Δευτέρα, Απριλίου 21, 2008

Ο κ. Μπερλουσκόνι και η επόμενη μέρα στην Ιταλία

«Τώρα εγώ θα είμαι ο γηραιότερος –συγγνώμη, ο σοφότερος– στις ευρωπαϊκές συνόδους κορυφής», δήλωσε αυτοσαρκαζόμενος ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι λίγες ώρες μετά τη νίκη του κόμματος του στις Ιταλικές εκλογές. Κι αν κάτι εκτιμούν ιδιαίτερα οι Ιταλοί στον –για τρίτη φορά– πρωθυπουργό τους, αυτό είναι η αμεσότητα και η αίσθηση του χιούμορ που έχει ο 72χρονος ιδιοκτήτης της ποδοσφαιρικής ομάδας της Μίλαν και μεγιστάνας των ΜΜΕ. Ωστόσο, όχι σπάνια, ο κ. Μπερλουσκόνι ξεπερνάει το όρια του «πολιτικώς ορθού». Δύο μόλις μέρες μετά την εκλογή του χαρακτήρισε την ισπανική κυβέρνηση (αποτελείται από εννέα γυναίκες και οκτώ άνδρες) «πολύ ροζ» για τα δεδομένα της Ιταλίας.

Ως άνθρωπος και ως πολιτικός ο Μπερλουσκόνι έχει φανατικούς φίλους αλλά και ορκισμένους εχθρούς. Αν κάτι του αναγνωρίζουν και οι μεν και οι δε, αυτό είναι η ειλικρίνεια του: Ο «Καβαλιέρε» λέει αυτό που πιστεύει, χωρίς να πολυσκεφτεί τις ενδεχόμενες αντιδράσεις. Επίσης αγαπάει την πλαστική χειρουργική –στην προηγούμενη θητεία του είχε «εξαφανιστεί» μερικές εβδομάδες από τα κοινά για να κάνει μεταμόσχευση μαλλιών– και λατρεύει τις γυναίκες.

Πέρα από την προσωπικότητα του νέου (παλαιού) πρωθυπουργού, αυτό που απασχολεί άπαντες στη γείτονα χώρα είναι η επίλυση μιας σειράς ζητημάτων που εκκρεμούν. Η Ιταλία περνάει τα τελευταία χρόνια βαθιά πολιτική κρίση. Οι κυβερνήσεις πέφτουν σαν χάρτινοι πύργοι –εξαίρεση αποτέλεσε η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι την πενταετία 2001 – 2006– εξαιτίας ενός σύνθετου εκλογικού συστήματος (μοιάζει με την απλή αναλογική) που δεν ευνοεί τη δημιουργία σταθερών μονοκοματικών κυβερνήσεων, αλλά τους συνασπισμούς κομμάτων. Ενδεικτικό της κατάστασης είναι ότι η απερχόμενη κυβέρνηση Πρόντι αποτελείτο από έναν συνασπισμό εννέα(!) κομμάτων, τοποθετημένα από την κομμουνιστική αριστερά μέχρι τη χριστιανοδημοκρατική δεξιά.

Εκτός από την πολιτική κρίση, η οποία απομακρύνεται (προσωρινά;) λόγω της άνετης νίκης της κεντροδεξιάς, η γειτονική χώρα περνάει και μια περίοδο οικονομικής κάμψης. Η ιταλική οικονομία τα τελευταία χρόνια έχει υποχωρήσει σημαντικά έναντι των ανταγωνιστικών χωρών, όπως είναι η Ισπανία. Αν όμως η οικονομία είναι ένα φλέγον ζήτημα, αυτή τη στιγμή ο κ. Μπερλουσκόνι, έχει αρκετούς επιπλέον λόγους να πονοκεφαλιάζει. Ο πρωθυπουργός της Ιταλίας καλείται να βρει άμεσα λύση στο ζήτημα της αποκομιδής των σκουπιδιών στη Νάπολη, μια πόλη που έχει γίνει απέραντη χωματερή, εξαιτίας της απεργίας των οδοκαθαριστών. Ο πάντοτε επικοινωνιακός Σίλβιο, ανακοίνωσε ότι το πρώτο υπουργικό συμβούλιο της κυβέρνησής του θα γίνει στην πόλη της Νάπολη, απ’ όπου εκείνος θα προεδρεύει τρεις φορές την εβδομάδα, έως ότου λυθεί το ζήτημα. Όμως το θέμα της καθαριότητας στην πόλη της νότιας Ιταλίας δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο Ιταλός πολιτικός. Έχοντας αναγάγει κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας σε μείζον εθνικό ζήτημα τη σωτηρία της προβληματικής αεροπορικής εταιρείας Alitalia, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι καλείται να βρει μια λύση για την επόμενη μέρα. Διότι μπορεί να άρεσε στους συμπατριώτες του η ιδέα «ότι η Alitalia πρέπει να μείνει σε ιταλικά χέρια», ωστόσο οι καλές προθέσεις δεν αρκούν στην πολιτική. Ή μάλλον αρκούν όταν βρίσκεσαι στη αντιπολίτευση ή σε προεκλογική περίοδο.

