Δευτέρα, Μαρτίου 24, 2008

Κέντρα Διερχομένων

«Τα πανεπιστήμια μας μοιάζουν με σταθμούς υπεραστικών λεωφορείων. Αρκετοί περνούν από αυτά, αλλά πολύ λίγοι κάθονται». Ο πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Θάνος Βερέμης είχε θέσει με αυτή του τη δήλωση το θέμα στη σωστή του διάσταση. Διότι στην ουσία τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας θυμίζουν κέντρα διερχομένων: πολύς κόσμος τα επισκέπτεται, αλλά –με εξαίρεση τις «δύσκολες» σχολές– λίγοι μπαίνουν για μάθημα.

Υπεύθυνοι για την κατάσταση αυτή είναι τόσο οι φοιτητές και οι καθηγητές, όσο και το ίδιο το εκπαιδευτικό μας σύστημα, έτσι όπως είναι δομημένο. Κακά τα ψέματα. Το σημαντικό στην Ελλάδα –εν αντιθέσει με τα σοβαρά Ιδρύματα του εξωτερικού– είναι να μπεις στο πανεπιστήμιο. Αν μπεις κάποια στιγμή –εύκολα ή δύσκολα– θα αποφοιτήσεις. Μπορεί να παρακαλέσεις, να διαβάσεις όσο χρειαστεί για να πάρεις «πέντε», να αντιγράψεις, αλλά πάντως θα αποφοιτήσεις.

Αυτή η νοοτροπία έχει κάνει κακό σε όλους όσους σχετίζονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με την ανώτατη εκπαίδευση στη χώρα μας. Έχει δημιουργήσει ένα κλίμα αδράνειας το οποίο αγγίζει τους πάντες. Οι μεν φοιτητές φαίνεται ότι σε πολλές περιπτώσεις επαναπαύονται. Η λογική της ήσσονος προσπάθειας επικρατεί αφού ότι κι αν γίνει κουτσά στραβά θα αποφοιτήσουν. Έτσι δεν θεωρούν απαραίτητη την παρακολούθηση των μαθημάτων. Οι δε καθηγητές εκμεταλλευόμενοι αυτή την αδιαφορία των φοιτητών, σε πολλά –κυρίως κεντρικά– Ιδρύματα της χώρας δεν ανταποκρίνονται στις συμβατικές τους υποχρεώσεις. Αν και καθηγητές, αισθάνονται περισσότερο δημόσιοι υπάλληλοι παρά διδάσκοντες και πηγαίνουν για μάθημα μετά τη δεύτερη ή τρίτη εβδομάδα του εξαμήνου και αν.

Όμως αυτή η παθογένεια δημιουργεί μεγαλύτερα προβλήματα απ’ όσα πιθανώς υποψιάζεται κανείς με μια πρώτη ανάγνωση. Αν στα χρόνια των σπουδών του ο φοιτητής δεν εμπλουτίσει τις γνώσεις του, δεν αναπτύξει έναν πιο επιστημονικό και πιο συνθετικό τρόπο σκέψης, δεν αναλάβει να φέρει εις πέρας εργασίες που θα του δείξουν τον τρόπο με τον οποίο θα αναζητήσει και θα βρει τις πληροφορίες που χρειάζεται, τότε θα βγει χωρίς εφόδια στην αναζήτηση θέσης εργασίας. Κι αυτό γιατί η αγορά έχει την ικανότητα να αυτορυθμίζεται. Η «πιάτσα» ξέρει τι επιπέδου φοιτητές βγάζει η κάθε σχολή, αν το πτυχίο αποκτήθηκε με κόπο ή χωρίς και γενικότερα σε ποιες σχολές γίνεται σοβαρή δουλειά και σε ποιες όχι.

