«Τα πανεπιστήμια μας μοιάζουν με σταθμούς υπεραστικών λεωφορείων. Αρκετοί περνούν από αυτά, αλλά πολύ λίγοι κάθονται». Ο πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Θάνος Βερέμης είχε θέσει με αυτή του τη δήλωση το θέμα στη σωστή του διάσταση. Διότι στην ουσία τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας θυμίζουν κέντρα διερχομένων: πολύς κόσμος τα επισκέπτεται, αλλά –με εξαίρεση τις «δύσκολες» σχολές– λίγοι μπαίνουν για μάθημα.
Υπεύθυνοι για την κατάσταση αυτή είναι τόσο οι φοιτητές και οι καθηγητές, όσο και το ίδιο το εκπαιδευτικό μας σύστημα, έτσι όπως είναι δομημένο. Κακά τα ψέματα. Το σημαντικό στην Ελλάδα –εν αντιθέσει με τα σοβαρά Ιδρύματα του εξωτερικού– είναι να μπεις στο πανεπιστήμιο. Αν μπεις κάποια στιγμή –εύκολα ή δύσκολα– θα αποφοιτήσεις. Μπορεί να παρακαλέσεις, να διαβάσεις όσο χρειαστεί για να πάρεις «πέντε», να αντιγράψεις, αλλά πάντως θα αποφοιτήσεις.
Αυτή η νοοτροπία έχει κάνει κακό σε όλους όσους σχετίζονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με την ανώτατη εκπαίδευση στη χώρα μας. Έχει δημιουργήσει ένα κλίμα αδράνειας το οποίο αγγίζει τους πάντες. Οι μεν φοιτητές φαίνεται ότι σε πολλές περιπτώσεις επαναπαύονται. Η λογική της ήσσονος προσπάθειας επικρατεί αφού ότι κι αν γίνει κουτσά στραβά θα αποφοιτήσουν. Έτσι δεν θεωρούν απαραίτητη την παρακολούθηση των μαθημάτων. Οι δε καθηγητές εκμεταλλευόμενοι αυτή την αδιαφορία των φοιτητών, σε πολλά –κυρίως κεντρικά– Ιδρύματα της χώρας δεν ανταποκρίνονται στις συμβατικές τους υποχρεώσεις. Αν και καθηγητές, αισθάνονται περισσότερο δημόσιοι υπάλληλοι παρά διδάσκοντες και πηγαίνουν για μάθημα μετά τη δεύτερη ή τρίτη εβδομάδα του εξαμήνου και αν.
Όμως αυτή η παθογένεια δημιουργεί μεγαλύτερα προβλήματα απ’ όσα πιθανώς υποψιάζεται κανείς με μια πρώτη ανάγνωση. Αν στα χρόνια των σπουδών του ο φοιτητής δεν εμπλουτίσει τις γνώσεις του, δεν αναπτύξει έναν πιο επιστημονικό και πιο συνθετικό τρόπο σκέψης, δεν αναλάβει να φέρει εις πέρας εργασίες που θα του δείξουν τον τρόπο με τον οποίο θα αναζητήσει και θα βρει τις πληροφορίες που χρειάζεται, τότε θα βγει χωρίς εφόδια στην αναζήτηση θέσης εργασίας. Κι αυτό γιατί η αγορά έχει την ικανότητα να αυτορυθμίζεται. Η «πιάτσα» ξέρει τι επιπέδου φοιτητές βγάζει η κάθε σχολή, αν το πτυχίο αποκτήθηκε με κόπο ή χωρίς και γενικότερα σε ποιες σχολές γίνεται σοβαρή δουλειά και σε ποιες όχι.
