Δευτέρα, Ιουνίου 30, 2008

Η Τέχνη ως ακριβής επιστήμη

Το «Jesus Christ Superstar», η ροκ όπερα – φαινόμενο και ένα από τα μακροβιότερα μιούζικαλ στην ιστορία του Broadway ήρθε πέρυσι τον Απρίλιο και στη χώρα μας, για μερικές παραστάσεις στο θέατρο Μπάντμιντον. Το θέμα που πραγματεύεται, οι τελευταίες ημέρες του Χριστού και ο τρόπος με τον οποίον το προσεγγίζει προκάλεσε αντιδράσεις σε θρησκευτικούς κύκλους. Προσπερνάμε το παράλογο της αντίδρασης –πώς είναι δυνατόν να διαμαρτύρεσαι για κάτι που δεν έχεις δει;– καθότι η υπόθεση πήρε άλλες διαστάσεις: Ιδιώτης έστειλε στα δικαστήρια τον κ. Μιχάλη Αδάμ, πρόεδρο της εταιρίας που ανέλαβε τη διοργάνωση του μιούζικαλ στην Ελλάδα. Αιτία; Στο έργο –αναφέρει η μηνυτήρια αναφορά– «καθυβρίζετο κακόβουλα η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία». Σύμφωνα με το κατηγορητήριο «η Μαρία Μαγδαληνή εμφανίζεται στην παράσταση να βοηθά τον Ιησού Χριστό να χαλαρώσει κάνοντάς του μασάζ, με αλοιφή», ενώ «η σταύρωση και η ταφή παρουσιάζονται με τρόπο παραποιημένο απ ό,τι περιγράφονται στα Ιερά Ευαγγέλια».

Οι αιτιάσεις του ενάγοντος θα ήταν για γέλια, αν το ζήτημα δεν ήταν αρκετά σοβαρό. Και όταν λέμε σοβαρό ζήτημα δεν εννοούμε την υποτιθέμενη «καθύβριση της Ορθόδοξης Εκκλησίας», αλλά τον τρόπο με τον οποίον προσεγγίζουν ορισμένοι την τέχνη: Στην προκειμένη περίπτωση με όρους Θεολογίας, ενώ σε άλλες περιπτώσεις (κινηματογραφικά έργα) ωσάν να πρόκειται για μεταφορά βιβλίου Ιστορίας στο σελιλόιντ.

Πριν μερικά χρόνια, ο γνωστός σκηνοθέτης και σεναριογράφος Όλιβερ Στόουν είχε δεχτεί έντονη κριτική από Έλληνες πολιτικούς και ιστορικούς για το έργο του «Αλέξανδρος» (αναφέρεται στη ζωή του Μ. Αλεξάνδρου). Ούτε λίγο ούτε πολύ τον κατηγόρησαν για παραποίηση της Ιστορίας. Η απάντηση που έδωσε ο Στόουν ήταν αφοπλιστική: «Εγώ δεν κάνω Ιστορία αλλά κινηματογράφο».

Αλήθεια, που τελειώνει η ελευθερία της Τέχνης (δηλαδή της έκφρασης); Πώς πρέπει να προσεγγίζουμε την Τέχνη, με όρους καλλιτεχνικούς ή καθαρά επιστημονικούς; Αν στο πρώτο ερώτημα η απάντηση είναι σχετική, στο δεύτερο τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά, σχεδόν ξεκάθαρα: η τέχνη δεν είναι τίποτα άλλο παρά η πρωτότυπη (και σαφώς όχι επιστημονική) προσέγγιση ενός θέματος από έναν δημιουργό. Ο δημιουργός πλάθει ιστορία, δεν την αναπαράγει. Άρα το έργο (πρέπει να) εξετάζεται με αμιγώς καλλιτεχνικά κριτήρια και όχι με όρους ιστορικής ακρίβειας.