Άρα αν κάτι πρέπει να επιδιώξει η πανεπιστημιακή κοινότητα, αυτό είναι η βελτίωση του ακαδημαϊκού επιπέδου των σπουδών, τουλάχιστον σε όσες σχολές αυτό κρίνεται επιβεβλημένο. Εκτός και αν το μόνο που μας ενδιαφέρει είναι το να παράγουμε μαζικά πτυχιούχους, αδιαφορώντας για το αν αυτοί θα απορροφηθούν κάποτε από την αγορά εργασίας…

Δ. Τζ.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Θάρρος» στις 23.03.2008

Δευτέρα, Μαρτίου 17, 2008

Κομματοκρατία, η πληγή των ελληνικών πανεπιστημίων

Μέσα Σεπτεμβρίου σε κάποιο ελληνικό πανεπιστημιακό ίδρυμα: Ο νεοεισαχθείς φοιτητής, περνώντας για πρώτη φορά το κατώφλι του κτιρίου που θα είναι για τα επόμενα τέσσερα –τουλάχιστον– χρόνια κάτι σαν δεύτερο σπίτι του, δέχεται την «επίθεση φιλίας» των φοιτητών – μελών των φοιτητικών παρατάξεων. Εκείνοι κάνουν τα πάντα για να τον εξυπηρετήσουν, έτσι ώστε να γίνει πιο εύκολη η προσαρμογή του στο νέο περιβάλλον. Το μόνο που ζητούν από αυτόν, είναι η ψήφος στις φοιτητικές εκλογές της ερχόμενης άνοιξης.

Κάπως έτσι ξεκινάει μια ιδιότυπη σχέση μεταξύ των φοιτητών και των φοιτητικών παρατάξεων. Μια σχέση η οποία επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό ολόκληρο το οικοδόμημα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Και αυτό γιατί οι κομματικές παρατάξεις στα πανεπιστήμια, αν και έχουν σημαίνοντα ρόλο σε μείζονος σημασίας ζητήματα, δεν παύουν να αποτελούν «εργαλεία» των ίδιων των κομμάτων που εκπροσωπούν. Αυτό που πρωτίστως τους ενδιαφέρει είναι ο αριθμός των ψήφων που θα πάρουν στις φοιτητικές εκλογές, καθώς και η επιρροή που θα έχουν στα ενδοπανεπιστημιακά κέντρα λήψης αποφάσεων και όχι βέβαια η βελτίωση του επιπέδου της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της νοοτροπίας που έχουν στο σύνολο τους οι παρατάξεις, είναι η αντίδραση των τελευταίων για μία από τις –κατά κοινή ομολογία πιο θετικές διατάξεις του νέου «νόμου – πλαίσιο»: Την καθολική ψηφοφορία των φοιτητών στις εκλογές για την ανάδειξη των διοικήσεων των πανεπιστημίων. Σύμφωνα με τη νέα νομοθετική διάταξη, το σύνολο των εγγεγραμμένων στα μητρώα των σχολών φοιτητών είναι εκείνο που θα αναδεικνύει τις πρυτανικές αρχές. Μέχρι πρότινος δικαίωμα ψήφου στις πρυτανικές εκλογές είχαν αποκλειστικά οι εκπρόσωποι των κομμάτων. Μπορεί βέβαια να αντιληφθεί ο καθένας το αλισβερίσι και το μέγεθος της συναλλαγής κάτω από το τραπέζι που έβρισκε έφορο έδαφος στην όλη διαδικασία. Με ποια άραγε ανταλλάγματα έδιναν την ψήφο τους οι εκλέκτορες – εκπρόσωποι των κομμάτων; Μήπως κάπως έτσι εδραίωναν το καθεστώς ιδιότυπης συνδιοίκησης του πανεπιστημίου, μεταξύ αυτών και των αρμόδιων από το νόμο φορέων; Και κυρίως γιατί εναντιώνονται οι… εκπρόσωποι των φοιτητών την καθολική ψηφοφορία των τελευταίων;

Η απάντηση είναι απλή. Τα κόμματα φοβήθηκαν ότι με την εφαρμογή της καθολικής ψηφοφορίας θα έχαναν πολύ σημαντικά προνόμια. Αν η διοίκηση των ιδρυμάτων εκλέγεται από το σύνολο των φοιτητών, τότε οι παρατάξεις θα απολέσουν έναν από τους σημαντικότερους μοχλούς πίεσης που διαθέτουν. Διότι είναι αρκετά δύσκολο –αν όχι πρακτικά αδύνατο– να καταφέρουν να πείσουν τους φοιτητές να ψηφίσουν τον πρύτανη της αρεσκείας τους.

