Βρυώνης στο http://vrypan.net/weblog, «αυτό θα σημαίνει ότι οποιοσδήποτε διατηρεί μία υπηρεσία που μεταφέρει ή αναδημοσιεύει υλικό θα έχει όχι μόνο το δικαίωμα, αλλά και την υποχρέωση να λογοκρίνει το υλικό αυτό.

(…) Μία καταδίκη του blogme.gr θα σημαίνει ότι οποιοσδήποτε έχει μία υπηρεσία ή προσφέρει το μέσο μέσα από το οποίο αναδημοσιεύεται υλικό έχει ευθύνη για αυτό. Να θυμίσω εδώ ότι τεχνικά, οποιαδήποτε μεταφορά δεδομένων μέσω υπολογιστή και internet σημαίνει αντιγραφή και σε ένα βαθμό αναδημοσίευση, κάτι που περιπλέκει ακόμη περισσότερο το θέμα».

Κανείς δεν γνωρίζει αν ο κ. Τσιπρόπουλος θα καταδικαστεί. Αυτονόητο, όμως, είναι ότι μια καταδικαστική απόφαση θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου. Αν την πληρώσει ένας δύσμοιρος μεσολαβητής της πληροφορίας, τότε θα μπούμε σε έναν φαύλο κύκλο παράλογης ποινικοποίησης του διαδικτύου, ενώ θα υπάρχει δικαστικό προηγούμενο και μάλιστα όχι για συγγραφή κειμένων αλλά για απλή αναδημοσίευση! Ο οποιοσδήποτε θα σκέφτεται πολλάκις για το αν θα γράψει κάτι ή όχι, ακόμα και αν μπορεί να το υποστηρίξει. Σε κάθε περίπτωση θα μιλάμε για έμμεσο πλήγμα στην ελευθερία της έκφρασης…

Δ. Τζ.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Θάρρος» στις 22.02.2009

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 16, 2009

Εφημερίδες σε κρίση

«Όταν διαβάζεις μια καλή εφημερίδα είναι σαν να ακούς ένα έθνος να μιλάει στον εαυτό του» είχε πει κάποτε ο διάσημος Αμερικανός συγγραφέας Άρθουρ Μίλερ. Σήμερα, οι πωλήσεις των εφημερίδων είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις διαφόρων ειδών «προσφορές» –οι οποίες συνήθως δεν έχουν καμία σχέση με το πρωτογενές προϊόν– και όχι με την ερευνητική δημοσιογραφία παλαιότερων δεκαετιών, ενώ οι πολίτες δεν τις θεωρούν και τόσο αξιόπιστες. Η γενικότερη εντύπωση είναι ότι οι περίοδοι ακμής του Τύπου έχουν περάσει (ανεπιστρεπτί;).

Θα εξετάζαμε το θέμα επιφανειακά αν στεκόμασταν μόνο στο ύφος και το στυλ ενός δύο κουτσομπολίστικων φύλλων ή π.χ. στις ερωτικές φωτογραφίες του κ. Ζαχόπουλου στις οποίες βασίστηκε το πρωτοσέλιδο κυριακάτικης εφημερίδας. «Κίτρινος» τύπος με «ροζ» αποχρώσεις πάντα υπήρχε και πάντα θα υπάρχει αφού υπάρχει και το αντίστοιχο κοινό. Το θέμα είναι πως η γενικότερη αίσθηση είναι ότι οι εφημερίδες δεν βρίσκονται και στα καλύτερά τους. Αυτό πιστοποιεί και έρευνα του βρετανικού ιδρύματος «Media Standards». Σύμφωνα με αυτήν μόνο το 7% των πολιτών στη Βρετανία εκτιμάει ότι οι εφημερίδες διαθέτουν υπευθυνότητα, ενώ το 75% θεωρεί ότι συχνά δημοσιεύουν ειδήσεις που γνωρίζουν ότι είναι ανακριβείς. Η κρίση εμπιστοσύνης στον Τύπο αγγίζει ακόμα και τα «έγκυρα» φύλλα. Έρευνα που διενεργήθηκε το 2003 διαπίστωσε ότι το 65% των πολιτών εμπιστεύεται τους δημοσιογράφους των «σοβαρών» εφημερίδων, όπως οι «Times» και ο «Guardian», ενώ σε δημοσκόπηση του 2008 το ποσοστό αυτό μειώθηκε στο 43%.