Υπάρχει και κάτι πιο επικίνδυνο από την λάθος κριτική σε λάθος ανθρώπους για παραποίηση της Ιστορίας: Το ότι ορισμένοι θέλουν να ποινικοποιήσουν την καλλιτεχνική δημιουργία. Είναι εντελώς διαφορετικό το να διαφωνείς με ένα έργο –έστω και για λάθος λόγους– με το να στέλνεις τον δημιουργό του (εν προκειμένω τον πρόεδρο της διοργανώτριας εταιρείας) στα δικαστήρια επειδή προσβάλει τα «χρηστά ήθη»!

Λένε ότι η Ιστορία δεν είναι ακριβής επιστήμη όπως τα Μαθηματικά. Ένα γεγονός μπορεί να ειδωθεί διαφορετικά ανάλογα την οπτική γωνία του ερευνητή. Η Τέχνη δεν είναι καν επιστήμη. Γιατί λοιπόν να τις δίνουμε παραπάνω ιδιότητες από αυτές που έχει;

Δ. Τζ.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Θάρρος» στις 29.06.2008

Δευτέρα, Ιουνίου 23, 2008

Όταν το Harvard ήρθε στην Ελλάδα

Ακούγεται κάπως παράξενα, όμως είναι αλήθεια: εδώ και μερικούς μήνες το φημισμένο αμερικανικό πανεπιστήμιο Harvard στεγάζεται (και) στην Ελλάδα! Στο Ναύπλιο, στο ανακαινισμένο κτίριο που λειτουργούσε κάποτε ως δημαρχείο της πόλης, βρίσκεται σήμερα το παράρτημα του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών του σπουδαίου πανεπιστημίου. Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι πρόκειται για το πρώτο παράρτημα του Harvard στην Ευρώπη. Όμως τι δουλειά έχει το Harvard στην Ελλάδα;

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του Harvard ιδρύθηκε το 1962 και αποτελεί ένα από τα Ερευνητικά Κέντρα του ομώνυμου πανεπιστημίου. Κινητήριος δύναμή του –διαβάζουμε στην ηλεκτρονική του διεύθυνση– είναι η ανάγκη επαναπροσέγγισης του ουμανιστικού οράματος των Ελλήνων. Έχοντας στο επίκεντρο την ελληνική γλώσσα και κουλτούρα, το Κέντρο προσπαθεί να εξερευνήσει την πιο ευρεία έννοια του όρου «Ελληνικός», προσδιορίζοντας τον ελληνικό πολιτισμό ως τον καθολικό ουμανισμό που ξεπερνά τις διακρίσεις μεταξύ Ευρώπης και μη – Ευρώπης.

Αν και τα επίσημα εγκαίνια θα γίνουν στα τέλη του μήνα, το Κέντρο κλείνει αυτό το μήνα ένα χρόνο παρουσίας στη χώρα μας. Σε αυτό το διάστημα –αναφέρει ρεπορτάζ της «Καθημερινής»– το έχουν επισκεφτεί 18 φοιτητές από τις ΗΠΑ, μέσω υποτροφίας που τους κάλυψε τα αεροπορικά εισιτήρια και σημαντικό κομμάτι των εξόδων τους. Οι φοιτητές, στις δέκα μέρες που παρέμειναν στο Ναύπλιο, είχαν την ευκαιρία να κάνουν έρευνα και να παρακολουθήσουν σεμινάρια για την ελληνική γλώσσα και ιστορία. Ακολούθως, ανάλογα με τις σπουδές τους, πραγματοποίησαν πρακτική άσκηση σε ελληνικές επιχειρήσεις.

Μέσα στο 2008 το Κέντρο διοργάνωσε διαλέξεις για την ελληνική ιστορία και πολιτισμό. Ταυτόχρονα, μέσω της ολοκληρωμένης ψηφιακής βιβλιοθήκης του Κέντρου, φοιτητές και απλοί πολίτες είχαν τη δυνατότητα πρόσβασης στην πλούσια βιβλιογραφία του πανεπιστημίου.

