Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 29, 2008

Η άλλη Αμερική της 5ης Νοεμβρίου

Μας χωρίζουν μόλις πέντε εβδομάδες πριν από τη διεξαγωγή των προεδρικών εκλογών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μια –δίχως άλλο– πολυαναμενόμενη αναμέτρηση, με ξεκάθαρο, μέχρι πριν από μερικές εβδομάδες φαβορί, που πλέον έχει γίνει «ντέρμπυ».

Ομπάμα ή Μακέιν; Το ερώτημα αυτό απασχολεί όχι μόνο τους Αμερικανούς πολίτες, αλλά και εκατομμύρια ανθρώπους εκτός των αμερικανικών τειχών. Κι αυτό γιατί οι πολιτικές της μοναδικής υπερδύναμης έχουν αντίκτυπο σε ολόκληρο τον κοσμο. Ένα πράγμα είναι σίγουρο: αν είχε τη δυνατότητα να ψηφίσει ο υπόλοιπος κόσμος –σύμφωνα με σφυγμομετρήσεις σε δεκάδες χώρες– ο Ομπάμα θα εκλεγόταν με πολύ μεγάλη διαφορά από τον ρεπουμπλικανό αντίπαλό του.

Ωστόσο, η εκλογή του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών είναι καθαρά εσωτερική υπόθεση. Οι πολίτες της χώρας θα είναι αυτοί που θα εκλέξουν τον διάδοχο του Τζορτζ Μπους, και σε πολλά ζητήματα –δυστυχώς ή ευτυχώς– έχουν πολύ διαφορετική προσέγγιση από τον μέσο Ευρωπαίο. Το παρήγορο είναι ότι σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ –όποιος και αν είναι– δε θα θυμίζει σε τίποτα τον προηγούμενο.

Οι Δημοκρατικοί θέλησαν –για ευνόητους λόγους– να παρουσιάσουν τον κ. Μακέιν ως συνεχιστή της πολιτικής Μπους. Σκέφτηκαν ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο θα έφθειραν περισσότερο τον γερουσιαστή από την Αριζόνα. Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Ο κ. Μακέιν απέχει παρασάγγας από το πρότυπο του νεοσυντηριτικού ρεπουμπλικανού. Έχει έρθει πάρα πολλές φορές σε ρήξη με το «κατεστημένο της Ουάσιγκτον» και έχει καταψηφίσει αρκετά νομοσχέδια της κυβέρνησης Μπους. Δεν μιλάει συνέχεια για τις φοροαπαλλαγές, που αποτελούν θέμα ταμπου για το ρεπουμπλιανικό κόμμα. Αν και χαρακτηρίζεται «φιλοπόλεμος», ωστόσο αντιτίθεται στα ακραία βασανιστήρια και στις φυλακές – κολαστήρια (Γκουαντάναμο), καθότι ο ίδιος είχε μια παρόμοια τραγική εμπειρία στα χέρια των Βιετκόνγκ. Για αυτό το λόγο επέλεξε τη Σάρα Πέιλιν για αντιπρόεδρο του. Επειδή ακριβώς εκείνος δεν είναι αρκούντως συντηρητικός για να πείσει τη βάση του κόμματός του.

Την δική του βασική αδυναμία επιδιώκει να καλύψει και ο Μπάρακ Ομπάμα, επιλέγοντας ως υποψήφιο αντιπρόεδρο τον 65χρονο γερουσιαστή Τζον Μπάιντεν. Ο Μπάιντεν θεωρείται αυθεντία σε θέματα εξωτερικής πολιτικής (η αχίλλειος πτέρνα του Ομπάμα), μιας και έχει διατελέσει πρόεδρος της Επιτροπής Διεθνών Σχέσεων της αμερικάνικης Γερουσίας. Όσο για τον μαύρο γερουσιαστή του Ιλινόις όλα είναι λίγο πολύ γνωστά. Το δυνατό του σημείο είναι η πολυπολιτισμική του ταυτότητα: Γιος μιας Αμερικανίδας και ενός Κενυάτη, μεγαλωμένος στην Τζακάρτα και τη Χονολουλού, ο Ομπάμα αποτελεί ίσως μια ζωντανή απόδειξη πραγμάτωσης του «αμερικάνικου ονείρου». Αν προσθέσετε στα παραπάνω το φιλελεύθερο, αντιπολεμικό του προφίλ και τις προοδευτικές ιδέες του, παίρνετε τον –κατά πολλούς– ιδανικό υποψήφιο.