Όπως και να ‘χει ο πρόεδρος της 62ης (!) μεταπολεμικής ιταλικής κυβέρνησης καλείται να δείξει στην πράξη ότι μπορεί να βοηθήσει την Ιταλία να ξεπεράσει την εσωστρέφεια που την κατατρέχει και να ορθοποδήσει οικονομικά και πολιτικά. Οι Ιταλοί τον ψήφισαν επειδή τους κάνει να αισθάνονται ασφαλείς. Αυτό που περιμένουν από εκείνον είναι να ασχοληθεί λιγότερο με την προάσπιση των επιχειρηματικών του συμφερόντων –όπως συνέβη την περίοδο 2001 – 2006– και περισσότερο με το συμμάζεμα του κράτους. Ως επιχειρηματίας, ο Μπερλουσκόνι, έχει αποδείξει ότι κατέχει τα μυστικά του μάνατζμεντ. Αν βάλει σε πρώτο πλάνο τα συμφέροντα της χώρας του, είναι σχεδόν βέβαιο ότι μπορεί να τα καταφέρει…

Δ. Τζ.

Κυριακή, Απριλίου 13, 2008

Ντόπινγκ και Κοινωνία

Για «σοκαρισμένη» και «έκπληκτη» κοινή γνώμη έκαναν λόγο τα ρεπορτάζ των πρώτων ωρών μετά την αποκάλυψη ότι 11 από τους 14 αθλητές της εθνικής μας ομάδας άρσης βαρών βρέθηκαν να έχουν κάνει χρήση αναβολικών σε έλεγχο της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Καταπολέμησης Ντόπινγκ (WADA). Προς τι όμως το σοκ και η έκπληξη; Δεν έχουν περάσει παρά λίγα χρόνια από τη στιγμή που ο αθλητής της άρσης βαρών κ. Λεωνίδας Σαμπάνης βρέθηκε θετικός σε έλεγχο ντόπινγκ κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, χάνοντας έτσι το αργυρό μετάλλιο. Στην ίδια διοργάνωση, πολλά ειπώθηκαν και για την άρνηση των αθλητών του στίβου κ. Κώστα Κεντέρη και κ. Κατερίνας Θάνου να περάσουν από έλεγχο αντιντόπινγκ, οδηγώντας τη WADA στην απόφαση να τους αποκλείσει από τους αγώνες.

Ωστόσο, αν και η κοινή γνώμη δεν είναι –όπως υποστηρίζουν ορισμένοι δημοσιογράφοι– σοκαρισμένη, αλλά μάλλον υποψιασμένη, πρέπει να προβληματιστούμε από τις διαστάσεις του θέματος. Διότι δε βρέθηκαν να έχουν κάνει χρήση παράνομων ουσιών ένας ή δύο αθλητές, αλλά σχεδόν το σύνολο της εθνικής μας ομάδας. Δε μιλάμε δηλαδή για ένα μεμονωμένο περιστατικό, αλλά για σκάνδαλο, για μια υπόθεση με διαστάσεις όχι μόνο αθλητικές ή πολιτικές, αλλά και κοινωνικές.

Την προηγούμενη Δευτέρα η εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» αποκάλυψε ότι 17χρονος που συμμετείχε στους μαθητικούς αγώνες βρέθηκε θετικός σε χρήση απαγορευμένων ουσιών. Από μόνο του αυτό το περιστατικό –που δεν είναι και το μοναδικό– δείχνει κάτι: αν ένας μαθητής παίρνει αναβολικά για να κερδίσει μερικά παραπάνω μόρια για την εισαγωγή του στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, φαντάζεται κανείς τι γίνεται στο παγκόσμιο αθλητικό στερέωμα, εκεί που διακυβεύονται τρισεκατομμύρια ευρώ.

Όμως η είδηση αυτή καταδυκνεί και κάτι ακόμα. Δείχνει με τον πλέον ανάγλυφο τρόπο την νοοτροπία που διακατέχει μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Εν αντιθέσει με τις ρητορείες μας περί «αρχαίου πνεύματος» και «ευ αγωνίζεσθαι», φαίνεται ότι έχουμε ξεχάσει τις διδαχές και τις αξίες των προγόνων μας, τις οποίες δήθεν θέλουμε να μεταδώσουμε στον υπόλοιπο κόσμο: την άμιλλα, το ευ αγωνίζεσθαι, τη χαρά της συμμετοχής. Αυτό ισχύει από τους γονείς που δε διστάζουν να ενθαρρύρουν τα παιδιά τους να κάνουν χρήση παράνομων ουσιών για να «βελτιώσουν» τις επιδόσεις τους, μέχρι και τους πολιτικούς που κάνουν τα πάντα για μερικές παραπάνω ψήφους.

