Σε παλαιότερη συνέντευξή του στην «Καθημερινή» ο πρώην Πρόεδρος του Συνασπισμού κ. Νίκος Κωνσταντόπουλος σημείωνε μεταξύ άλλων ότι «η δημοκρατία μας μεταβάλλεται σε μιντιοκρατία». Μ’ αυτή του τη δήλωση ο κ. Κωνσταντόπουλος υπονοούσε τη σταδιακή μετατροπή των ΜΜΕ από φορείς ενημέρωσης σε αυτόκλητους αντικαταστάτες της εκτελεστικής (ενίοτε και της δικαστικής) εξουσίας. Αυτή η μεταβολή στο ρόλο των Μέσων είναι, σαφώς, αλληλένδετη και με τη φθίνουσα ποιότητα της ενημέρωσης.
Στο σημείωμα αυτό θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε τρεις βασικές –κατά τη γνώμη μας– συνιστώσες του όλου θέματος: την τηλεοπτική «ζούγκλα», καθώς και την ποιοτική υποβάθμιση των εντύπων, σε συνάρτηση με την επίδραση που ασκεί το επιχειρηματικό συμφέρον πάνω στο μέσο.
Οι τηλεοπτικές «κοκορομαχίες» είναι κάτι το οποίο πουλάει. Για το λόγο αυτό οι καναλάρχες και οι υπεύθυνοι προγράμματος των καναλιών τις έχουν αναγάγει σε ναυαρχίδα του προγράμματος τους. Το σκηνικό γνωστό: υπουργοί βρισκόμενοι σε αμηχανία, αμύνονται απέναντι στον παρουσιαστή – αφέντη, ο οποίος δε διστάζει να κουνάει επιδεικτικά το δάκτυλο στους πολιτικούς του πάνελ. Ο παρουσιαστής – αφέντης συνηθίζει να «λέει τα πράγματα με τ’ όνομα τους», να τα «χώνει σε όλους», θέλοντας με την –υποτιθέμενη– αντικειμενικότητα του να εντυπωσιάσει το αποχαυνωμένο και μπουχτισμένο κοινό.
Άλλες εκπομπές της τηλοψίας, προχωρούν ένα βήμα παραπέρα. Χρησιμοποιώντας κρυφές κάμερες μεταδίδουν αμφιβόλου εγκυρότητας και ίσως μεμονωμένα περιστατικά, τα οποία (αν και ενδείξεις) βαφτίζουν «αποδείξεις», αγνοώντας το αντιδεοντολογικό και το νομικό κομμάτι του θέματος. «Πάνω απ’ όλα είναι η ενημέρωση του πολίτη» σημειώνουν βαυκαλιζόμενοι οι επίδοξοι δικαστές. Άλλοι συνάδελφοί τους –με υλικό το οποίο έχει αποκτηθεί παρανόμως– εκβιάζουν υψηλά ιστάμενους πολίτες κι αν δεν πάρουν το αντάλλαγμα που ‘θέλουν «βγάζουν τ’ άπλυτά τους στη φόρα» και γίνονται ήρωες (ορισμένες, μάλιστα, φορές και εκδότες).
Η τηλεοπτική είναι, δυστυχώς, μόνον μια πτυχή της ενημερωτικής ευτέλειας που μας κατακλύζει καθημερινά. Δυστυχώς υπάρχει και οι έντυπη. Στα πλαίσια του υγιούς(;) ανταγωνισμού τα έντυπα (κυρίως, δε, οι εφημερίδες) προχωρούν σε πάμπολλες –αμφιβόλου ποιότητας και αισθητικής, σ’ ορισμένες περιπτώσεις– «προσφορές». DVD, όχι πάντα κατάλληλα, μουσικά CD, VCD με… συμβουλές πλαστικής χειρουργικής, δωρεάν SMS και γενικότερα υλικό κατά κανόνα όχι έντυπο. Κάπως έτσι τα έντυπα ΜΜΕ εκμαυλίζονται, μεταβάλλουν τον ρόλο ύπαρξής τους. Ρόλος ο οποίος έχει να κάνει με την ποιοτικότερη και βαθύτερη ενημέρωση, απ’ αυτήν που η εντυπωσιοθηρική τηλεόραση προσφέρει.