Όπως όλα δείχνουν, στην επαύριο των αμερικανικών εκλογών ο πρόεδρος Μπους και όσα αυτός πρεσβεύει θα αποτελούν παρελθόν. Η μονομέρεια δεν θα είναι πια στρατηγική επιλογή για την Ουάσιγκτον. Είτε εκλεγεί ο –ξένος μέσα στο ίδιο του το κόμμα– Τζον Μακείν, είτε ο εκφραστής της αλλαγής (και πληρέστερος υποψήφιος αν θέλετε την άποψη μας) Μπαράκ Ομπάμα, το πρωί της 5ης Νοεμβρίου θα μιλάμε για μια άλλη, εντελώς διαφορετική Αμερική…

Δ. Τζ.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Θάρρος» στις 28.09.2008

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 22, 2008

Στον αστερισμό του κ. Τατούλη

Πριν από περίπου δύο βδομάδες ο βουλευτής του κυβερνώντος κόμματος κ. Πέτρος Τατούλης ανέβασε στο ιστολόγιο του ένα άκρως δηκτικό κείμενο 1.831 λέξεων. Σε αυτό καταφέρεται εναντίον του υπουργού Επικρατείας κ. Θ. Ρουσόπουλου και της συζύγου του κ. Μάρας Ζαχαρέα, απαντάει σε μια δήλωση της υπουργού Εξωτερικών κ. Ντ. Μπακογιάννη και κριτικάρει –εμμέσως– τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Φυσικά η αξιωματική αντιπολίτευση δεν άφησε ανεκμετάλλευτο το «δώρο» Τατούλη. Στελέχη του ΠαΣοΚ –ερμηνεύοντας το κείμενο του πρώην υφυπουργού– μίλησαν για βέλη εκ των έσω, που δημιουργούν ρήγμα στο εσωτερικό της ΝΔ, ενώ κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο κ. Τατούλης αμφισβητεί ευθέως τον κ. Καραμανλή.

Δέκα ημέρες μετά, ο Αρκάς βουλευτής επανήλθε με νέα ανάρτηση. Σε αυτήν σχολιάζει την ομιλία του προέδρου του ΠαΣοΚ στη ΔΕΘ και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι «πράσινοι» δεν είναι έτοιμοι να κυβερνήσουν.

Αυτό ήταν! Από τη μια στιγμή στην άλλη, ο κ. Τατούλης «που λέει τα πράγματα με το όνομα τους» και δείχνει με τη στάση του πόσο διχασμένη είναι η κυβερνητική παράταξη, έγινε το πλέον αναξιόπιστο πρόσωπο! Το δε μπλογκ του κατακλύστηκε από μηνύματα αγανακτισμένων οπαδών του ΠαΣοΚ. Πιθανολογούμε ότι ήταν οι ίδιοι που λίγες μέρες πριν τον αποθέωναν.

Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ο Αρκάς βουλευτής έχει κατορθώσει να είναι το πρόσωπο των τελευταίων εβδομάδων αποτελώντας σημείο αναφοράς για ολόκληρο το πολιτικό σύστημα. Με τα όσα πράττει, λέει ή δεν λέει, γράφει, υπονοεί και καταλογίζει. Κυρίως όμως για την κριτική που ασκεί στην κυβέρνηση, δίνοντας τροφή στα κανάλια για συζητήσεις επί συζητήσεων, υποθέσεις, εικοτολογίες.

