Δευτέρα, Ιουλίου 28, 2008

Το Όσκαρ του Χιθ Λέτζερ

Είναι δυνατόν τα όσα γράφουν οι κριτικοί κινηματογράφου για την ερμηνεία ενός ηθοποιού (και μάλιστα σε δεύτερο ρόλο) να δημιουργήσουν τόσο θόρυβο, τόσες προσδοκίες και τόση αδημονία στο κοινό για την προβολή μιας ταινίας; Και αυτές οι προσδοκίες όχι μόνο να μην διαψεύδονται με την προβολή της, αλλά να συμπαρασύρουν και μια πλειάδα σπουδαίων ηθοποιών και κριτικών κινηματογράφου; Ο «Σκοτεινός Ιππότης» του Κρίστοφερ Νόλαν πετυχαίνει όλα τα παραπάνω, ενώ κάνει νέο ρεκόρ εισπράξεων (153 εκατομμύρια δολάρια στο πρώτο σαββατοκύριακο προβολής). Είναι πράγματι μια πολύ καλοστημένη παραγωγή, με έναν αρκετά «γήινο» Μπάτμαν, ενώ δίνει βάρος περισσότερο στους χαρακτήρες και λιγότερο στα εφέ, εν αντιθέσει με τις προηγούμενες μεταφορές του ομώνυμου κόμικ στο σελιλόιντ. Ωστόσο, τις εντυπώσεις δεν κερδίζει ο άψογος Κρίστοφερ Νόλαν (σκηνοθεσία), ούτε ο πολύ καλός Κρίστιαν Μπέιλ (Μπάτμαν), αλλά ο Χιθ Λέτζερ ως Τζόκερ.

Ο Αυστραλός ηθοποιός έφυγε πρόωρα από τη ζωή στις 22 Ιανουαρίου σε ηλικία 29 ετών, μετά από υπερβολική κατανάλωση υπνωτικών χαπιών. Σε μια συνέντευξη του λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, ο Λέτζερ είχε δηλώσει ότι η ερμηνεία του στον «Σκοτεινό Ιππότη» είναι ό,τι καλύτερο έχει κάνει στην καριέρα του. Πράγματι, ο Λέτζερ ερμηνεύει πειστικότατα και σχεδόν ανατριχιαστικά έναν μασκοφόρο αναρχικό που επιδιώκει να φέρει το χάος στην (φανταστική) πόλη Γκόθαμ. Αυτή η ερμηνεία, όμως, φαίνεται ότι τον στοίχειωσε. Μπήκε τόσο βαθιά στον ρόλο του παρανοϊκού κλόουν που δεν κατάφερε να διαχειριστεί τα συναισθήματα του. Έμενε άυπνος για νύχτες, αναγκάστηκε να παίρνει χάπια, ώσπου κατέρρευσε.

Ο Λέτζερ τα τελευταία χρόνια φαινόταν πιο ώριμος από ποτέ. Πριν από τρία χρόνια πρωταγωνίστησε στο εξαιρετικό «Brokeback Mountain», ανεβάζοντας κατακόρυφα τις μετοχές του στο κινηματογραφικό στερέωμα, για να έρθει ο ρόλος του Τζόκερ, η τελευταία του ολοκληρωμένη δουλειά. Ο «Χίθι» –όπως του άρεσε να τον αποκαλούν– θεωρείται το φαβορί για το Όσκαρ β’ ανδρικού ρόλου και εν πολλοίς δικαιολογημένα. Δίνει σάρκα και οστά σε έναν «κακό» που θα θυμόμαστε για χρόνια. Δηλώσεις στήριξης της (μεταθανάτιας) υποψηφιότητάς του έχουν κάνει μεταξύ άλλων οι συμπρωταγωνιστές του στον «Σκοτεινό Ιππότη» σερ Μάικλ Κέιν και Γκάρι Όλντμαν, καθώς και ο διακεκριμένος Αμερικανός κριτικός του περιοδικού «Rolling Stone» Πίτερ Τράβερς.