Από τον τρόπο λειτουργίας ενός πανεπιστημίου όπως το Harvard –αν ξεφύγουμε για λίγο από τη στείρα και μίζερη κουβέντα για τα μη κρατικά ΑΕΙ– μπορούμε να πάρουμε μερικά χρήσιμα μαθήματα για το πως πρέπει να είναι το πανεπιστήμιο του 21ου αιώνα: δυναμικό, εξωστρεφές και ανοικτό στην κοινωνία. Δεύτερον, δεν μπορεί να λέγεται σοβαρό ένα Ανώτατο Ίδρυμα το οποίο αδιαφορεί παντελώς για την επιστημονική έρευνα, και αρκείται στην από καθέδρας θεωρητικολογία και την παπαγαλία. Η έρευνα είναι αναπόσπαστο κομμάτι της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, κάτι που στην Ελλάδα –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων– μας διαφεύγει.

Φυσικά δε χρειαζόταν να έρθει το Harvard στη χώρα μας για να καταλάβουμε πως πρέπει να λειτουργεί το σύγχρονο πανεπιστήμιο. Ας είναι όμως αυτή μια ευκαιρία για να αντιληφθούμε που υστερούν τα ελληνικά ΑΕΙ και να προσπαθήσουμε να κερδίσουμε το χαμένο έδαφος. Δεν είναι δα και ντροπή να αντιγράψεις το Harvard…

Δ. Τζ.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Θάρρος» στις 22.06.2008

Τρίτη, Ιουνίου 17, 2008

Τηλεοπτικοί μετασεισμοί

Τι ακολουθεί έναν μεγάλο (ή λιγότερο μεγάλο) σεισμό είναι λίγο έως πολύ γνωστό. Δε μιλάμε βέβαια για τη μετασεισμική ακολουθία, αλλά για τους τηλεοπτικούς μετασεισμούς. Ο προ εβδομάδος σεισμός στην Πελοπόννησο δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Για μια ακόμα φορά το χτύπημα του Εγκέλαδου διαδέχθηκαν οι ανθρώπινες ιστορίες, οι υπερβολές και οι κινδυνολογίες και –φυσικά– η κόντρα των σεισμολόγων για το ποιος προέβλεψε πρώτος το γεγονός.

Ο απεγκλωβισμός του εννιάχρονου κοριτσιού από το χωριό Φώσταινα συγκίνησε τους πάντες, γι’ αυτό και έπαιξε στα δελτία ειδήσεων. Το θέμα όμως έπρεπε να τελειώσει τη στιγμή που η μικρή βγήκε σώη και αβλαβής από τα ερείπια αυτού που κάποτε ήταν το σπίτι της. Φευ! Την επόμενη μέρα δημοσιογράφοι της τηλεόρασης επισκέφτηκαν το κοριτσάκι στο νοσοκομείο για να το ρωτήσουν πως αισθάνεται και αν φοβήθηκε! Αν και οι ερωτήσεις τους ήταν εξαιρετικά κοινότυπες, το θέμα είναι άλλο: ότι οι ρεπόρτερς λησμόνησαν –και δεν ήταν η πρώτη φορά– πως η μικρή κάνει προσπάθειες να ξεχάσει όσα τραγικά πέρασε κι ότι και μόνο η παρουσία των καμερών εκεί επιτείνει την ψυχική της φθορά, καθότι αναγκάζεται να ανακαλέσει στη μνήμη της τις δύσκολες στιγμές.

Όταν η ανθρώπινη ιστορία εξαντλήθηκε σειρά πήραν οι κόντρες των σεισμολόγων. Κόντρες άνευ ουσίας, βέβαια, μιας και πολύ λίγοι από τους προσκεκλημένους επιστήμονες αποφάσισαν να μιλήσουν… επιστημονικά. Στην πλειονότητά τους οι παρευρισκόμενοι στα τηλεπαράθυρα κοντραρίστηκαν για λάθος λόγους: διαφώνησαν για το ποιος προέβλεψε πρώτος τον σεισμό, μίλησαν για «επερχόμενους καταστροφικούς σεισμούς», αλλά απέφυγαν να επιχειρηματολογήσουν με επιστημονικό και προπαντός ψύχραιμο τρόπο για το τι σημαίνει το συγκεκριμένο γεγονός τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