Άρα αν κάτι πρέπει να επιδιώξει η πανεπιστημιακή κοινότητα, αυτό είναι η βελτίωση του ακαδημαϊκού επιπέδου των σπουδών, τουλάχιστον σε όσες σχολές αυτό κρίνεται επιβεβλημένο. Εκτός και αν το μόνο που μας ενδιαφέρει είναι το να παράγουμε μαζικά πτυχιούχους, αδιαφορώντας για το αν αυτοί θα απορροφηθούν κάποτε από την αγορά εργασίας…
Δ. Τζ.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Θάρρος» στις 23.03.2008
Υπεύθυνοι για την κατάσταση αυτή είναι τόσο οι φοιτητές και οι καθηγητές, όσο και το ίδιο το εκπαιδευτικό μας σύστημα, έτσι όπως είναι δομημένο. Κακά τα ψέματα. Το σημαντικό στην Ελλάδα –εν αντιθέσει με τα σοβαρά Ιδρύματα του εξωτερικού– είναι να μπεις στο πανεπιστήμιο. Αν μπεις κάποια στιγμή –εύκολα ή δύσκολα– θα αποφοιτήσεις. Μπορεί να παρακαλέσεις, να διαβάσεις όσο χρειαστεί για να πάρεις «πέντε», να αντιγράψεις, αλλά πάντως θα αποφοιτήσεις.
Αυτή η νοοτροπία έχει κάνει κακό σε όλους όσους σχετίζονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με την ανώτατη εκπαίδευση στη χώρα μας. Έχει δημιουργήσει ένα κλίμα αδράνειας το οποίο αγγίζει τους πάντες. Οι μεν φοιτητές φαίνεται ότι σε πολλές περιπτώσεις επαναπαύονται. Η λογική της ήσσονος προσπάθειας επικρατεί αφού ότι κι αν γίνει κουτσά στραβά θα αποφοιτήσουν. Έτσι δεν θεωρούν απαραίτητη την παρακολούθηση των μαθημάτων. Οι δε καθηγητές εκμεταλλευόμενοι αυτή την αδιαφορία των φοιτητών, σε πολλά –κυρίως κεντρικά– Ιδρύματα της χώρας δεν ανταποκρίνονται στις συμβατικές τους υποχρεώσεις. Αν και καθηγητές, αισθάνονται περισσότερο δημόσιοι υπάλληλοι παρά διδάσκοντες και πηγαίνουν για μάθημα μετά τη δεύτερη ή τρίτη εβδομάδα του εξαμήνου και αν.
Όμως αυτή η παθογένεια δημιουργεί μεγαλύτερα προβλήματα απ’ όσα πιθανώς υποψιάζεται κανείς με μια πρώτη ανάγνωση. Αν στα χρόνια των σπουδών του ο φοιτητής δεν εμπλουτίσει τις γνώσεις του, δεν αναπτύξει έναν πιο επιστημονικό και πιο συνθετικό τρόπο σκέψης, δεν αναλάβει να φέρει εις πέρας εργασίες που θα του δείξουν τον τρόπο με τον οποίο θα αναζητήσει και θα βρει τις πληροφορίες που χρειάζεται, τότε θα βγει χωρίς εφόδια στην αναζήτηση θέσης εργασίας. Κι αυτό γιατί η αγορά έχει την ικανότητα να αυτορυθμίζεται. Η «πιάτσα» ξέρει τι επιπέδου φοιτητές βγάζει η κάθε σχολή, αν το πτυχίο αποκτήθηκε με κόπο ή χωρίς και γενικότερα σε ποιες σχολές γίνεται σοβαρή δουλειά και σε ποιες όχι.
Άρα αν κάτι πρέπει να επιδιώξει η πανεπιστημιακή κοινότητα, αυτό είναι η βελτίωση του ακαδημαϊκού επιπέδου των σπουδών, τουλάχιστον σε όσες σχολές αυτό κρίνεται επιβεβλημένο. Εκτός και αν το μόνο που μας ενδιαφέρει είναι το να παράγουμε μαζικά πτυχιούχους, αδιαφορώντας για το αν αυτοί θα απορροφηθούν κάποτε από την αγορά εργασίας…
Δ. Τζ.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Θάρρος» στις 23.03.2008