Στον αντίποδα, ο κριτικός Τζέισον Σόλομονς υποστηρίζει στον «Guardian» ότι δε θα γινόταν τόση φασαρία αν δεν μιλάγαμε για το πολυαναμενόμενο μπλογκμπάστερ του καλοκαιριού και αν το φιλμ δεν είχε μετατραπεί ουσιαστικά σε επιτύμβιο του Λέτζερ. Ο Σόλομονς πιστεύει ότι το καλό μάρκετινγκ σε συνδυασμό με ένα φορτισμένο συναισθηματικά κοινό, δημιουργεί την απαίτηση να πάει το Όσκαρ στον Λέτζερ. «Κανείς δε θέλει να μιλήσει άσχημα για το νεκρό, ούτε να τον νικήσει στα βραβεία» καταλήγει.

Τι κι αν ο Λέτζερ δε μπορεί να συγκριθεί με άλλους κακούς του σινεμά όπως ο Μάρλον Μπράντο στο «Αποκάλυψη τώρα» ή ο Μπράιαν Κοξ στο «Χάνιμπαλ», όπως υποστηρίζει ο Βρετανός κριτικός. Ούτε βέβαια η προδιάθεση του κοινού δε μπορεί να μειώσει –πόσο μάλλον να αναιρέσει– μια σπουδαία ερμηνεία. Ναι, ο νεκρός πάντοτε δεδικαίωται. Όμως, ο Αυστραλός ηθοποιός, ο πρώτος μη Αμερικάνος και ο νεότερος σε ηλικία που υποδύεται τον Τζόκερ αξίζει με την ερμηνεία του το βραβείο. Και δε θα είναι καθόλου χαριστικό…

Δ. Τζ.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Θάρρος» στις 27.07.2008

Δευτέρα, Ιουλίου 21, 2008

Ένας καλός συμβιβασμός

Είναι ένα ζήτημα το οποίο μας απασχολεί επί σχεδόν δύο δεκαετίες. Ο λόγος για την –μέσω της νομοθετικής οδού– αποσαφήνιση του πλαισίου που διέπει την λειτουργία των ιδιωτικών σχολών (κολεγίων) στη χώρα μας. Κυρίως δε υπό ποιες προϋποθέσεις θα αναγνωρίζονται τα πτυχία που αυτά παρέχουν και κατά συνέπεια τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων τους.

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Τα κολέγια –που λειτουργούν ως παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων– αποτελούν μαζί με ΑΕΙ, ΤΕΙ και ΙΕΚ τους πυλώνες της μεταλυκειακής εκπαίδευσης. Ωστόσο, τα πτυχία που παρέχουν δε θεωρούνται ισάξια των αντίστοιχων πανεπιστημιακών. Ουσιαστικά αυτό είναι που διαφοροποιεί τα κολέγια από ΑΕΙ και ΤΕΙ και αυτό επιχειρεί να «διορθώσει» ο νέος νόμος. Με τη ρύθμιση του υπουργείου Παιδείας επιδιώκεται να μπει μια τελεία στο ζήτημα, με την παράλληλη ενσωμάτωση της κοινοτικής οδηγίας 36/05 «που επιβάλλει την αναγνώριση των πτυχίων που χορηγούν τα παραρτήματα ευρωπαϊκών ΑΕΙ στην Ελλάδα».

Κατά τη γνώμη μας η αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων των κολεγίων είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Με μια βασική προϋπόθεση: τον αυστηρό έλεγχο των συγκεκριμένων κέντρων σπουδών από το υπουργείο. Κάτι τέτοιο άλλωστε ορίζεται από τον νέο νόμο. Καταρχάς, τα κολέγια –επιτέλους!– περνούν στην δικαιοδοσία του υπουργείου Παιδείας (μέχρι σήμερα είναι στην αρμοδιότητα του υπουργείου Ανάπτυξης). Σύμφωνα με τη νομοθετική ρύθμιση –αναφέρει ρεπορτάζ της «Καθημερινής»– στα κολέγια θα τεθούν αυστηρές προδιαγραφές λειτουργίας, αντίστοιχες με αυτές του μητρικού (ευρωπαϊκού), ενώ παράλληλα συγκροτείται ανεξάρτητη επιτροπή αξιολόγησης και ελέγχου, στην οποία συμμετέχουν καθηγητές πανεπιστημίων και ΤΕΙ και εμπειρογνώμονες. Στην περίπτωση δε που κάποιο κολέγιο δεν συμμορφωθεί με τους όρους λειτουργίας που θα τεθούν προβλέπεται η επιβολή αυστηρών προστίμων και κυρώσεων που επιφέρουν μέχρι και οριστικό κλείσιμο.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο νόμος είναι αυστηρός, αλλά επί της ουσίας δίκαιος. Και αυτό γιατί προσπαθεί να συγκεράσει την –εν πολλοίς δικαιολογημένη– καχυποψία του Έλληνα φοιτητή δημοσίου πανεπιστημίου για τα κέντρα ελευθέρων σπουδών και τον φόβο του για τυχόν απαξίωση του πτυχίου του με την επιτακτική ανάγκη εφαρμογής της ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Πολλοί θα θέσουν ζήτημα εφαρμογής του νόμου και δε θα έχουν άδικο. Στη χώρα μας δεν πάσχουμε νομοθετικά. Το πρόβλημα είναι η εφαρμογή των όσων ψηφίζει η Βουλή, αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα και δεν έχει να κάνει αποκλειστικά με το συγκεκριμένο ζήτημα. Είναι ωστόσο ένα ερώτημα που μένει να απαντηθεί.