Όμως αυτή η τακτική δεν είναι καθόλου ανώδυνη. «Οι υπερβολές έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση της ανησυχίας και της ανασφάλειας των πολιτών» σημειώνει σε συνέντευξη του στην «Ελευθεροτυπία» ο διευθυντής του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου κ. Γιώργος Σταυρακάκης. Η ανασφάλεια, αίσθημα ανησυχίας και φόβου για τα μελλούμενα, που παρατηρείται στις κοινωνίες μετά από καταστροφικά γεγονότα όπως π.χ. ένας σεισμός, επιτείνεται από την ανεύθυνη στάση μερίδας της επιστημονικής κοινότητας. «Μερικές φορές δεν γίνεται σεισμολογία, γίνεται παρασεισμολογία» καταλήγει ο κ. Σταυρακάκης, χαρακτηρίζοντας το φαινόμενο καθαρά ελληνικό.

Το χειρότερο είναι ότι οι τηλεοπτικές αψιμαχίες μεταξύ των σεισμολόγων δεν κάνουν κακό μόνο στην κοινωνία, ούτε απλώς μειώνουν την αξιοπιστία των –πανταχόθεν βαλλόμενων ούτως ή άλλως– δελτίων ειδήσεων, αλλά –όπως γράφει ο Πάσχος Μανδραβέλης στην «Καθημερινή»– «απαξιώνουν ένα ερευνητικό κλάδο». Είναι λογικό: όταν ένας ολόκληρος επιστημονικός κλάδος διασταυρώνει τα ξίφη του με κραυγές μέσω της τηλεόρασης και μάλιστα για θέματα ελάσσονος σημασίας, είναι προφανές πως χάνει σε αξιοπιστία.

Το «Βήμα» έθεσε την περασμένη Τρίτη μέσω του κύριου άρθρου του το θέμα στις σωστές του διαστάσεις: «Οι σεισμοί ταλαιπωρούν τη χώρα αιώνες. Οι σεισμολόγοι (με μερικές λαμπρές εξαιρέσεις) εδώ και μερικές δεκαετίες. Μπορεί μάλιστα να πει κανείς ότι ορισμένοι από αυτούς είναι σχεδόν το ίδιο επικίνδυνοι». Και για την κοινωνία και για την ίδια τους την επιστήμη…

Δ. Τζ.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Θάρρος» στις 15.06.2008

Κυριακή, Ιουνίου 08, 2008

Περί προσωπικών δεδομένων

Η απόφαση της ιταλικής κυβέρνησης προκάλεσε σάλο: Δίχως καμία προηγούμενη ειδοποίηση και χωρίς να συντρέχει κανένας λόγος, εν μια νυκτί το υπουργείο Οικονομικών της γειτονικής χώρας αποφάσισε να αναρτήσει στο Διαδίκτυο τα φορολογικά στοιχεία όλων των πολιτών. Έτσι, για περίπου εικοσιτέσσερις ώρες, ο οποιοσδήποτε είχε τη δυνατότητα να πληροφορηθεί πόσα βγάζει –πιο σωστά, πόσα δηλώνει ότι βγάζει– ο γείτονας, ο συνάδελφος και ο χ ή ψ διάσημος. Η ιταλική κοινή γνώμη αντέδρασε έντονα, το ίδιο και η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων. Εξ ου και η άμεση απόσυρση των στοιχείων.

Όμως η ζημιά είχε ήδη γίνει. Έστω και για μερικές ώρες, κομμάτι της ιδιωτικής ζωής των πολιτών είχε δημοσιοποιηθεί και μάλιστα χωρίς την προηγούμενη έγκρισή τους. Χειρότερα, η συγκεκριμένη ενέργεια δεν ήταν προϊόν υποκλοπής, αλλά είχε τη «σφραγίδα» του υπουργείου Οικονομικών! Είναι σαφές ότι στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει κατάφορη παραβίαση αυτού που ονομάζουμε ιδιωτική σφαίρα. Κι αυτό γιατί είναι εντελώς παράλογο να δημοσιοποιούνται εισοδηματικού χαρακτήρα προσωπικά δεδομένα πολιτών χωρίς να υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος (π.χ. αξιόποινη πράξη).