Ό, τι λοιπόν και αν λέμε προς τα έξω οι πράξεις μας δείχνουν ότι δεν πολυπιστεύουμε στη σπουδαιότητα της συμμετοχής. Αντιθέτως αποζητούμε την εύκολη –και την με οποιοδήποτε τρόπο– επιτυχία, υιοθετώντας όλο και περισσότερο το αμερικάνικο δόγμα που λέει «ο πρώτος είναι τα πάντα, ο δεύτερος τίποτα»…

Δ. Τζ.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Θάρρος» στις 13.04.2008

Δευτέρα, Απριλίου 07, 2008

Το διακύβευμα των φοιτητικών εκλογών

Η εικόνα των τελευταίων ημερών στα πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας θυμίζει κάτι από club. Στον κεντρικό διάδρομο όλων σχεδόν των ΑΕΙ η μουσική παίζει στη διαπασών και οι εκπρόσωποι των κομμάτων μοιράζουν ποτά στους παρευρισκόμενους. Μάλιστα, τα μέλη των παρατάξεων φροντίζουν με κάθε τρόπο να δείχνουν αυτές τις μέρες το ενδιαφέρον τους για τους φοιτητές και να τους «υπενθυμίζουν» τις πολύτιμες υπηρεσίες που τους προσέφεραν κατά τη διάρκεια του εξαμήνου: είτε μέσω τηλεφωνημάτων και γραπτών μηνυμάτων, είτε μέσω εκδηλώσεων σε club ή νυκτερινά κέντρα. Φυσικά η εικόνα αυτή έχει μια λογική εξήγηση. Σωστά μαντέψατε! Την προσεχή Τετάρτη διεξάγονται οι φοιτητικές εκλογές και κομματικοί φορείς κάνουν κυριολεκτικά τα πάντα για να κερδίσουν ψήφους και εντυπώσεις.

Την ώρα που στα κομματικά επιτελεία περισσεύει η αγωνία για την τελική έκβαση της μάχης, οι φοιτητές καλούνται να προβληματιστούν και να αναζητήσουν το διακύβευμα της όλης διαδικασίας. Ποιες σκοπιμότητες κρύβονται πίσω από τη λειτουργία των φοιτητικών παρατάξεων; Και κυρίως για ποιό λόγο πρέπει οι φοιτητές να πάνε να ψηφίσουν;

Στο πρώτο ερώτημα η απάντηση μοιάζει προφανής. Οι φοιτητικές παρατάξεις είναι όργανα των ίδιων των κομματικών οργανισμών, λογοδοτούν κατευθείαν σε αυτά, κι έχουν ως σκοπό την αύξηση της επιρροής των τελευταίων στην κρίσιμη μάζα των νέων ψηφοφόρων. Οι δε κινήσεις τους πρέπει να ειδωθούν υπό αυτό το πρίσμα: Μέσω της φαινομενικής «διευκόλυνσης» του φοιτητή (διανομή συγγραμμάτων, άμεση ενημέρωση για τα τεκταινόμενα στη σχολή, ειδικές τιμές σε νυκτερινά μαγαζιά κλπ.) προσπαθούν να σφυρηλατήσουν μια σχέση εμπιστοσύνης μαζί του, σχέση η οποία θα μετουσιωθεί σε ψήφο στις επερχόμενες φοιτητικές εκλογές.

Αν όμως τα οφέλη των παρατάξεων από τη διαδικασία των εκλογών είναι προφανή και απολύτως κατανοητά, αναρωτιέται κανείς τι κερδίζει ο μέσος φοιτητής από όλο αυτό το σκηνικό; Ακόμη περισσότερο, για ποιό λόγο θα πρέπει μέσω της ψήφου του να «ισχυροποιήσει» την παρουσία των κομμάτων εντός των πανεπιστημιακών τειχών; Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι φοιτητές φτάνουν στην κάλπη για να «βγάλουν την υποχρέωση». Αισθάνονται υποχρεωμένοι απέναντι στον χ ή τον ψ εκπρόσωπο του τάδε κόμματος, που τους βοήθησε σε ό,τι χρειάστηκαν. Με λίγα λόγια πηγαίνουν με βαριά καρδιά να ψηφίσουν. Δε το κάνουν τόσο για ιδεολογικούς λόγους, όσο για λόγους κοινωνικών σχέσεων.