Μια διαφήμιση κυριακάτικης εφημερίδας στην τηλεόραση θα σας πείσει. Αυτό που προβάλλεται δε είναι έντυπο, άλλα κάτι που δεν αποτελεί φύσει και θέσει μέρος της εφημερίδας.
Κάπου στη μέση όλων όσων προαναφέραμε βρίσκεται και το επιχειρηματικό συμφέρον. Ορισμένοι ιδιοκτήτες μέσων χρησιμοποιούν αθέμιτα τη δύναμη των μέσων τους για να ρίξουν λάσπη σε αντιπάλους τους, να προωθήσουν πολιτικούς τους «φίλους», ακόμα και για να εκβιάσουν την εκάστοτε πολιτική τάξη, σε περίπτωση που τυγχάνει είναι και εργολήπτες. Δημιουργούν, επίσης, εταιρίες φαντάσματα για να μην πληρώνουν τις εισφορές τους στα ασφαλιστικά ταμεία. Τα ζητήματα που ανακύπτουν πολλά: δεοντολογικά, νομικά, σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν να κάνουν ακόμα και με την ποιότητα της δημοκρατίας, εφόσον ο υγιής ανταγωνισμός νοθεύεται.
Για όλα τα παραπάνω, όμως, τι κάνει άραγε η Συντεταγμένη Πολιτεία; Αν όχι τίποτα, τουλάχιστον πολύ λίγα! Προωθεί νομοθετικά πλαίσια είτε με «παραθυράκια», είτε αξιόλογα, τα οποία στη συνέχεια –και για αδιευκρίνιστους λόγους– παίρνει πίσω. Αφήνει το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο μετέωρο (16 χρόνια ιδιωτικής τηλεόρασης και τα κανάλια λειτουργούν ακόμα σε καθεστώς… «προσωρινής αδειοδότησης»). Δεν δίνει στο Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ) το κύρος και τις αρμοδιότητες που πρέπει. Όλα τα παραπάνω συνεπάγονται ή ελλιπή πολιτική βούληση ή συμβιβασμό με τα συμφέροντα. Ειλικρινά, δεν ξέρω ποιο απ’ τα δύο είναι πιο τραγικό…
Βεβαίως και οι ευθύνες των πολιτών είναι εξίσου σημαντικές. Ας μην παραβλέπουμε ότι εκείνοι είναι αυτοί οι οποίοι σε τελική ανάλυση επικροτούν αδιαφανείς, κακόγουστες, προσβλητικές στην κοινή νοημοσύνη μιντιακές προσπάθειες μέσω είτε της τηλεθέασης, είτε της αναγνωσιμότητας. Ο χαρακτηρισμός «τζάμπα θέαμα» για την τηλεόραση, είναι μια εύκολη μεν, φθηνή δε δικαιολογία για την παρακολούθηση προγραμμάτων χαμηλής ποιότητας. Δεν αναιρεί, επ’ ουδενί, τις ευθύνες των πολιτών.
Για την προαναφερθείσα κατάσταση στα μέσα ευθυνόμαστε λίγο πολύ όλοι: οι εκδότες, οι δημοσιογράφοι, οι πολιτικοί, οι πολίτες. Ως εκ τούτου, οι λύσεις σ’ αυτό το μείζονος σημασίας πρόβλημα προϋποθέτουν τη συμμετοχή όλων, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο αν αναλογιστούμε πόσα συμφέροντα υπάρχουν στη μέση. Έτσι το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης πέφτει αναπόφευκτα στο κράτος, το ποίο οφείλει να προστατέψει τον αδύναμο πολίτη απ’ τις αυθαιρεσίες του επιχειρηματία των media.
Και κάτι ακόμα, το οποίο νομίζουμε ότι περιγράφει εύγλωττα το διαμορφωθέν σκηνικό στα ΜΜΕ: Κάποτε λέγαμε ότι τα μέσα ανήκουν στο κοινό τους. Σήμερα αυτή η συνθήκη τείνει να μεταβληθεί. Από δω και στο εξής τα μέσα ανήκουν στους εκδότες τους...
Δ. Τζ.