Πρώην στέλεχος του Επαναστατικού Κομμουνιστικού Κινήματος Ελλάδος (ΕΚΚΕ), ο κ. Τατούλης φαίνεται –όπως γράφτηκε κατά κόρον τις τελευταίες μέρες– πως είναι θιασώτης του μαοϊκού ρητού «μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση». Αν και κανείς δεν μπορεί να ξέρει επακριβώς τις προθέσεις του, είναι μάλλον η πίκρα εξαιτίας της αποπομπής του από την κυβέρνηση που τον έχει κάνει τόσο επικριτικό. Δεν εξηγείται αλλιώς: κατά τη διάρκεια της θητείας του στο υπουργείο Πολιτισμού δεν ασκούσε καμία απολύτως κριτική, παρότι κάτι τέτοιο είθισται να συμβαίνει ακόμα και από εν ενεργεία υπουργούς.

Σαφώς, ως βουλευτής ο κ. Τατούλης δικαιούται (ή καλύτερα οφείλει) να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του, παρά τα όσα λέγονται περί «κομματικής πειθαρχίας». Η λογική του «μαντριού» είναι πέρα για πέρα λανθασμένη. Πλην όμως «είναι άλλο πράγμα η απόλυτη (κακώς εννοούμενη) κομματική πειθαρχία και άλλο το να συμφωνείς σε βασικές, προγραμματικού τύπου θέσεις με τον κομματικό φορέα που είσαι ενταγμένος. Γιατί αν πράγματι ο βουλευτής του κυβερνόντος κόμματος αισθάνεται τόσο μακριά ιδεολογικοπολιτικά από τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση του και εννοεί τα όσα λέει το καλύτερο που έχει να κάνει τόσο για την ΝΔ, όσο κυρίως γι’ αυτόν είναι να παραιτηθεί…». Αυτά γράφαμε παλαιότερα, όταν στη θέση του κ. Τατούλη ήταν ο κ. Πολύδωρας και ισχύουν απόλυτα στην περίπτωση του κ. Τατούλη.

Εν τέλει ίσως να μην μάθουμε ποτέ τους ακριβείς λόγους για τους οποίους ασκεί τόσο έντονη κριτική ο πρώην υφυπουργός. Και ίσως να μην έχει και τόση σημασία. Το θέμα είναι να αφήσουν στην άκρη κόμματα, και ΜΜΕ την παραπολιτική και να ασχοληθούν με την ουσία της πολιτικής. Διότι ναι μεν «πουλάει» η αντίθεση ενός βουλευτή στην κυβέρνηση του, ωστόσο έχουμε πολύ πιο σημαντικά θέματα να συζητήσουμε.

Όσο για τον κ. Τατούλη, με τον τρόπο που συμπεριφέρεται δίνει σάρκα και οστά σε ένα παλαιό ουγγαρέζικο ρητό: «Δεν έχει σημασία να παίρνεις ό,τι θες, αλλά να θες ό,τι παίρνεις».

Δ. Τζ.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Θάρρος» στις 24.09.2008

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 14, 2008

Μαριέττα Γιαννάκου

Λοιδορήθηκε όσο ελάχιστοι πολιτικοί. Δέχτηκε (και) χτυπήματα κάτω από τη μέση από μερίδα της εκπαιδευτικής κοινότητας, επειδή επιχείρησε το αυτονόητο: την αναγκαία μεταρρύθμιση στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Πέρασε μια πολύ σοβαρή περιπέτεια με την υγεία της. Κι όμως, η κ. Μαριέττα Γιαννάκου κατάφερε να βγει νικήτρια από την μεγαλύτερη μάχη της ζωής της και δηλώνει παρούσα στα πολιτικά δρώμενα.

