Μας χωρίζουν μόλις πέντε εβδομάδες πριν από τη διεξαγωγή των προεδρικών εκλογών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μια –δίχως άλλο– πολυαναμενόμενη αναμέτρηση, με ξεκάθαρο, μέχρι πριν από μερικές εβδομάδες φαβορί, που πλέον έχει γίνει «ντέρμπυ».
Ομπάμα ή Μακέιν; Το ερώτημα αυτό απασχολεί όχι μόνο τους Αμερικανούς πολίτες, αλλά και εκατομμύρια ανθρώπους εκτός των αμερικανικών τειχών. Κι αυτό γιατί οι πολιτικές της μοναδικής υπερδύναμης έχουν αντίκτυπο σε ολόκληρο τον κοσμο. Ένα πράγμα είναι σίγουρο: αν είχε τη δυνατότητα να ψηφίσει ο υπόλοιπος κόσμος –σύμφωνα με σφυγμομετρήσεις σε δεκάδες χώρες– ο Ομπάμα θα εκλεγόταν με πολύ μεγάλη διαφορά από τον ρεπουμπλικανό αντίπαλό του.
Ωστόσο, η εκλογή του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών είναι καθαρά εσωτερική υπόθεση. Οι πολίτες της χώρας θα είναι αυτοί που θα εκλέξουν τον διάδοχο του Τζορτζ Μπους, και σε πολλά ζητήματα –δυστυχώς ή ευτυχώς– έχουν πολύ διαφορετική προσέγγιση από τον μέσο Ευρωπαίο. Το παρήγορο είναι ότι σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ –όποιος και αν είναι– δε θα θυμίζει σε τίποτα τον προηγούμενο.
Οι Δημοκρατικοί θέλησαν –για ευνόητους λόγους– να παρουσιάσουν τον κ. Μακέιν ως συνεχιστή της πολιτικής Μπους. Σκέφτηκαν ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο θα έφθειραν περισσότερο τον γερουσιαστή από την Αριζόνα. Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Ο κ. Μακέιν απέχει παρασάγγας από το πρότυπο του νεοσυντηριτικού ρεπουμπλικανού. Έχει έρθει πάρα πολλές φορές σε ρήξη με το «κατεστημένο της Ουάσιγκτον» και έχει καταψηφίσει αρκετά νομοσχέδια της κυβέρνησης Μπους. Δεν μιλάει συνέχεια για τις φοροαπαλλαγές, που αποτελούν θέμα ταμπου για το ρεπουμπλιανικό κόμμα. Αν και χαρακτηρίζεται «φιλοπόλεμος», ωστόσο αντιτίθεται στα ακραία βασανιστήρια και στις φυλακές – κολαστήρια (Γκουαντάναμο), καθότι ο ίδιος είχε μια παρόμοια τραγική εμπειρία στα χέρια των Βιετκόνγκ. Για αυτό το λόγο επέλεξε τη Σάρα Πέιλιν για αντιπρόεδρο του. Επειδή ακριβώς εκείνος δεν είναι αρκούντως συντηρητικός για να πείσει τη βάση του κόμματός του.
Την δική του βασική αδυναμία επιδιώκει να καλύψει και ο Μπάρακ Ομπάμα, επιλέγοντας ως υποψήφιο αντιπρόεδρο τον 65χρονο γερουσιαστή Τζον Μπάιντεν. Ο Μπάιντεν θεωρείται αυθεντία σε θέματα εξωτερικής πολιτικής (η αχίλλειος πτέρνα του Ομπάμα), μιας και έχει διατελέσει πρόεδρος της Επιτροπής Διεθνών Σχέσεων της αμερικάνικης Γερουσίας. Όσο για τον μαύρο γερουσιαστή του Ιλινόις όλα είναι λίγο πολύ γνωστά. Το δυνατό του σημείο είναι η πολυπολιτισμική του ταυτότητα: Γιος μιας Αμερικανίδας και ενός Κενυάτη, μεγαλωμένος στην Τζακάρτα και τη Χονολουλού, ο Ομπάμα αποτελεί ίσως μια ζωντανή απόδειξη πραγμάτωσης του «αμερικάνικου ονείρου». Αν προσθέσετε στα παραπάνω το φιλελεύθερο, αντιπολεμικό του προφίλ και τις προοδευτικές ιδέες του, παίρνετε τον –κατά πολλούς– ιδανικό υποψήφιο.