Σχετικά με το ζήτημα της λειτουργίας κολεγίων από ιδιώτες ενδιαφέρον παρουσιάζει η απόφαση (21.9.1999) του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ) σε προσφυγή ιδιωτικού εκπαιδευτηρίου κατά της χώρα μας. «Το κράτος», αναφέρει η απόφαση, «οφείλει να παρεμβαίνει μέσω των περιθωρίων αξιολόγησης που διαθέτει, για να αποτρέπει τις ταξικές συνέπειες από τη λειτουργία των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων. Οφείλει, εν τούτοις, να σέβεται την ελευθερία της Παιδείας και το δικαίωμα των γονέων να επιλέγουν ελεύθερα την εκπαίδευση των παιδιών τους». (Νίκος Αλιβιζάτος «Πέρα από το 16», Εκδ. Μεταίχμιο). Με άλλα λόγια το ΕΔΔΑ λέει ναι στην υπό αυστηρές προϋποθέσεις λειτουργία ιδιωτικών ιδρυμάτων. Έτσι ώστε αυτά να μην δίνουν πτυχία έναντι μόνο μερικών χιλιάδων ευρώ, παραβιάζοντας τον ανταγωνισμό με τα δημόσια πανεπιστήμια. Τα κριτήρια θα πρέπει να είναι και (κυρίως) ακαδημαϊκά.

Αν πάντως κάτι δείχνει ότι ο νόμος είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, αυτό είναι η ταυτόχρονη αντίδραση αντιπολίτευσης και κολεγίων. Ο κ. Αλέκος Αλαβάνος μιλάει για πυρηνική βόμβα στα θεμέλια της δημόσιας εκπαίδευσης, επειδή προφανώς διαφωνεί (ή ηθελημένα αγνοεί) την προαναφερθείσα απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και τις κοινοτικές οδηγίες. Τα κολέγια αντιδρούν στις αυστηρές προδιαγραφές που θέτει το υπουργείο, διότι αυτές θα κάνουν τη ζωή τους πιο δύσκολη. Η έστω και από διαφορετική αφετηρία αντίδραση των δύο δείχνει κάτι. Είναι αυτό που έλεγε ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Πορτογαλίας Ζοάο Ντε Ντέους Πινέιρο: «Καλός συμβιβασμός είναι εκείνος που δεν ικανοποιεί κανέναν, αλλά που όλοι μπορούν να αποδεχτούν».

Δ. Τζ.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Θάρρος» στις 20.07.2008

Δευτέρα, Ιουλίου 14, 2008

Όταν η τηλεόραση μας δείχνει τον δρόμο…

Ο Μάρτιν Σιν στο ρόλο του προέδρου των ΗΠΑ
Τζοσάια Μπαρτλέτ στη σειρά «The West Wing».

Σε καθημερινή σχεδόν βάση κατηγορούμε τους τηλεοπτικούς σταθμούς για το χαμηλό επίπεδο των προγραμμάτων τους. Δεν είναι μόνο το ύφος και ο τρόπος προσέγγισης των γεγονότων από αρκετές ειδησεογραφικές εκπομπές, ζήτημα στο οποίο έχουμε πολλάκις αναφερθεί από αυτήν εδώ τη στήλη. Ακόμα, αρκετά σίριαλ χαρακτηρίζονται από πλήρη έλλειψη φαντασίας, πρωτοτυπίας και εν τέλει βαθύτερου νοήματος. Όμως όλοι οι κανόνες έχουν τις εξαιρέσεις τους. Πολλές φορές η τηλεόραση πρωτοτυπεί και (μας) δείχνει τον δρόμο, είναι δηλαδή ένα βήμα μπροστά από την κοινωνία. Χωρίς, όμως, να απομακρύνεται από την πραγματικότητα.