Στη χώρα μας, πριν από λίγες μέρες ο υπουργός Δικαιοσύνης κ. Σωτήρης Χατζηγάκης ζήτησε από τους εισαγγελικούς λειτουργούς να δημοσιοποιούν –όπως ορίζει ο νόμος 3625/07– τα ονόματα των κατηγορουμένων σε υποθέσεις κατοχής υλικού παιδικής πορνογραφίας. Στη συλλογιστική του κ. υπουργού λανθάνει η άποψη ότι «κάποιος είναι ένοχος μέχρι αποδείξεως του εναντίου». Άποψη που είναι στον αντίποδα αυτού που ονομάζουμε τεκμήριο αθωότητας, «θεμελιώδους αρχής του δικονομικού μας πολιτισμού με υπερνομοθετική, μάλιστα, ισχύ» όπως σημειώνει ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών κ. Δημήτρης Παξινός. («Τα Νέα», 28.05.2008). Είναι αυτές οι λεπτές διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των εννοιών που μας διαφεύγουν όταν προσπαθούμε να υπεραπλουστεύσουμε τα πράγματα. Έτσι ξεχνάμε ότι εκτός του «ενόχου» και του «αθωωθέντος», υπάρχει και ο «κατηγορούμενος». Ο «κατηγορούμενος» δεν είναι ένοχος! Το αντίθετο μάλιστα: με βάση το τεκμήριο αθωότητας είναι αθώος μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή του.

Το τεκμήριο αθωότητας είναι ουσιαστικά μια δικονομική δικλείδα προστασίας του πολίτη που κατηγορείται για κάποιο αδίκημα. Μέσω αυτού επιδιώκεται η αποφυγή της διαπόμπευσής του, λαμβάνοντας υπόψη την πιθανότητα αθώωσης του. Ο συγκεκριμένος νόμος είναι εντελώς λάθος, υποστηρίζει ο κ. Παξινός, γιατί «θα εκθέσει ανεπανόρθωτα την τιμή και υπόληψη πολλών συμπολιτών μας που, καιρό αργότερα, θα κριθούν αθώοι». Όμως στη συνείδηση μεγάλης μερίδας της κοινωνίας θα είναι «ένοχοι», επειδή τα Μέσα Ενημέρωσης δε θα ασχοληθούν με την αθώωση τους.

Τα δύο προαναφερθέντα περιστατικά δείχνουν με πόση ελαφρότητα προσεγγίζουν οι πολιτικοί –και κατ’ επέκταση έως ένα βαθμό και η ίδια η κοινωνία– τα ζητήματα που σχετίζονται με τα προσωπικά δεδομένα. Στο μεν πρώτο, κάποιοι θεώρησαν ότι τα οικονομικά στοιχεία των πολιτών πρέπει να γίνουν δημόσιο κτήμα γιατί «έτσι θα παταχθεί η φοροδιαφυγή» (sic). Στο δε δεύτερο, το τεκμήριο αθωότητας de facto καταργείται επειδή –όπως δήλωσε ο κ. Χατζηγάκης– «η κοινωνία μας και η κοινή γνώμη γενικότερα έχει ανάγκη να προστατευτεί από ειδεχθή εγκλήματα και ειδεχθείς εγκληματίες».

Όταν αντιμετωπίζουμε τα προσωπικά δεδομένα περίπου ως αναγκαίο κακό και όχι ως θεμελιώδη υποχρέωση του κράτους απέναντι στους πολίτες, τέτοιες προσεγγίσεις θα παρατηρούνται όλο και πιο συχνά. Ακούγεται επικίνδυνο και –ακόμα χειρότερα– είναι…

Δ. Τζ.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Θάρρος» στις 08.06.2008