Όμως δεν εξαντλείται εδώ ο ρόλος των κομμάτων στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Οι φοιτητικές παρατάξεις έχουν σημαίνοντα ρόλο στις ενδοπανεπιστημιακές διεργασίες. Καταρχάς μπορούν να επιταχύνουν τις διαδικασίες: Για να πάρεις μια απλή βεβαίωση πρέπει να κάνεις αίτηση στη γραμματεία του τμήματος και να περιμένεις περίπου επτά με δέκα ημέρες. Αν όμως έχεις κάποιον γνωστό στα «τραπεζάκια» του χ ή του ψ κόμματος, τότε θα πάρεις το έγγραφο που χρειάζεσαι σε ένα με δύο εικοσιτετράωρα. Ακόμα, τα κόμματα αναλαμβάνουν συχνά να μοιράσουν προγράμματα σπουδών, σημειώσεις και συγγράμματα, υποκαθιστώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις γραμματείες, οι οποίες ούτως ή άλλως υπολειτουργούν. Μάλιστα, μέσω μηνυμάτων παρέχουν στους φοιτητές ενημέρωση για οτιδήποτε προκύψει στη σχολή: από μια απεργία των καθηγητών, μέχρι το πάρτι που διοργανώνει το κόμμα.

Κι αυτό γιατί οι παρατάξεις δεν αρκούνται σε όσα προαναφέραμε. Φροντίζουν με κάθε τους κίνηση να «κερδίζουν» τον φοιτητή, ακόμα και με φαινομενικά άσχετες με τα ενδοπανεπιστημιακά πράγματα, εκδηλώσεις. Το χειμώνα κλείνουν τραπέζια σε πίστες ή club. Την άνοιξη, μετατρέπονται σε τουριστικά γραφεία, διοργανώνοντας εκδρομές σε δημοφιλείς προορισμούς, όπως η Μύκονος. Με το αζημίωτο φυσικά: Ένα ποσοστό του τζίρου πάει στα ταμεία των κομμάτων.

Τώρα, κατά πόσον συνδέονται όλα τα παραπάνω με την βελτίωση του επιπέδου των πανεπιστημίων –που υποτίθεται ότι είναι ο λόγος ύπαρξης των παρατάξεων– αυτή είναι μια άλλη πικρή ιστορία, αν και η απάντηση είναι περίπου αυτονόητη.

Όπως και να έχει, δε φαίνεται στον ορίζοντα κάποια σημαντική αλλαγή στο καθεστώτος που ισχύει σήμερα στα πανεπιστήμια και σχετίζεται με το ρόλο των παρατάξεων σε αυτά. Βέβαια οι κομματικοί φορείς έχουν πολλά να κερδίσουν από το σημαίνοντα ρόλο που έχουν στα πανεπιστημιακά δρώμενα. Όμως, αναρωτιέμαι, τι άραγε κερδίζει από όλο αυτό το σκηνικό ο απλός ανένταχτος φοιτητής;

Δ. Τζ.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Θάρρος» στις 16.03.2008

Τετάρτη, Μαρτίου 12, 2008

Η κατάρρευση των μύθων

Φαίνεται ότι ως έθνος μας αρέσει να παίζουμε πάντοτε το ρόλο του «θύματος». Αισθανόμαστε κολακευμένοι με την ιδέα και μόνο ότι οι μεγάλες δυνάμεις θέλουν να μας κατασπαράξουν, να μας αφανίσουν. Πιο πρόσφατο δείγμα αυτής της ιδεοληψίας είναι η άποψη που διατυπώθηκε από ορισμένους ότι –δήθεν– οι Ηνωμένες Πολιτείες θα προειδοποιούσαν την ελληνική κυβέρνηση για ενδεχόμενες κυρώσεις, εάν η χώρα μας ασκούσε βέτο στην ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ.

Φυσικά αυτός ο μύθος κατέρρευσε, όπως και πολλοί άλλοι στο παρελθόν. Όχι μόνο δεν μας… απείλησαν οι Αμερικανοί (όπως διαβεβαιώνει και το υπουργείο Εξωτερικών), αλλά σύμφωνα με το έγκυρο ειδησεογραφικό site in.gr, η αμερικάνικη κυβέρνηση, δια του υφυπουργού Εξωτερικών Ντάνιελ Φριντ «εκφράζει τη δυσαρέσκεια της […] για την άρνηση των Σκοπίων να διαπραγματευτούν επί της πρότασης Νίμιτς […] και σημειώνει ότι το βέτο της Ελλάδας για την ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ δεν είναι απειλή, αλλά απόφαση».