«Όταν κάτι ξεκινήσει στραβά δε μπορεί παρά να τελειώσει και στραβά» αναφέρει ο νόμος του Μέρφυ. Αυτό ισχύει εν μέρει και στην περίπτωση της κ. Γιαννάκου. Η γεννημένη στο Γεράκι Λακωνίας πολιτικός πέρασε ένα εξάμηνο που θα το θυμάται για όλη της τη ζωή. Το Σεπτέμβριο του 2007 απέτυχε να επανεκλεγεί βουλευτής στην Α’ Αθηνών, αλλά τα χειρότερα ήρθαν λίγους μήνες μετά: το Φεβρουάριο του 2008 υποβλήθηκε σε ακρωτηριασμό του δεξιού της ποδιού, μετά από κάταγμα που υπέστη. Φύσει αισιόδοξος άνθρωπος η τέως υπουργός δε το έβαλε κάτω και γλίτωσε τα χειρότερα. Στο πείσμα της οφείλεται το ότι –παρά τις λυσσαλέες αντιδράσεις– η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση έγινε τελικώς νόμος του κράτους. Σε αυτό το στοιχείο του χαρακτήρα της αποδίδουν πολλοί και το αίσιο τέλος της περιπέτειας της υγείας της.

«Ενώ συνήθως οι άνθρωποι κάνουν πολλούς συμβιβασμούς στη ζωή τους, εγώ γίνομαι όλο και πιο ασυμβίβαστη όσο περνούν τα χρόνια και αυτό είναι το πρόβλημα» είχε δηλώσει παλαιότερα. Παρότι κανένα στέλεχος της κυβέρνησης –πλην του πρωθυπουργού– δεν τη στήριξε δημόσια την περίοδο των μεγάλων αναταραχών στο χώρο της Παιδείας εκείνη πέρασε το νομοσχέδιο. Δε συμβιβάστηκε –γι’ αυτό πολεμήθηκε– αλλά τελικώς τα κατάφερε. Η έλλειψη αλληλεγγύης από τους συναδέλφους της υπουργούς που βίωσε εκείνη την περίοδο είναι το πιο πικρό ποτήρι στην πολιτική της καριέρα, όπως δήλωσε σε πρόσφατη συνέντευξη στο περιοδικό «GK».

Όλα αυτά, όμως, ανήκουν πια στο παρελθόν και η κ. Γιαννάκου είναι έτοιμη για το μεγάλο came back στην πολιτική. Κι αυτό γιατί όταν ένας άνθρωπος έχει τόσο μεγάλη αγάπη για τη ζωή, τόσο πάθος για τα κοινά και είναι ταυτόχρονα εξαιρετικά στοχοπροσηλωμένος είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα πετύχει αυτό που θέλει. Γιατί ό,τι δε σε σκοτώνει απλώς σε κάνει πιο δυνατό…

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Θάρρος» στις 14.09.2008

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 09, 2008

Άλλη πολιτική για την τριτοβάθμια εκπαίδευση

Οι αριθμοί δεν λένε πάντοτε την αλήθεια, λέει το γνωστό μότο, όμως στην προκειμένη περίπτωση λένε πολλά. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα μετά την ανακοίνωση των βάσεων εισαγωγής στα ΑΕΙ της χώρας, την προσεχή ακαδημαϊκή χρονιά 32 τμήματα ΤΕΙ θα έχουν μονοψήφιο αριθμό εισακτέων, ενώ την πύλη πέντε ιδρυμάτων δε θα περάσει κανένας φοιτητής! Τα νούμερα αυτά αφενός σοκάρουν, αφετέρου καταδεικνύουν την αποτυχία της πολιτικής που εφαρμόστηκε την τελευταία δεκαετία στον χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης: της πολιτικής της ίδρυσης ΑΕΙ και ΤΕΙ σε (σχεδόν) κάθε περιφερειακή πόλη. Δεν είναι τυχαίο ότι τα τελευταία δέκα χρόνια ιδρύθηκαν 60 (!) ιδρύματα ΑΕΙ, τα περισσότερα στην περιφέρεια.