Για ποιους λόγους, όμως, οι πολίτες γυρνούν την πλάτη (και) στις εφημερίδες; Οι βασικοί λόγοι είναι τρεις: Εν αρχή –σύμφωνα και με την έρευνα– είναι η αίσθηση ότι οι δημοσιογράφοι (και των εφημερίδων) διαπλέκονται, άρα παρουσιάζουν μια εικόνα που δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα. Έχουν χάσει, δηλαδή, σε σημαντικό βαθμό την αξιοπιστία τους, στοιχείο που τους διαχώριζε από τους συναδέλφους τους της τηλεόρασης. Αυτή η εικόνα ενισχύεται αφού πολύς κόσμος αντιμετωπίζει πλέον τις εφημερίδες ως σακούλες με dvd και άλλα «δωράκια» και όχι ως Μέσα Ενημέρωσης. Έπειτα, οι νεότερες γενιές στρέφονται όλο και περισσότερο στο διαδίκτυο για την ενημέρωση τους. Τα blogs σιγά αλλά σταθερά αντικαθιστούν τις σελίδες γνώμης των εφημερίδων (πολλοί αρθρογράφοι μάλιστα αναδημοσιεύουν τα κείμενα τους στα προσωπικά τους ιστολόγια), ενώ άπειρα ειδησεογραφικά sites καλύπτουν τα γεγονότα σχεδόν τη στιγμή που συμβαίνουν.

Παρά την απαισιόδοξη για το μέλλον των εφημερίδων εικόνα, θα ήταν σφάλμα να θεωρήσουμε ότι έρχεται το τέλος τους. Σκεφτείτε μόνο πόσες φορές έχει προαναγγελθεί το… μοιραίο και πόσες φορές η εξέλιξη αυτή έχει εκ των πραγμάτων διαψευσθεί. Το μέλλον (και) της ενημέρωσης πιθανότατα ανήκει σε μεγάλο βαθμό στο διαδίκτυο, ωστόσο οι εφημερίδες εφόσον διαχειριστούν σωστά την κατάσταση έχουν τη δυνατότητα να διατηρήσουν ή και να αυξήσουν το κοινό τους. Αρκεί να δουν το διαδίκτυο ως πεδίο δράσης και όχι αποκλειστικά ως ανταγωνιστικό περιβάλλον, κάτι που σε ένα βαθμό συμβαίνει ήδη αφού οι εφημερίδες επενδύουν στις ηλεκτρονικές τους εκδόσεις και μάλιστα με ιδιαίτερη επιτυχία. Και βεβαίως με την προϋπόθεση ότι θα κερδίσουν τη χαμένη αξιοπιστία τους.

Εξάλλου, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι –ακόμα και αν κάποιοι τις θεωρούν παλαιομοδίτικες και ξεπερασμένες– οι εφημερίδες έχουν δύο συγκριτικά πλεονεκτήματα σε σύγκριση με τους «ανταγωνιστές» τους: αφενός μας δίνουν πιο ψύχραιμη απεικόνιση της πραγματικότητας σε σχέση με την τηλεόραση και αφετέρου είναι κατά κανόνα πιο έγκυρες από το διαδίκτυο. Ενδεχομένως εξαιτίας αυτών των στοιχείων να επιβιώσουν για μια ακόμη φορά…

Δ. Τζ.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Θάρρος» στις 15.02.2009

Κυριακή, Φεβρουαρίου 08, 2009

Το Facebook, οι «φιλίες» και η πραγματικότητα

Το πιθανότερο είναι ότι όταν –τον Φεβρουάριο του 2004– ο τότε φοιτητής του «Harvard» Μάρκ Ζούκερμπεργκ έβαζε το θεμέλιο λίθο του Facebook δεν φανταζόταν τι θα επακολουθούσε. Αρχικά, η γνωστή σελίδα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούσε μια μορφή (διαδικτυακής) επικοινωνίας μεταξύ των μελών του φημισμένου πανεπιστημίου. Σήμερα αριθμεί περίπου 150.000.000 μέλη απ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη.