Αυτή, βέβαια, δεν ήταν η πρώτη φορά που ορισμένοι στην Ελλάδα κινδυνολογούν ασύστολα (και αβάσιμα) επιδιώκοντας να μας παρουσιάσουν ως το πανταχόθεν βαλλόμενο έθνος. Υπενθυμίζουμε, ότι οι Κασσάνδρες έφερναν περίπου το τέλος του ελληνισμού στην περίπτωση που η Κύπρος έλεγε –όπως είχε δικαίωμα– «όχι» στο σχέδιο Ανάν. Φυσικά η απομόνωση της Ελλάδας και της Κύπρου από τους διεθνείς εταίρους καθώς και η μορφή της ακόμα αναζητούνται…

Όλη αυτή η νοοτροπία και οι κατά καιρούς εκφάνσεις της, είναι αποτέλεσμα της εσωστρέφειας που μας χαρακτηρίζει ως λαό. Όταν θεωρείς ότι είσαι ο ομφαλός της γης, ότι όλος ο κόσμος στρέφεται γύρω από σένα και δρα με βάση εσένα, αυτόματα δημιουργείς επιμέρους μύθους, για να συντηρήσεις το μεγαλύτερο, εθνικό, μύθο. Μόνο που αυτός ο τρόπος σκέψης δεν είναι καθόλου ακίνδυνος. Στρέφει την προσοχή από τα σημαντικά ζητήματα στα επουσιώδη. Και όταν έρθει η ώρα να συζητήσουμε σοβαρά δε μπορούμε. Δε μας αφήνουν χώρο και καθαρό μυαλό οι ιδεοληψίες μας…

Δ. Τζ.

Πέμπτη, Μαρτίου 06, 2008

Η υπερβολή των ΜΜΕ

Οποιοσδήποτε παρακολουθεί, έστω και περιστασιακά, τηλεόραση ή διαβάζει εφημερίδες, θα έχει παρατηρήσει ότι κάποια ΜΜΕ έχουν συχνά την τάση υπερβάλλουν. Αυτή μάλιστα η υπερβολή ώρες ώρες αγγίζει τα όρια της καταστροφολογίας. Η τρίχα γίνεται τριχιά και μια εκτίμηση ανάγεται σε είδηση. Πιο πρόσφατο παράδειγμα ενός τέτοιου περιστατικού είναι η πρόβλεψη ομάδας σεισμολόγων για μεγάλο σεισμό στην Αττική, το αμέσως προσεχές διάστημα.

Ορισμένα μέσα ενημέρωσης –τόσο έντυπα, όσο και ηλεκτρονικά– παρουσίασαν την εκτίμηση αυτή μερίδας σεισμολόγων ως κάτι δεδομένο. Δεν εξέτασαν αν υπάρχουν αντίθετες απόψεις στην επιστημονική κοινότητα, αν δηλαδή η εκτίμηση αυτή αμφισβητείται. Έμειναν σε αυτό που παρουσίασε μια ομάδα σεισμολόγων, ανάγοντάς τη γνώμη τους σε συμπέρασμα ολόκληρης της επιστημονικής κοινότητας.

Βέβαια είμαστε συνηθισμένοι σε τέτοιου είδους προσεγγίσεις. Προσεγγίσεις οι οποίες δεν εξετάζουν την είδηση αυτή καθαυτή και το αν είναι έγκυρη ή όχι, αλλά το κατά πόσον αυτή μπορεί να «πουλήσει». Μόνο που με αυτή τη λογική, η αξιοπιστία των συγκεκριμένων μέσων μειώνεται. Και όταν έρθει η ώρα να παρουσιάσουν μια πραγματικά σημαντική είδηση θα την πατήσουν, όπως ο βοσκός στο παραμύθι με το λύκο: κανείς πλέον δε θα τους δίνει σημασία…

Δ. Τζ.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 05.03.2008