Για να μην παρεξηγηθούμε: δεν είναι κακό να ιδρύονται νέα εκπαιδευτικά Ιδρύματα, κάθε άλλο. Πόσω μάλλον όταν αυτό γίνεται εκτός Αθηνών, συμβάλλοντας έτσι στην αποκέντρωση της γνώσης και την οικονομική ανάπτυξη των πόλεων αυτών. Το αντίθετο: στον 21ο αιώνα –τον λεγόμενο και αιώνα της εξειδίκευσης– είναι θεμιτό να δημιουργούνται καινούργια ιδρύματα, έτσι ώστε και ο υποψήφιος φοιτητής να έχει μεγαλύτερη γκάμα επιλογών και φυσικά να καλύπτονται και οι ανάγκες της αγοράς εργασίας. Λάθος είναι η δημιουργία ιδρυμάτων χωρίς σχεδιασμό, στοχεύοντας αποκλειστικά στην αύξηση του εσωτερικού τουρισμού και των παρελκόμενων αυτού (ενοίκια, καφετέριες, μαγαζιά, αυτό που με δυο λόγια λέμε «ενίσχυση της τοπικής αγοράς»). Λάθος είναι να μπαίνει σε πρώτη μοίρα η περιφερειακή ανάπτυξη –δια μέσου των ιδρυμάτων– και σε δεύτερη το ακαδημαϊκό κομμάτι. Λάθος επίσης είναι να δημιουργούνται τμήματα χωρίς γνωστικό αντικείμενο, τμήματα που δε διασφαλίζουν επαγγελματικά δικαιώματα στους αποφοίτους τους, άρα αυξάνουν τους δυνητικά ανέργους, μόνο και μόνο για να μπουν όλοι ή έστω οι περισσότεροι απόφοιτοι Λυκείου «κάπου» και να γίνει περισσότερο αρεστός ο χ υπουργός και το ψ κόμμα.

Αρκετά ιδρύματα κινδυνεύουν να κλείσουν ή (στην καλύτερη περίπτωση) να συγχωνευτούν. Το γεγονός από μόνο του είναι σημαντικό και δικαιολογεί την στροφή 180 μοιρών που πρέπει να γίνει στο οικοδόμημα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Δεν χρειάζεται να ψάξουμε για μαγικές λύσεις. Αυτό που χρειάζεται είναι σχέδιο. Αυτό που σίγουρα δεν χρειάζεται είναι οι τακτικισμοί και τα μικροπολιτικά παιχνίδια εις βάρος του μεγαλύτερου κεφαλαίου που έχει αυτή η χώρα: της γνώσης.

Δ. Τζ.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Θάρρος» στις 05.09.2008

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 03, 2008

Ο πρωταθλητισμός, το ντόπινγκ και οι χορηγοί

Αν ρίξει κανείς μια ματιά στα νούμερα που ακούγονται τις τελευταίες ημέρες στο παγκόσμιο αθλητικό στερέωμα θα τον πιάσει ίλιγγος. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου, λοιπόν, έσπασαν 43 παγκόσμια ρεκόρ. Ο κολυμβητής Μάικλ Φελπς, καταρρίπτοντας το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, πέτυχε το… ακατόρθωτο, να συγκεντρώσει δηλαδή 8 χρυσά ολυμπιακά μετάλλια, σε μια μόνο διοργάνωση. Στον στίβο ο Ουσέιν Μπολτ έκανε τα 100 μέτρα σε χρόνο 9.69’’ και –λίγες ώρες αργότερα– έκανε νέο παγκόσμιο ρεκόρ στα 200 μέτρα. Στον χώρο του ποδοσφαίρου η Ρεάλ Μαδρίτης προσφέρει 52 εκατομμύρια ευρώ για να εντάξει στους κόλπους της τον Νταβίντ Βίγια, ενώ ο Ριβάλντο αφήνει τη χώρα μας, επειδή ομάδα από το Ουζμπεκιστάν του προσφέρει συνολικά απολαβές 10 εκατομμυρίων ευρώ για δύο χρόνια.