Ο τρόπος λειτουργίας του Facebook είναι λίγο πολύ γνωστός: Ο χρήστης της υπηρεσίας έχει τη δυνατότητα να φτιάξει το προφίλ του, «ανεβάζοντας» προσωπικές πληροφορίες καθώς και φωτογραφίες και από εκεί και πέρα αρχίζει η αναζήτηση φίλων και γνωστών, οι διαδικτυακές συζητήσεις και η εγγραφή σε θεματικά γκρουπ.

Οι Έλληνες χρήστες του διαδικτύου (και όχι μόνο αυτοί) είναι κατά μιαν έννοια εθισμένοι με το Facebook. Τα στοιχεία έρευνας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών για το προφίλ των Ελλήνων χρηστών του κοινωνικού δικτύου είναι αποκαλυπτικά: Το 85% όσων διατηρούν προφίλ στη συγκεκριμένη ιστοσελίδα (υπολογίζονται σε 1.000.000), την επισκέπτονται σε καθημερινή βάση. Μάλιστα ένας στους δύο (50%) αφιερώνει πάνω από 15 – 30 λεπτά σε κάθε επίσκεψή του. Ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι το ότι το 42% των χρηστών θεωρεί το Facebook απαραίτητο ή πολύ απαραίτητο.

Για ποιους λόγους, όμως, χρησιμοποιούμε την συγκεκριμένη πλατφόρμα; Κυρίως για να βρούμε παλιούς φίλους, αλλά και για να μαθαίνουμε νέα φίλων και γνωστών (η λεγόμενη κοινωνική κριτική ή επί το λαϊκότερο κουτσομπολιό).

Ενδεχομένως όλο αυτό να μοιάζει παιδαριώδες και αφελές στους μεγαλύτερους, αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι. Η διείσδυση του Facebook σε τόσο πλατιά στρώματα της κοινωνίας δείχνει την ανάγκη μιας γενιάς για επικοινωνία (έστω εξ αποστάσεως) και επαναπροσέγγιση. Αποτελεί μια αφορμή για συζητήσεις, χαβαλέ και μια ευκαιρία για φευγαλέες ματιές σε προσωπικές στιγμές. Μόνο που εδώ δεν κρυφοκοιτάζουμε από την κλειδαρότρυπα, αφού ο «φίλος» μας ανοίγει από μόνος του την κουρτίνα της προσωπικής του ζωής.

Όμως κατά πόσον οι «φιλίες» που αναπτύσσονται στο Facebook είναι αληθινές; Η αμερικάνικη εταιρία Burger King σε συνεργασία με μια διαφημιστική εταιρία έκανε ένα πρωτότυπο πείραμα: όποιος χρήστης του Facebook διέγραφε δέκα «φίλους» του κέρδιζε ένα χάμπουργκερ. Δεν εξέπληξε κανέναν ότι για ένα χάμπουργκερ χάλασαν παραπάνω από 230.000 ιντερνετικές «φιλίες». Κι αν η εταιρία είχε ως απώτερο σκοπό να διαφημιστεί, κάπως έτσι αποδείχθηκε (σύμφωνα με τον Μπράιαν Γκις, αντιπρόεδρο του τμήματος Μάρκετινγκ της διαφημιστικής εταιρίας) ότι στο Facebook «σημασία δεν έχει η ποιότητα αλλά η ποσότητα των φίλων».

Στο ερώτημα αν πρέπει να ανησυχούμε για την ολοένα και αυξανόμενη διείσδυση του Facebook η απάντηση είναι όχι. Το Facebook δεν ήρθε για να υποκαταστήσει την πραγματική επαφή. Το αντίθετο: πρόκειται για ένα παράλληλο διαδικτυακό (συχνά παραπλανητικό) σύμπαν, όπου κάνουμε «φιλίες» ακόμα και με αγνώστους μόνο και μόνο για να δείχνουμε δημοφιλείς. Μας διασκεδάζει και γεμίζει ευχάριστα τον ελεύθερο χρόνο μας, αλλά ως εκεί. Η (αληθινή) ζωή είναι αλλού…

Δ. Τζ.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Θάρρος» στις 08.02.2009