Παραδείγματα καλής τηλεόρασης υπάρχουν πολλά. Στο πιο πρόσφατο από αυτά, δυο γυναίκες, μία Ισραηλινή και μία Παλαιστίνια παρουσιάζουν μια εκπομπή μαγειρικής στην ισραηλινή τηλεόραση, παρά τη διαφωνία του συγγενικού τους περιβάλλοντος, και –όπως γράφει ο βρετανικός «Independent»– δίνουν μια συνταγή διεξόδου από την αραβοϊσραηλινή σύγκρουση. Αυτή είναι σε αδρές γραμμές η υπόθεση των «Καλών Προθέσεων», του σίριαλ που ξεκίνησε να προβάλλεται στην ισραηλινή τηλεόραση τον Ιούνιο, κέρδισε τις εντυπώσεις, έκανε πολύ καλά νούμερα και οδεύει προς την αντίπερα όχθη (Αλ Τζαζίρα).

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Μάρτιν Σιν υποδύεται στην εξαιρετική σειρά «The West Wing» («Η Δυτική Πτέρυγα») τον λαοπρόβλητο πρόεδρο Τζοσάια Μπαρτλέτ. Ο βραβευμένος με Νομπέλ Οικονομίας πολιτικός από το Νιου Χαμσάιρ, είναι –γράφει το avsite.gr– το απωθημένο κάθε ψηφοφόρου των Δημοκρατικών. Προοδευτικός, έξυπνος, με χιούμορ, φιλειρηνιστής κι υπέρμαχος του κοινωνικού κράτους. Αν και λευκός, ο Μπαρτλέτ, σε πολλούς θυμίζει αρκετά από πλευράς ιδιοσυγκρασίας, χαρακτήρα και κοσμοθεωρίας τον αφροαμερικανό υποψήφιο για την προεδρία, Μπαράκ Ομπάμα. Βέβαια, όταν ξεκίνησε να παίζεται η σειρά, το 1999, ο Ομπάμα ήταν ακόμα μέλος της Γερουσίας του Ιλινόις.

Στο «Commander in Chief» η Μακένζι Άλεν (Τζίνα Ντέιβις) γίνεται πρόεδρος των ΗΠΑ, διαδεχόμενη τον άρρωστο πρόεδρο Τέντι Μπρίτζες. Και όλα αυτά πολύ πριν η Χίλαρι Κλίντον αποφασίσει να διεκδικήσει –και όπως φάνηκε με αξιώσεις– το χρίσμα των Δημοκρατικών.

Σειρές σαν αυτές που προαναφέραμε απλώς αποδεικνύουν ότι η τηλεόραση ότι δεν είναι πάντοτε κομπάρσος της πραγματικής ζωής, ένας ξεχωριστός «γυάλινος» κόσμος. Αντιθέτως, πολύ συχνά προσεγγίζει «δύσκολα» θέματα με αξιοπρόσεκτη ωριμότητα, ενώ δείχνει το δρόμο στους πραγματικούς πρωταγωνιστές της ζωής. Αυτό βέβαια μπορεί να συμβεί μόνο αν η μικρή οθόνη δεν παίρνει διαζύγιο από την πραγματικότητα.

«Η Αμερική δεν είναι ο αστυνόμος της Γης. Δε θα επιβάλλει τις αξίες τις, τα ιδανικά τις σε όλο τον κόσμο» λέει ο πρόεδρος Μπαρτλέτ, κάνοντας πρόβα της ομιλίας που πρόκειται να εκφωνήσει στο Καπιτώλιο για την επανεκλογή του. Σταματάει, μειδιά και γυρνάει προς τους επιτελείς του: «Κοιτάξτε, ξέρω ότι εκπροσωπώ ένα ενιαίο χώρο, αλλά θέλω να εννοώ ό,τι λέω». Να που η τηλεόραση αποδεικνύει ότι μπορεί να είναι άκρως ρεαλιστική, ενίοτε δε και εξαιρετικά κυνική…

Δ. Τζ.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Θάρρος» στις 13.07.2008