Απίστευτες επιδόσεις και πολύ χρήμα. Σε αυτά τα δύο στοιχεία φαίνεται ότι στηρίζεται ολόκληρο το οικοδόμημα του (πρωτ)αθλητισμού. Το σχήμα είναι απλό: Τα χρήματα τροφοδοτούν τις επιδόσεις, αλλά η κάνουλα κλείνει όταν ο αθλητής σταματήσει να φέρνει στους χορηγούς του (ή στην ομάδα του) τα αναμενόμενα ποσά. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η επιτυχία γίνεται αυτοσκοπός για τον αθλητή. Θα κάνει τα πάντα για να επιτύχει. Θα θέσει σε κίνδυνο ακόμα και την υγεία του.

Αναπόφευκτα φτάνουμε στον ρόλο των υπηρεσιών ελέγχου του ντόπινγκ, οι οποίες καλούνται να προστατεύσουν το κύρος του αθλητισμού καθώς και τα ιδανικά του ευ αγωνίζεσθαι. Σε παγκόσμιο επίπεδο αρμόδια για τους ελέγχους είναι η Διεθνής Αρχή Καταπολέμησης Ντόπινγκ (WADA) και σε εθνικό οι αντίστοιχες Αρχές της κάθε χώρας. Μόνο που στη χώρα μας όχι μόνο δεν φαίνεται να υπάρχουν σοβαροί ελεγκτικοί μηχανισμοί, αλλά η ίδια η Πολιτεία είναι αυτή που χωρίς υπερβολή οδηγεί τους αθλητές στη χρήση αναβολικών ουσιών. Το ισχύον νομικό πλαίσιο –που όπως είπε ο υφυπουργός Αθλητισμού θα αλλάξει σύντομα– προβλέπει για τους ολυμπιονίκες (1η – 8η θέση) πριμ που φτάνουν το ποσό των 190.000 ευρώ, βαθμό αξιωματικού στον στρατό, άδεια πρακτορείου ΠΡΟΠΟ, και εισαγωγή σε ΑΕΙ ή ΤΕΙ! («Η Καθημερινή» 24.08.2008). Το δέλεαρ είναι αδιαμφισβήτητα πολύ μεγάλο για ένα νεαρό αθλητή και είναι δύσκολο να αντισταθεί στις «σειρήνες» των αναβολικών. Αυτό, βέβαια, δεν αναιρεί την ατομική ευθύνη του τελευταίου. Ο καθένας είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του.

Ποια είναι, λοιπόν, η λύση στο πρόβλημα του ντόπινγκ; Όχι βέβαια η επιστροφή στον ερασιτεχνικό αθλητισμό! Και οι αθλητές επαγγελματίες είναι και πρέπει να βγάζουν τα προς το ζην. Λύση δεν είναι ούτε καν ο εξοστρακισμός των χορηγών από τον αθλητισμό. Το πρόβλημα δεν είναι οι χορηγίες, αλλά η νοοτροπία. Άρα η μάχη δεν θα κερδηθεί μέσω παράλογων απαγορεύσεων. Το ζήτημα είναι να καλλιεργηθεί στους πολίτες μια κουλτούρα η οποία να ευνοεί τον μαζικό αθλητισμό και όχι τον –με οποιοδήποτε κόστος– πρωταθλητισμό. Για να συμβεί, όμως, αυτό δεν χρειάζονται νέα νομοσχέδια, αλλά κυρίως όραμα. Ένα όραμα το οποίο οφείλει η πολιτική και αθλητική ηγεσία να μεταδώσει στην κοινωνία. Πρέπει επίσης η Αρχή Καταπολέμησης του Ντόπινγκ να πάρει πιο σοβαρά το ρόλο της. Πρέπει, με λίγα λόγια, να καταδικάσουμε όλοι νοοτροπίες του τύπου «ντοπέ είναι μόνο όποιος πιάνεται» και εκείνους που τις πρεσβεύουν…

Δ. Τζ.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Θάρρος» στις 31.08.2008