Το πιο δυσάρεστο, πάντως, είναι ότι αν και βρισκόμαστε τρεις μόλις μέρες προ των εκλογών, παρατηρείται παντελής έλλειψη διαλόγου μεταξύ των φοιτητών. Πολλοί λίγοι ενδιαφέρονται να συζητήσουν για τα πραγματικά προβλήματα του πανεπιστημίου: την αξιολόγηση, την έρευνα, την χρηματοδότηση. Το αυτό ισχύει και για τους εκπροσώπους των φοιτητικών παρατάξεων. Εκλογές δίχως διακύβευμα λοιπόν. Τουλάχιστον για τους φοιτητές…

Δ. Τζ.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Θάρρος» στις 06.04.2008

Πέμπτη, Απριλίου 03, 2008

Το μήνυμα των νέων

«Η ευκαιρία είναι μοναδική, δεν επαναλαμβάνεται και κάθε δισταγμός σημαίνει καταστροφή. Δεν υπάρχουν περιθώρια για παζαρέματα. Θέλουμε τον κόσμο και τον θέλουμε τώρα» είχε πει κάποτε ο σπουδαίος Γάλλος θεατρικός συγγραφέας Ζαν Ανουίγ. Με αυτήν την –αν μη τι άλλο– βαρύγδουπη φράση υποδέχεται τον επισκέπτη ο διαδικτυακός τόπος των «Τοπικών Συμβουλίων Νέων» (ΤΟ.ΣΥ.Ν). Ενός θεσμού της γενικής γραμματείας Νέας Γενιάς (ανήκει στο υπουργείο Παιδείας), που έχει ως στόχο την κινητοποίηση των Νέων (15-28 ετών), έτσι ώστε «να γίνουν συμμέτοχοι στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων που τους αφορούν».

Οι διαδικασίες για την δημιουργία των ΤΟ.ΣΥ.Ν. ολοκληρώθηκαν, οι εκλογές για την ανάδειξη των εκπροσώπων των νέων πραγματοποιήθηκαν, ωστόσο οι τελευταίοι δεν έδειξαν να συγκινούνται ιδιαίτερα από το όλο εγχείρημα. Αυτό αποδεικνύεται από «την αναιμική έως ισχνή εγγραφή των νέων στα μητρώα των δήμων της Μεσσηνίας» («Θάρρος», 24.04.2008), αλλά και από την αντίστοιχη έλλειψη ενδιαφέροντος σε πολλούς δήμους της Αττικής.

Η μικρή συμμετοχή στα ΤΟ.ΣΥ.Ν. είναι δηλωτική του μικρού ενδιαφέροντος των νέων για τα κοινά και πρέπει να προβληματίσει τους πάντες. Αλλά πρωτίστως πρέπει να απασχολήσει την Πολιτεία, η οποία ήταν αυτή που οργάνωσε κεντρικά το όλο εγχείρημα. Μήπως άραγε δεν διαχειρίστηκε σωστά και δεν ανέδειξε επαρκώς τον νεοσύστατο αυτό θεσμό; Μήπως δεν έδωσε στους νέους την ευκαιρία να αντιληφθούν περί τίνος πρόκειται; Ότι δηλαδή –τουλάχιστον με βάση την προβλεπόμενη διαδικασία– τα Συμβούλια Νέων, δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με «γαλάζιους», «πράσινους» ή «κόκκινους»;

Όπως και να ‘χει, η μικρή συμμετοχή των νέων αποτελεί από μόνη της θέση. Αρνούμαι να συμμετάσχω σημαίνει ότι δεν εγκρίνω κάτι, άρα εξ αντιδιαστολής το απορρίπτω. Ωστόσο, αν και εδώ υπάρχει γνώμη, αυτή προβάλλεται με λάθος τρόπο: με τη μη συμμετοχή. Κι αυτό γιατί ο καλύτερος τρόπος να προωθήσεις τις απόψεις και τις ιδέες σου είναι εκ των έσω. Δηλαδή μέσα από τις προβλεπόμενες διαδικασίες, που εν προκειμένω είναι τα ΤΟ.ΣΥ.Ν.

Αν όμως αυτή η θέση εκφράζεται με λάθος τρόπο, αυτό δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να την ακούσουμε. Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο. Η νέα γενιά, όπως δείχνουν και οι σφυγμομετρήσεις που από καιρού εις καιρόν βλέπουν το φως της δημοσιότητας, σε μεγάλο βαθμό αδιαφορεί για τα κοινά. Διαφωνεί ριζικά με τον τρόπο λειτουργίας του πολιτικού μας συστήματος, βαριέται τις λαϊκιστικές κραυγές των πολιτικών, πλην όμως –αρνούμενη να συμμετάσχει– δε διεκδικεί την αλλαγή του υφιστάμενου status quo. Διότι η αδιαφορία είναι μεν θέση, ωστόσο δε συμβάλλει στην αλλαγή αυτών που ορίζουμε ως κακώς κείμενα.

Δ. Τζ.

Info: www.tosyn.gr

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Θάρρος» στις 02.04.2008