Όπως όλα δείχνουν, στην επαύριο των αμερικανικών εκλογών ο πρόεδρος Μπους και όσα αυτός πρεσβεύει θα αποτελούν παρελθόν. Η μονομέρεια δεν θα είναι πια στρατηγική επιλογή για την Ουάσιγκτον. Είτε εκλεγεί ο –ξένος μέσα στο ίδιο του το κόμμα– Τζον Μακείν, είτε ο εκφραστής της αλλαγής (και πληρέστερος υποψήφιος αν θέλετε την άποψη μας) Μπαράκ Ομπάμα, το πρωί της 5ης Νοεμβρίου θα μιλάμε για μια άλλη, εντελώς διαφορετική Αμερική…
Δ. Τζ.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Θάρρος» στις 28.09.2008
Ομπάμα ή Μακέιν; Το ερώτημα αυτό απασχολεί όχι μόνο τους Αμερικανούς πολίτες, αλλά και εκατομμύρια ανθρώπους εκτός των αμερικανικών τειχών. Κι αυτό γιατί οι πολιτικές της μοναδικής υπερδύναμης έχουν αντίκτυπο σε ολόκληρο τον κοσμο. Ένα πράγμα είναι σίγουρο: αν είχε τη δυνατότητα να ψηφίσει ο υπόλοιπος κόσμος –σύμφωνα με σφυγμομετρήσεις σε δεκάδες χώρες– ο Ομπάμα θα εκλεγόταν με πολύ μεγάλη διαφορά από τον ρεπουμπλικανό αντίπαλό του.
Ωστόσο, η εκλογή του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών είναι καθαρά εσωτερική υπόθεση. Οι πολίτες της χώρας θα είναι αυτοί που θα εκλέξουν τον διάδοχο του Τζορτζ Μπους, και σε πολλά ζητήματα –δυστυχώς ή ευτυχώς– έχουν πολύ διαφορετική προσέγγιση από τον μέσο Ευρωπαίο. Το παρήγορο είναι ότι σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ –όποιος και αν είναι– δε θα θυμίζει σε τίποτα τον προηγούμενο.
Οι Δημοκρατικοί θέλησαν –για ευνόητους λόγους– να παρουσιάσουν τον κ. Μακέιν ως συνεχιστή της πολιτικής Μπους. Σκέφτηκαν ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο θα έφθειραν περισσότερο τον γερουσιαστή από την Αριζόνα. Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Ο κ. Μακέιν απέχει παρασάγγας από το πρότυπο του νεοσυντηριτικού ρεπουμπλικανού. Έχει έρθει πάρα πολλές φορές σε ρήξη με το «κατεστημένο της Ουάσιγκτον» και έχει καταψηφίσει αρκετά νομοσχέδια της κυβέρνησης Μπους. Δεν μιλάει συνέχεια για τις φοροαπαλλαγές, που αποτελούν θέμα ταμπου για το ρεπουμπλιανικό κόμμα. Αν και χαρακτηρίζεται «φιλοπόλεμος», ωστόσο αντιτίθεται στα ακραία βασανιστήρια και στις φυλακές – κολαστήρια (Γκουαντάναμο), καθότι ο ίδιος είχε μια παρόμοια τραγική εμπειρία στα χέρια των Βιετκόνγκ. Για αυτό το λόγο επέλεξε τη Σάρα Πέιλιν για αντιπρόεδρο του. Επειδή ακριβώς εκείνος δεν είναι αρκούντως συντηρητικός για να πείσει τη βάση του κόμματός του.
Την δική του βασική αδυναμία επιδιώκει να καλύψει και ο Μπάρακ Ομπάμα, επιλέγοντας ως υποψήφιο αντιπρόεδρο τον 65χρονο γερουσιαστή Τζον Μπάιντεν. Ο Μπάιντεν θεωρείται αυθεντία σε θέματα εξωτερικής πολιτικής (η αχίλλειος πτέρνα του Ομπάμα), μιας και έχει διατελέσει πρόεδρος της Επιτροπής Διεθνών Σχέσεων της αμερικάνικης Γερουσίας. Όσο για τον μαύρο γερουσιαστή του Ιλινόις όλα είναι λίγο πολύ γνωστά. Το δυνατό του σημείο είναι η πολυπολιτισμική του ταυτότητα: Γιος μιας Αμερικανίδας και ενός Κενυάτη, μεγαλωμένος στην Τζακάρτα και τη Χονολουλού, ο Ομπάμα αποτελεί ίσως μια ζωντανή απόδειξη πραγμάτωσης του «αμερικάνικου ονείρου». Αν προσθέσετε στα παραπάνω το φιλελεύθερο, αντιπολεμικό του προφίλ και τις προοδευτικές ιδέες του, παίρνετε τον –κατά πολλούς– ιδανικό υποψήφιο.
Όπως όλα δείχνουν, στην επαύριο των αμερικανικών εκλογών ο πρόεδρος Μπους και όσα αυτός πρεσβεύει θα αποτελούν παρελθόν. Η μονομέρεια δεν θα είναι πια στρατηγική επιλογή για την Ουάσιγκτον. Είτε εκλεγεί ο –ξένος μέσα στο ίδιο του το κόμμα– Τζον Μακείν, είτε ο εκφραστής της αλλαγής (και πληρέστερος υποψήφιος αν θέλετε την άποψη μας) Μπαράκ Ομπάμα, το πρωί της 5ης Νοεμβρίου θα μιλάμε για μια άλλη, εντελώς διαφορετική Αμερική…
Δ. Τζ.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Θάρρος» στις 28.09.2008