Δευτέρα, Ιουνίου 02, 2008

Στη χώρα της τηλεοπτικής υπερβολής

Η υπόθεση με το μολυσμένο ηλιέλαιο κατέδειξε για μια ακόμα φορά –πέρα από την τραγική ολιγωρία των ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους– το πως αντιλαμβάνεται μερίδα των μέσων ενημέρωσης, ιδίως ηλεκτρονικών, το ζήτημα της πληροφόρησης των πολιτών. Σε ένα ακόμη σοβαρό θέμα, τα κανάλια προέταξαν τον θόρυβο και τις κραυγές αντί της ψύχραιμης αποτίμησης των πραγμάτων. Ακόμα χειρότερα, κινδυνολόγησαν ασύστολα και εντελώς αβάσιμα: Την ώρα που η εκπρόσωπος τύπου της αρμόδιας επιτρόπου της Ε.Ε. για την Ασφάλεια των Τροφίμων, χαρακτήριζε την έκθεση στο μολυσμένο ηλιέλαιο «ανεπιθύμητη για ανθρώπινη κατανάλωση, αλλά όχι πρόβλημα για τη δημόσια υγεία», οι θαμώνες των τηλεπαραθύρων προσπαθούσαν να μας πείσουν για το ακριβώς αντίθετο.

Αν αναζητήσουμε τη γενεσιουργό αιτία αυτής της αισθητικής και ποιοτικής κατάπτωσης των –κατά πολλούς κατ’ ευφημισμόν και μόνον– δελτίων ειδήσεων, θα οδηγηθούμε στην μεγάλη μάχη για τα ποσοστά τηλεθέασης που ανακοινώνει σε τακτά χρονικά διαστήματα η εταιρεία μετρήσεων AGB. Κι αυτό γιατί είναι κοινό μυστικό ότι οι τηλεοπτικοί σταθμοί επενδύουν πολλά στα δελτία ειδήσεων. Αφενός γιατί τα τελευταία είναι η «βιτρίνα» τους και φέρνουν ή διώχνουν τηλεθεατές και αφετέρου διότι τα έσοδα από τις διαφημίσεις είναι απολύτως συναρτώμενα με τα ποσοστά τηλεθέασης.

Μόνο που αυτή η μάχη για τα νούμερα, έχει και παράπλευρες επιπτώσεις στο επίπεδο της ποιότητας των ειδησεογραφικών προγραμμάτων. Παλαιότερα, το ζήτημα ήταν κυρίως αισθητικής φύσεως: αν δηλαδή μπορούσες να υπομείνεις τις κραυγές των σχολιαστών. Αυτές μοιάζουν εντελώς ανώδυνες μπροστά στον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζουν πλέον τα γεγονότα οι τηλεοπτικοί σταθμοί. Καταρχάς, φαίνεται πως έχουμε αποδεχτεί και τρόπον τινά «νομιμοποιήσει» ως τηλεθεατές (βλέπε ποσοστά τηλεθέασης) ένα νέο μοντέλο ενημέρωσης. Αυτό που βάζει σε πρώτο πλάνο το σχόλιο και σε δεύτερο την είδηση αυτή καθαυτή. Μόνο που αυτό δεν είναι δελτίο ειδήσεων, αλλά ενημερωτική εκπομπή. Πέραν τούτου, πολλές φορές οι τηλεοπτικοί δίαυλοι δεν αρκούνται στον –υπερβολικό έστω– σχολιασμό των γεγονότων, αλλά επιδιώκουν να δημιουργούν και τα δικά τους «γεγονότα». Όπως ακριβώς συνέβη και στην υπόθεση με το ηλιέλαιο, το οποίο από «μολυσμένο», έγινε περίπου «θανατηφόρο»…

Αυτή η υπερβολή, που ώρες ώρες αγγίζει τα όρια της διαστρέβλωσης, δημιουργεί έλλειμμα αξιοπιστίας στα μέσα που την μετέρχονται. Σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο τα καθιστά αναξιόπιστα στα μάτια των τηλεθεατών. Αξίζει το ρίσκο για μερικά παραπάνω νούμερα τηλεθέασης;

Δ. Τζ.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Θάρρος» στις 01.06.2008