Δευτέρα, Ιουλίου 07, 2008

Η χρηματοδότηση των κομμάτων

Λίγο η άσχημη οικονομική συγκυρία, λίγο η κατακόρυφη πτώση των ποσοστών του κόμματος στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές σε συνδυασμό με τη γενικότερη απαξίωση της πολιτικής, και οι βρετανοί Νέοι Εργατικοί βρίσκονται σε εξαιρετικά δυσχερή (οικονομικά) θέση: Αν δεν βρουν 30 εκατ. ευρώ εντός του καλοκαιριού –διαβάζουμε στον «Ελεύθερο Τύπο»– το κόμμα θα χρεοκοπήσει. Για να αποφύγουν την αρνητική αυτή εξέλιξη οι ιθύνοντες του κυβερνώντος κόμματος της Γηραιάς Αλβιόνας σκέφτηκαν κάτι –αν μη τι άλλο– πρωτότυπο. Στο «Γουέμπλεϊ», τον επονομαζόμενο «ναό του ποδοσφαίρου», θα βάλουν την ερχόμενη εβδομάδα σε πλειστηριασμό μια παρτίδα τένις με τον τέως πρωθυπουργό Τόνι Μπλερ και ένα δείπνο με τον προπονητή της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ –και προσωπικό φίλο του πρωθυπουργού Γκόρντον Μπράουν– σερ Άλεξ Φέργκιουσον, έτσι ώστε να μαζέψουν τα χρήματα που χρειάζονται.

Κακά τα ψέματα. Πολιτική χωρίς (πολλά) χρήματα δε γίνεται. Φτάνει να αναλογιστεί κανείς τα ποσά που ξοδεύει ένα κόμμα κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Αφίσες, προεκλογικές συγκεντρώσεις, διαφημιστικό υλικό, προσωπικό… Κι όταν οι φίλοι και τα μέλη σου γυρνάνε την πλάτη, τότε αναγκαστικά στρέφεσαι στην αγορά.

Κάπως έτσι είναι τα πράγματα και στην υπόθεση της Siemens. Μόνο που οι ελληνικοί κομματικοί φορείς –εν αντιθέσει με τους βρετανούς– χρησιμοποίησαν τον πατροπαράδοτο τρόπο (κάτω από το τραπέζι). Δεν υποστηρίζουμε, βέβαια, ότι οι βρετανοί πάνε με το σταυρό στο χέρι. Μόλις μερικούς μήνες πριν ο τέως πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ κατηγορήθηκε για τον τρόπο με τον όποιο χορηγούσε κατά τη διάρκεια της θητείας του τίτλους ευγενείας: έδειχνε «προτίμηση» στους χορηγούς του κόμματος του. Ωστόσο, λίγη φαντασία δε βλάπτει κανέναν. Κανείς δε θα ψέξει ένα κόμμα που αναζητά με ανορθόδοξο –πλην νόμιμο– τρόπο χρήματα για να καλύψει τις τρέχουσες ανάγκες του. Το κόμμα θα κατηγορηθεί μόνο εάν παρανομήσει.

Και ερχόμαστε στο δια ταύτα. Είναι λογικό να χρηματοδοτούνται κόμματα από επιχειρήσεις; Είναι λανθασμένο το νομοθετικό πλαίσιο που ισχύει στην Ελλάδα και απαγορεύει τις εισφορές επιχειρήσεων; Κατά τη γνώμη μας και στα δύο ερωτήματα η απάντηση είναι ναι. Όπως μπορεί ο οποιοσδήποτε πολίτης να συνεισφέρει σε ένα κόμμα, το ίδιο πρέπει να ισχύει και για τις επιχειρήσεις. Με μια διαφορά: όλες οι χορηγήσεις θα πρέπει να δημοσιοποιούνται (μέσω διαδικτύου) –όπως συμβαίνει και στις Ηνωμένες Πολιτείες– έτσι ώστε να υπάρχει πλήρης διαφάνεια. Έτσι και τα κόμματα θα έχουν ρευστότητα χωρίς να παρανομούν και ο πολίτης θα μπορεί να βγάζει τα δικά του συμπεράσματα πριν πάει στις κάλπες.

Δεν είναι κακό επιχειρήσεις να χρηματοδοτούν κόμματα. Κακό είναι να μην ξέρουμε ποιος έδωσε πόσα και σε ποιον…

Δ. Τζ.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Θάρρος» στις 06.07.2008